Η έκπτωτη κυβέρνηση

Η ποικιλοτρόπως εκφρασμένη οξεία δυσφορία και η μαζική λαϊκή αντίδραση που έχει ξεσπάσει ενάντια στα μέτρα του πακέτου σταθερότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. καθ’ υπαγόρευση της «τρόικας» και των «αγορών» προκειμένου, όπως διατείνεται, να «σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία», αντίδραση που απαξιώνεται, λοιδορείται και σπιλώνεται ασύστολα από την εξουσία και τα «παπαγαλάκια» της (βλ. την προπαγάνδα των μμε και πώς στρώνει το χαλί για την κλιμάκωση της βίαιης καταστολής κάθε αντίδρασης), εκτός από επιβεβλημένη είναι και απολύτως νόμιμη. Νόμιμη ακόμα και με συμβατικούς όρους, ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της συστημικής ιδεολογίας. Μπορεί δηλαδή να δικαιολογηθεί και να καταδειχτεί ο αναγκαίος χαρακτήρας της σύμφωνα με την ίδια την πολιτική θεωρία της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και όχι μόνο από κάποιες δήθεν παρωχημένες «αντισυστημικές ιδεολογίες» που εχθρεύονται τον καπιταλισμό και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτή η επισήμανση γίνεται με διττό στόχο: αφενός, να επικυρώσει τη νομιμότητα των μαζικών αντιδράσεων οι οποίες, από τη δική μας πολιτική σκοπιά, δεν χρειάζονται, ούτως ή άλλως, καμία εκ των προτέρων κι έξω απ’ αυτές νομιμοποίηση, εφόσον είναι οι ίδιες που θεσπίζουν δίκαιο· αφετέρου, να καταδείξει εν μέρει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τονίζοντας μια από τις εγγενείς αντιφάσεις της: το γεγονός δηλαδή ότι επικαλείται πως μπορεί να επιλύσει ειρηνικά ό,τι επιλύει εν τέλει με τον εκβιασμό, την απειλή και τη χρήση βίας. Όχι απλώς με την ωμή βία της καταστολής που ασκείται εναντίον κάποιων «μειοψηφιών» που αντιστέκονται, αλλά κυρίως με τη συγκαλυμμένη βία της επιβολής μέσω του νόμου, που ασκείται εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας, ενάντια στη βούληση των «ελεύθερων» πολιτών.
Το δικαίωμα στη διακυβέρνηση αφορά εν τέλει το δικαίωμα στη βία που η εξουσία χρησιμοποιεί ως μέσο για την επίτευξη των «έννομων σκοπών» που η ίδια θεσπίζει αυθαίρετα. Με άλλα λόγια, η εξουσία καθορίζει το δίκαιο και όχι το δίκαιο την εξουσία (το «κράτος δικαίου» είναι απλός ευφημισμός…). Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις των υπερασπιστών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το δικαίωμα άσκησης της εξουσίας δεν θεμελιώνεται σε ένα «συμβόλαιο αντιπροσώπευσης», στη μεταβίβαση δηλαδή της εξουσίας από τους πολίτες στην εκλεγμένη κυβέρνηση, θεμελιώνεται στη δυνατότητα της κυβέρνησης να επικαλεστεί συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπου ο χαρακτήρας του επείγοντος αίρει την πολιτική της δέσμευση τήρησης του δημοκρατικού συμβολαίου και η επιδίωξη της ευρύτερης δυνατόν συναίνεσης υποκαθίσταται από τη βίαιη επιβολή αυθαίρετων πολιτικών επιλογών με το πρόσχημα της προστασίας του «εθνικού συμφέροντος», τη «σωτηρία της πατρίδας». Σε αυτή την περίπτωση, διατηρείται μεν φαινομενικά η μορφή των δημοκρατικών διαδικασιών (διάλογος με τα κόμματα και τους κοινωνικούς εταίρους, «ανοιχτή διαβούλευση», κ.λπ.), το περιεχόμενό τους ωστόσο είναι προκαθορισμένο και συγκεκριμένο, σε βαθμό που ακυρώνει πλέον de facto, έχοντας ήδη ακυρώσει de jure, κάθε δυνατότητα τροποποίησης των ήδη ειλημμένων αποφάσεων (βλ. μνημόνιο). Γίνεται έτσι μια διαδικασία που έχει ως στόχο την επιτελεστική νομιμοποίηση της επιβολής: δια της προσφυγής στο «διάλογο» επικυρώνεται η «δημοκρατική» διακυβέρνηση και καθαγιάζεται η χρήση όλων των «νόμιμων» μέσων για την εφαρμογή των «συμφωνηθέντων», μέσα τα οποία, από ένα σημείο και πέρα, όταν η πειθώς παύει να είναι αποτελεσματική, είναι κατ’ ανάγκη βίαια.
Σύμφωνα με τον παραπάνω συλλογισμό, η κυβέρνηση του Πα.Σο.Κ. είναι μια κυβέρνηση που κυβερνά μεν νομότυπα, εφόσον έχει κερδίσει πανηγυρικά τις πρόσφατες εκλογές, είναι ωστόσο πλήρως απονομιμοποιημένη αφού χρησιμοποιεί τη βία για να επιβάλει άδικους νόμους, με τους οποίους η κοινωνία δεν συμφωνεί. Η κατάφωρα ταξική πολιτική της κυβέρνησης, που νομοθετεί εις βάρος των αδύναμων και υπέρ των ισχυρών, την καθιστά υπόλογο απέναντι στα πλατιά λαϊκά στρώματα των εντολοδόχων της.
Πιο συγκεκριμένα:
Υποτίθεται ότι οι νόμοι που ψηφίζει το κοινοβούλιο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, πέρα από το να εξυπηρετούν πρωτίστως και πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του λαού, πρέπει να ικανοποιούν επίσης το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποσπούν την αποδοχή και τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων των πολιτών που καλούνται να τους επικυρώσουν τηρώντας τους.
Όταν οι νόμοι είναι άδικοι και δεν γίνονται αποδεκτοί από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, διότι ετούτος κρίνει ότι οι νόμοι αυτοί πλήττουν άμεσα τις ελευθερίες, τις κατακτήσεις και τα συμφέροντά του περισσότερο απ’ όσο τα φροντίζουν, και αν παρόλα αυτά η κυβέρνηση επιμείνει στις αποφάσεις της, παρότι αυτές είναι τελείως αντίθετες από τις προεκλογικές εξαγγελίες που την έφεραν στην εξουσία, έχει εξαπατήσει δηλαδή εκείνους που την ψήφισαν, τότε ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί σε ισχύ παρά μόνο με τη βία.
Όταν τίθεται τέτοιο ζήτημα και η κυβέρνηση όντως καταφεύγει στη χρήση βίας, επιμένοντας να αγνοεί τις αντιδράσεις και να μην προσφεύγει σε εκλογές, ώστε να επιτρέψει στους πολίτες να ασκήσουν το υποτιθέμενο κυριαρχικό τους δικαίωμα και να αποφασίσουν οι ίδιοι για τα ζωτικά ζητήματα που αφορούν την επιβίωση και το μέλλον τους, τότε είναι μια μη νόμιμη κυβέρνηση που έχει καταχραστεί την ψήφο των πολιτών νομοθετώντας εις βάρος των συμφερόντων τους, ενάντια στη βούλησή τους.
Όταν στη δημοκρατία ο «κυρίαρχος λαός» διαφωνεί και εξεγείρεται κατά των νόμων που θεωρεί άδικους και παρόλα αυτά δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά αντιθέτως η βία χρησιμοποιείται ευθέως και απροκάλυπτα ως μέσο πειθάρχησης και συμμόρφωσης στις αυθαίρετες εντολές της εξουσίας, στους άδικους νόμους, τότε οι κυβερνώντες έχουν αθετήσει μονομερώς το συμβόλαιο δημοκρατικής νομιμότητας το οποίο υποτίθεται πως θεμελιώνεται στην ελεύθερη συμφωνία, στον πολιτικό διάλογο και στη συναινετική διαδικασία.
Για να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας, οι κυβερνώντες επικαλούνται τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της σχετικής νομοθεσίας σαν ένα ζωτικό για τη διάσωση του κράτους διακύβευμα. Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν αφορά την υποτιθέμενη απειλή για το κράτος (βλ. χρεοκοπία)· είναι απλώς μια πρόφαση, από τη στιγμή που η όποια απειλή κατά του κράτους μπορεί να αποσοβηθεί και με άλλους διαθέσιμους τρόπους· τρόπους που πλήττουν ίσως λιγότερο τα συμφέροντα του λαού και δεν χρειάζεται να τον εξοντώσουν για να τον «σώσουν».
Εν τέλει, όμως, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης χρησιμοποιείται για να αποσοβηθεί μια συγκεκριμένη απειλή για την κυβερνητική εξουσία, διότι αυτήν ακριβώς την εξουσία θέλει στην πραγματικότητα να προστατεύσει από την άρνηση του λαού να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τους άδικους νόμους τους οποίους η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η εν λόγω παρεκτροπή της κυβέρνησης από τους «δημοκρατικούς θεσμούς» δίνει στους πολίτες κάθε δικαίωμα, όπως επιτάσσει το σύνταγμα, να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε συναφές με το σκοπό μέσο εναντίον της παράνομης κυβέρνησης και των αποφάσεών της, αμφισβητώντας έμπρακτα τη νομιμοποίησή της και τη δυνατότητά της να νομοθετεί και να κυβερνά.
Καμία ενέργεια που αποσκοπεί στην επαναφορά της «δημοκρατικής ομαλότητας», της «κυριαρχίας του λαού» δηλαδή, δεν μπορεί να κριθεί αθέμιτη και έκνομη στις περιστάσεις αυτές, εφόσον το συμβόλαιο κυβέρνησης-λαού δεν είναι πλέον έγκυρο με αποκλειστική ευθύνη της πρώτης – και για το λόγο αυτόν πρέπει να θεωρείται έκπτωτη.
Ως συνέπεια του κυβερνητικού πραξικοπήματος που αποσκοπεί στην επιβολή άδικων νόμων, είναι θεμελιώδες καθήκον και δικαίωμα των πολιτών να υπερασπιστούν την κυριαρχία τους –έστω κι αν στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αυτή είναι απλώς κατ’ όνομα–, απέναντι στην αυταρχική βούληση της κυβέρνησης, απαιτώντας αδιαπραγμάτευτα την άμεση παραίτησή της, την ανάκληση όλων των μέτρων του πακέτου σταθερότητας και την ακύρωση όλων των σχετικών νόμων που τα επιβάλουν.

Ρευστή απειλή και Θεϊκή βία

Από Mankinddivine

Φίλε Μιχάλη, η ώρα της κρίσης γι’ αυτόν τον «αιώνιο» κοινωνικό πόλεμο που περιγράφεις, όντως πλησιάζει. Και η ώρα της κρίσης δεν είναι άλλη από την ώρα της Θεϊκής βίας (για να συνδέσω το κείμενό σου με την πρόσφατη συζήτηση στο Αυτόνομο Στέκι πάνω στις σχετικές ιδέες του Μπένγιαμιν): Η Θεϊκή βία είναι αυτή που κρίνει και ανασκευάζει τον κόσμο εκ βάθρων. Εν τη απουσία της ο κόσμος τούτος παραμένει άκριτος και αλύτρωτος, σε μια «αιώνια» limbo μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου, σωρεύοντας ολοένα και περισσότερα χρέη απέναντί της και καλώντας την έτσι μυστικά να εμφανιστεί. Η Θεϊκή βία αποτελεί το τέλος της Κριτικής, με την διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της αναίρεσής της – αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…
Όπως πολύ ορθά διακρίνεις, το ειδοποιό χαρακτηριστικό της «ρευστής απειλής» που περιγράφεις είναι το απρόβλεπτο. Αυτό που δεν μπορείς να διακρίνεις είναι το πώς αυτή η ρευστή, απρόβλεπτη απειλή μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αντιπάλων, τους όρους του οποίου ελέγχουν απόλυτα – και έχεις δίκιο που δεν μπορείς. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πολύ απλά ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί. Η ίδια η ύπαρξη του πολέμου ταυτίζεται αξιωματικά με τη νίκη τους και την ήττα μας. Πρόκειται για μια παράσταση με δεδομένη διανομή ρόλων. Ο πόλεμος υπάρχει από τότε που υπάρχουν κι αυτοί και διαρκεί όσο συνεχίζουν να υπάρχουν, κι αυτοί υπάρχουν μόνο ως νικητές. Ο πόλεμος είναι το παιχνίδι τους, «στημένο» και με «σημαδεμένη» τράπουλα, όσες παρτίδες κι αν παίξουμε.
Και τότε τι, τα παρατάμε και πάμε στο διάολο; Όχι βέβαια, το αντίθετο…Αυτό που λείπει νομίζω από την ανάλυσή σου είναι η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία. Η Θεϊκή βία δεν κερδίζει τον πόλεμο: Τον καταργεί. Για την ακρίβεια, τον καταργεί κερδίζοντάς τον, όμως η νίκη της υπερβαίνει τους στρατιωτικούς όρους, είναι τόσο ολοκληρωτική, τόσο φυσικά απόλυτη (σε αντίθεση με τις νίκες των αντιπάλων που χτίζονται ιδεολογικά ως απόλυτες, ενώ πάντοτε συστήνουν εκ νέου το πεδίο του πολέμου και τη δυνατότητα της Θεϊκής βίας) που σχεδόν εξαφανίζεται ως τέτοια, για να εμφανιστεί ως ένα απλό παρα-προϊόν του κύριου, γενεσιουργού και ριζικά αναδομητικού χαρακτήρα της έλευσής της: Της κατάργησης του ίδιου του παιχνιδιού που συνοδεύει την κατάργηση του αντιπάλου.
Η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία αναδεικνύεται στο κομβικό σημείο του απρόβλεπτου. Το απρόβλεπτο χαρακτηρίζει τη ρευστή απειλή, συγχρόνως όμως το απρόβλεπτο, όχι ως αστάθμητη εξωτερική μεταβλητή αλλά ως ιδιοσυστασιακό κέντρο, είναι το «σήμα κατατεθέν» της Θεϊκής βίας. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ενσκήψει η Θεϊκή βία, είμαστε όμως βέβαιοι ότι ζούμε στην εποχή της. Για το τελευταίο δεν θα επιχειρηματολογήσω εδώ, και για λόγους χώρου, αλλά κυρίως διότι θεωρώ ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία αντιστοιχεί σ’ έναν αυνανισμό της σκέψης (εξαιρετικά αντιερωτικό μάλιστα) στη θέα του αυτονόητου. Η εποχή μας είναι η εποχή της Θεϊκής βίας, αν όχι της βέβαιης έλευσής της όπως πιστεύω εγώ, τότε σίγουρα της βέβαιης αναγκαιότητάς της. Κι αυτό γιατί το παιχνίδι τελεί ήδη υπό κατάργηση, είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι. Όπως γράφει και στο cd-συλλογή του zero artistic movement, «Η ιστορία ναι επαναλαμβάνεται γυρνώντας τις σελίδες, αυτό μας το ‘παν κι άλλοι, εδώ όμως δεν υπάρχει παρακάτω σελίδα».
Το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της Θεϊκής βίας δίχως να γνωρίζουμε το αν και το πότε θα ενσκήψει, μας βάζει σε μια άβολη, ασυνήθιστη και παράδοξη σχέση με το χρόνο και τον εαυτό μας, ιδιαίτερα όσους είναι πολιτικά συνειδητοί και συμμετέχουν με τον α ή β τρόπο στο ανταγωνιστικό κοινωνικό κίνημα. Έχουμε μάθει να λειτουργούμε στη βάση της εκτίμησης της εικόνας και των δυνατοτήτων του παρόντος, αυτός είναι ο ριζοσπαστικός μας ρεαλισμός που μας συνδέει με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και μας προφυλάσσει από την προβολή των ιδεοληψιών μας. Σήμερα όμως βρίσκουμε τον εαυτό μας εξαναγκασμένο σε μια «μελλοντολογία», μια ακατανίκητη έλξη του βλέμματος σ’ ένα δυνητικό σημείο του άμεσου και ορατού μέλλοντος που είναι καθ’ όλα ρεαλιστική και καθόλου ιδεοληπτική. Όταν στο κοντινό μέλλον που θα ζήσουν οι περισσότεροι από μας επίκειται κάτι τόσο ριζικό και συγκλονιστικό (είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι), η συνείδηση φυσιολογικά απορροφάται σ’ αυτό. Σε αναλογία ιστορικού χρόνου βρισκόμαστε λίγα δευτερόλεπτα πριν σκάσει η βόμβα, πριν εκραγεί το ηφαίστειο. Αυτά τα δευτερόλεπτα είναι λογικό να στεκόμαστε με κομμένη την ανάσα, και το βλέμμα μαζί με όλο μας το είναι στραμμένο προς τον κρατήρα και τη στιγμή που έρχεται. Όλο μας το παρόν συνοψίζεται σε δυο λέξεις: εν αναμονή.
Η κατάστασή μας γίνεται ακόμη πιο άβολη και παράδοξη από το γεγονός ότι η Θεϊκή βία σηματοδοτεί την έλευση του ριζικά καινούργιου, τη συντριβή σύσσωμης της παλιάς πραγματικότητας. Έστω και ως αναγκαίο πλην αβέβαιο σενάριο, η Θεϊκή βία ρίχνει τις τωρινές μας απόπειρες κοινωνικής αντίστασης στον καιάδα της παλιάς πραγματικότητας, τις αρνείται στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που τις πραγματώνει. Η Θεϊκή βία ονομάζεται έτσι επειδή ακριβώς πρόκειται για κάτι ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει μέχρι τώρα για την κοινωνική απελευθέρωση. Από την οπτική της Θεϊκής βίας και της αναγκαιότητάς της, στο παρόν δεν υπάρχει κανένα απολύτως κοινωνικό κίνημα αντίστασης. Υπάρχει μόνον η αναμονή της Θεϊκής βίας, η αναμονή της μεταμόρφωσής μας στην Θεϊκή βία. Ο αναγκαίος αλλά δυνητικός, μελλοντικός μας εαυτός καθιστά τον τωρινό μας εαυτό ανούσιο, ξεπερασμένο, σχεδόν ανύπαρκτο.
Πώς να χειριστούμε αυτή μας την ομολογουμένως αστεία μέσα στην κρισιμότητά της κατάσταση; Τα ζητήματα που ανοίγουν είναι πολλά και σίγουρα δεν έχω τις απαντήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια μονόπλευρη, παραδοσιακά ρεαλιστική προσήλωση στο παρόν δεν είναι καθόλου ρεαλιστική και δεν μας πάει πολύ μακριά, καθότι το παρόν που ζούμε σήμερα, το παρόν που ζούμε για χιλιάδες χρόνια τώρα, σύντομα τελειώνει. Μιλώντας τελείως γενικά, ίσως αυτό που χρειάζεται να είναι μια σύνδεση του παρόντος με το άμεσο μέλλον, αλλά σύνδεση αντίστροφη από αυτή που ξέρουμε ως τώρα, μια σύνδεση όπου τη ρεαλιστική προτεραιότητα έχει το μέλλον κι όχι το παρόν. Μέχρι τώρα λέγαμε πάντα ότι «χωρίς το τάδε ή το δείνα στοιχείο στο παρόν μας, δεν υπάρχει μέλλον», στοιχίζαμε δηλαδή το μέλλον στη βάση του παρόντος. Σήμερα όμως ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό το αντίστροφο: Δίχως το ολότελα καινούργιο, απελευθερωμένο μέλλον της έλευσης της Θεϊκής μας βίας, δεν υπάρχει παρόν, είμαστε ήδη νεκροί και απλά περιμένουμε τον ιερέα (τη Μάνα Φύση μ’ άλλα λόγια) να το ανακοινώσει και επίσημα. Το παρόν μας έχει αξία, όχι όμως γι’ αυτό που είναι, αλλά γιατί μέσα του ζει και αναπνέει αυτό που έρχεται.

Η ρευστή απειλή

Αν αντιλαμβανόμαστε τον κοινωνικό ανταγωνισμό με όρους διαρκούς πολέμου, άλλοτε χαμηλής και άλλοτε σφοδρής έντασης, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δική μας παράταξη, η παράταξη των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευόμενων, έχει χάσει ήδη πολλές μάχες, πολύ περισσότερες απ’ όσες θα θέλαμε να έχει χάσει.
Αυτές οι μάχες δεν έχουν χαθεί λόγω της υπεροπλίας του εχθρού –αν και ασφαλώς έχει παίξει και τούτη το ρόλο της–, αλλά διότι ο εχθρός, οι κυρίαρχες ελίτ και το κράτος τους δηλαδή, υπερτερεί ως προς τη δυνατότητα να εποπτεύει και να χειραγωγεί ολόκληρο το πεδίο του πολέμου. Να ελέγχει με ποικίλους τρόπους τις μεθόδους, τη διάταξη, τους σχηματισμούς και τις κινήσεις μας. Να βρίσκεται σε θέση να υπαγορεύει αυτός τις τακτικές τις οποίες θα ακολουθήσουμε, αφού παρουσιάζεται μπροστά μας με τέτοιον τρόπο ώστε το μόνο που μας απομένει στην προσπάθειά μας να τον αντιμετωπίσουμε είναι να πέφτουμε στις ύπουλες παγίδες που με πανουργία έχει στήσει σε κάθε μας βήμα.
Όποιος ελέγχει το έδαφος επί του οποίου διεξάγεται ο πόλεμος, αναπόφευκτα ελέγχει και την έκβασή του. Και αν παρόλα αυτά χάσει τελικώς τον πόλεμο, θα είναι γιατί υποτίμησε τον αντίπαλο: την αμείλικτη δύναμη της απελπισίας που τον κατέστησε ικανό να αψηφήσει τον κίνδυνο και να πολεμήσει λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας προς τούτο κάθε διαθέσιμο μέσο.
Όποιος γνωρίζει να χρησιμοποιεί για να πετύχει τους σκοπούς του την παραπλάνηση και την απάτη, το ψέμα, την παραπληροφόρηση, τον εκβιασμό, την απειλή και τη σαγήνη, παρασύροντας το διασκορπισμένο και ασυντόνιστο δυναμικό του εχθρού σε επίπονες και άκαρπες μάχες που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τη βεβαιωμένα ισχνή του αποτελεσματικότητα, προκαλώντας του σύγχυση και απογοήτευση, ενώ ταυτόχρονα τον διαιρεί και τον απογυμνώνει ιδεολογικά και ηθικά, θα έχει δίχως άλλο το πάνω χέρι στον πόλεμο.
Όποιος καταφέρνει να υποβάλει στον αντίπαλο την εικόνα της ισχύος του, την αίσθηση ότι είναι άτρωτος και ακατάβλητος, σχεδόν ανίκητος, και πάντοτε δρα κατά τρόπο που επικυρώνει διαρκώς και αμετάκλητα την ανωτερότητά του, την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του, ως εάν να είναι εξαρχής και άνευ όρων αυτός ο νικητής, είναι εκείνος που οργανώνει το παιχνίδι ακόμα κι όταν φαίνεται πως αιφνιδιάζεται και χάνει προσώρας τον έλεγχο, έχοντας χάσει στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια μάχη χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα.
Όποιος τρομοκρατεί τον αντίπαλο χρησιμοποιώντας ως μυστικά όπλα όσα εκείνος φοβάται, θα τον καθηλώσει στην απραξία κι έτσι θα κάμψει πολύ πιο εύκολα την αντίστασή του χωρίς να χρειαστεί να σπαταλήσει τις δυνάμεις του για να συγκρουστεί μετωπικά μαζί του, αποφεύγοντας το ανυπολόγιστο για τον ίδιο κόστος.
Όμως, πάνω και περισσότερο απ’ όλα αυτά, το πλεονέκτημα στον πόλεμο ανήκει σε όποιον είναι σε θέση να διαχέεται, να βρίσκεται παντού κι έτσι να μην φαίνεται πουθενά. Να αλλάζει διαρκώς μορφή, παραπλανώντας για την αληθινή του φύση. Να αντλεί τη δύναμή του και την ικανότητα να αναπαράγεται, όντας σε θέση να ελέγχει και να αξιοποιεί προς ίδιον όφελος τους κοινούς πόρους που είναι αναγκασμένος να μοιράζεται με τον εχθρό, εξίσου ζωτικής σημασίας και για εκείνον, ώστε η καταστροφή τους μοιραία να είναι μια πράξη αυτοκτονίας για όλους. Να έχει παντού μυστικούς πράκτορες, πληροφοριοδότες και ειδικούς της παραπληροφόρησης, αλλά ούτε αυτοί οι ίδιοι να γνωρίζουν το ρόλο τους και την αποστολή που τους έχει ανατεθεί να φέρουν εις πέρας, παρά μονάχα να εκτελούν με ζέση εντολές οι οποίες είναι διατυπωμένες έτσι ώστε να τις εκλαμβάνουν σαν να υπαγορεύονται πρωτίστως από τη δική τους ελεύθερη βούληση και το δικό τους συμφέρον.
Ο διάχυτος εχθρός είναι αόρατος εχθρός και ταυτόχρονα πανταχού παρών. Εμφανίζεται συγκροτημένος μόνο για να παραπλανήσει σχετικά με τη στρατηγική και τους πραγματικούς στόχους του. Υπερέχει αναπόφευκτα από τη στιγμή που κάθε του πάθημα, κάθε του ήττα, όπως και κάθε πληροφορία για τον αντίπαλο, μετατρέπεται σε γνώση που τον εξοπλίζει με την ικανότητα πρόβλεψης των εχθρικών κινήσεων και προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες και τον εκάστοτε συσχετισμό των δυνάμεων. Το απρόβλεπτο στοιχείο που μπορεί να εμπεριέχει κίνδυνο μετριάζεται όσο το εύρος των επιλογών ανάσχεσης διευρύνεται. Η γνώση είναι γι’ αυτόν δύναμη.
Διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει στο βαθμό που η αντικειμενική υπεροχή μας στον αιφνιδιασμό υπερκεράζεται από την προσαρμοστική δεινότητα που επιδεικνύει μέχρι τώρα ο εχθρός. Κάθε δική μας επίθεση, όσο αιφνιδιαστική κι αν καταφέρει να είναι, και ασχέτως έκβασης, γίνεται πάντοτε αφορμή μιας σφοδρής και σαρωτικής αντεπίθεσης από τη μεριά του αντιπάλου, στο σχεδιασμό της οποίας έχει εγκολπωθεί μέχρι κεραίας η δική μας τακτική και έχει προβλεφθεί η αρμόζουσα απάντηση. Αυτή η αφομοιωτική δύναμη είναι το ισχυρότερο πλεονέκτημα που ο εχθρός έχει αποκτήσει μέσα από τον έλεγχο που ασκεί σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της πραγματικότητας, έχοντας οργανωθεί πλέον ως θέαμα που ενσωματώνει τα πάντα, συμπεριλαμβάνοντας μέχρι και την ίδια του την άρνηση, τη δύναμη εκείνη που στρέφεται εναντίον του επιδιώκοντας την ολοσχερή καταστροφή του.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό! Η καταλυτική αφομοιωτική δύναμη ταυτίζει τις στιγμές του αγώνα και της σύγκρουσης με τις στιγμές του θεάματος. Αποσαρκώνει την υλική διάσταση του ανταγωνιστικού συμβάντος μέσα από την εικονική του αναπαράσταση και το καθιστά μια ακόμα στιγμή στην ατέλειωτη αλυσίδα παραγωγής γεγονότων της κυριαρχίας. Το αναπαράγει για να το αφομοιώσει. Η συμπερίληψη στο σύμπαν των εικόνων ισοδυναμεί με την είσοδο στο βασίλειο των σκιών, όπου η πράξη αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα και όπου η ζωντανή σάρκα παίρνει τον ίσκιο της για αντανάκλασή της.
Καμία τακτική δεν μπορεί να πλήξει καίρια τον διάχυτο εχθρό αν δεν λάβει υπόψη της την αφομοιωτική δύναμη του θεάματος. Όμως καμία τακτική που είναι αποτελεσματική δεν παραμένει εκτός θεάματος. Η αντίφαση αυτή είναι δυνατόν να ξεπεραστεί μόνο αν καταφέρουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να συγκεντρώσουμε τα πυρά μας σε εκείνα τα ζωτικά σημεία που παρά τις προσπάθειές του ο εχθρός δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί, εφόσον η υπεράσπισή τους δεν είναι ζήτημα δύναμης αλλά ζήτημα αποδοχής και συναίνεσης, προϋποθέτουν δηλαδή κι εμάς. Μπορούμε να σαμποτάρουμε τους όρους με τους οποίους ο εχθρός διασφαλίζει εκ των προτέρων την κυριαρχία του, αποφεύγοντας συστηματικά να εμπλακούμε στις μάχες που εκείνος αποζητάει. Μόνο με τη συνεχή επινόηση απρόβλεπτων ενεργειών και τακτικών που αναπροσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες είναι δυνατόν να γίνουν οι δυνάμεις μας μια ρευστή απειλή που δεν θα εγκλωβίζεται στις παγίδες και στα αδιέξοδα κάθε μάχης που γίνεται με τους όρους του εχθρού. Μια ρευστή απειλή που δεν θεαματικοποιείται γιατί εκτρέπει την κυρίαρχη αφήγηση, με τρόπο που δεν ταιριάζει στο σενάριο της πολεμικής ταινίας. Η ρευστή αυτή απειλή κινείται υπόγεια, ορμητικά, αναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις «εχθρού-φίλου», ξεγλιστρώντας περίτεχνα από κάθε απόπειρα περιγραφής και νοηματοδότησης άλλης από εκείνη που η επιτελεστικότητα των ίδιων των υποκειμένων νομιμοποιεί. Καθιστώντας το απρόβλεπτο οντολογική συνθήκη συγκρότησης των δικών μας δυνάμεων στερούμε από τον εχθρό το πλεονέκτημα της γνώσης, της εξουσίας του θεάματος πάνω μας. Στον διάχυτο εχθρό απαντάμε με τη ρευστή απειλή.
Αποδυναμωμένος και βραχυκυκλωμένος ο εχθρός θα εξαναγκαστεί να αμυνθεί, προσπαθώντας να αφομοιώσει ό,τι δεν αφομοιώνεται: οι εικόνες όμως θα του είναι πλέον άχρηστες ως όπλο αφού δεν θα μπορούν να αναπαραστήσουν τη δική μας δύναμη. Η ισχύουσα συμβολική τάξη θα αποδομηθεί μόλις αλλάξουμε το νόημά της. Οι κοινοί πόροι θα απαλλοτριωθούν μόλις πάψουμε να πληρώνουμε το αντίτιμο για τη χρήση τους. Η ζωή μας θα αποαποικιοποιηθεί μόλις αντικαταστήσουμε στις μεταξύ μας σχέσεις την ανταλλακτική αξία με την αξία χρήσης. Η μισθωτή σκλαβιά θα πάψει να είναι η κυρίαρχη μορφή του ποείν/πράττειν μόλις κοινωνικοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες. Τα άτρωτα μέχρι τώρα οχυρά του εχθρού θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι μόλις τα εγκαταλείψουν, όχι εκείνοι που τα υπερασπίζονται αλλά εκείνοι που τα συντηρούν με τον καθημερινό τους μόχθο ως αντάλλαγμα για την προστασία που τους παρέχουν. Η κοινωνία θα αλλάξει μόλις η αυτοοργάνωση καταστήσει παρελθόν την αντιπροσώπευση: όταν όλες και όλοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική συνδιαμόρφωση και ορίζουν αυτόνομα τη ζωή τους.
Είναι φανερό πως αν και ο εχθρός διατηρεί ακόμη τη δύναμη να διαφεντεύει την πραγματικότητα, όντας διάχυτος ως θέαμα, η οριστική έκβαση του πολέμου εξαρτάται κυρίως από εμάς, από τη συνείδηση και την έμπρακτη στράτευσή μας στον αγώνα με τρόπο που να συνιστούμε διαρκώς την απρόβλεπτη ρευστή απειλή που θα ανατρέψει εκ θεμελίων, με το κεραυνοβόλο ξέσπασμα της «θεϊκής βίας», τα πάντα.
Και απ’ ότι όλα δείχνουν, η ώρα της κρίσης έχει ήδη σημάνει...

Τρία φαντάσματα πλανιούνται πάνω από το κίνημα…

Οι «παράπλευρές απώλειες» δεν χωράνε στον αγώνα για την απελευθέρωση της κοινωνίας από το κεφάλαιο και το κράτος.

Του Κώστα Σβόλη

Πάνω από 200.000 πήραν μέρος στις απεργιακές συγκεντρώσεις που έγιναν στην Αθήνα την Τετάρτη 5 Μαΐου. Οι δρόμοι του κέντρου κατακλύστηκαν από δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους οι οποίοι με τον όγκο τους ενοποίησαν τις τρεις ξεχωριστές συγκεντρώσεις (Πεδίον του Άρεως, Μουσείο, Ομόνοια). Η οργή και η αποφασιστικότητα του κόσμου για την ανατροπή των μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και η Ε.Ε. τρόμαξε πραγματικά το πολιτικό σύστημα και τα δημοσιογραφικά του κοράκια. Στα πρόσωπα όλου αυτού του κόσμου έβλεπες την αισιοδοξία που γεννάει ο αγώνας, την ελπίδα ότι η συλλογική αντίσταση μπορεί να ανατρέψει τις πολιτικές που μας οδηγούν στην μουντή πραγματικότητα της κοινωνικής χρεοκοπίας που θέλουν να μας επιβάλουν για να μην χάσουν τα κέρδη τους τα ντόπια και ξένα αφεντικά των ζωών μας.
Αυτό το μέγα πλήθος των απεργών δεν διαλυόταν από τα σύννεφα των δακρυγόνων, αντιστεκότανε στις δολοφονικές επιθέσεις των ανδρών των ΜΑΤ, κράταγε τις αλυσίδες των μπλοκ και το ένα μπλοκ στεκότανε αλληλέγγυο στο διπλανό του (τουλάχιστον για στην πορεία που ξεκίνησε από το μουσείο), επέμενε να βρίσκεται στο δρόμο παρόλη την ένταση της καταστολής…
Και όμως, με την κυκλοφορία της τραγικής είδησης για των θάνατο των τριών εργαζομένων της marfin, αυτή την αποφασιστικότητα την διαδέχτηκε μια αμήχανη σιωπή, ένας κόμπος στο λαιμό και ένα μούδιασμα, σαν να βλέπεις έναν εφιάλτη και προσπαθείς να ξυπνήσεις όπως είπε χαρακτηριστικά κάποιος σύντροφος.
Η εύκολη λύση απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση θα ήταν να επισημάνουμε τις πραγματικές εγκληματικές ευθύνες του Βγενόπουλου και την φυσική και ηθική του αυτουργία στην δολοφονία των τριών εργαζομένων, όπως άλλωστε έχουν κάνει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της marfin μέσα από διάφορα σάιτ και μπλογκ (ευθύνες που ξεκινάνε με το ότι οι εργαζόμενοι εκβιάστηκαν να παραμείνουν στην εργασία τους ενώ έξω είχαν ξεκινήσει οι συγκρούσεις και φτάνουν μέχρι τις κλειδωμένες πόρτες και τα ανύπαρκτα μέτρα πυρασφάλειας). Θα μπορούσαμε για άλλη μια φορά να καταδείξουμε την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς και το ρόλο των ΜΜΕ στην προσπάθειά τους να ανακόψουνε το κύμα της λαϊκής αντίστασης στις επιλογές των κυρίαρχων και να σπιλώσουν τα πιο ριζοσπαστικά και συγκρουσιακά τμήματα του κινήματος. Όλα αυτά πρέπει να ειπωθούν και έχουν ειπωθεί, όμως δεν αρκούν.
Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει την περίπτωση της προβοκάτσιας, όμως ούτε μια τέτοιου τύπου «σεναριολογία» είναι η ουσία του ζητήματος. Σε άλλο σημείο πρέπει να επικεντρώσουμε εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, αλλά και με την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο κίνδυνος για ένα τέτοιο τραγικό συμβάν έχει επισημανθεί από διάφορες πλευρές εδώ και πολύ καιρό και μάλιστα στα πλαίσια του ίδιου του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου, και μάλιστα από ανθρώπους ή και συλλογικότητες που δεν απορρίπτουν συλλήβδην τις συγκρουσιακές πρακτικές.
Η κινηματική αντί-βία δεν μπορεί να μετατρέπεται σε τυφλή βία, δεν μπορεί να μπαίνει σε λογικές «παράπλευρων απωλειών», δεν μπορεί να φετιχοποιεί το μέσο και να από-πολιτικοποιεί το στόχο. Η άμυνα απέναντι στην βία των μονάδων καταστολής είναι νόμιμο δικαίωμα του κάθε αγωνιζόμενου, η πολιτική ανυπακοή απέναντι στα σχέδια και τις επιδιώξεις των αφεντικών και της εξουσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ταξικών και κοινωνικών αγώνων.
Η απόσταση όμως από αυτά μέχρι την διάχυτη τυφλή βία, η οποία ασυνείδητα ή συνειδητά αντιλαμβάνεται ως εχθρό την ίδια την κοινωνία είναι τεράστια.
Αν αγωνιζόμαστε ενάντια στην κρατική βία δεν είναι γιατί θέλουμε να γίνουμε συμμέτοχοί στην φρίκη και τον τρόμο που εξαπολύει το κεφάλαιο και το κράτος απέναντι στην κοινωνία, αντίθετα γιατί ως κομμάτια αυτής της κοινωνίας θέλουμε να την δούμε-να μας δούμε απαλλαγμένους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας. Ένας τέτοιος αγώνας απαιτεί την πλήρη συνείδηση των πράξεων και των πολιτικών ευθυνών που έχει όποιος επιλέγει να σταθεί από την πλευρά του κινήματος.
Άρα δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε με εχθρότητα απέναντι σε όσους είτε ασυνείδητα, είτε συνειδητά επιλέγουν να παίξουν το παιχνίδι της εξουσίας: «όλοι εναντίων όλων».
Αν ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος και πιο συγκεκριμένα ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός χώρος δεν απομονώσει, όχι απλά αυτές τις πρακτικές, αλλά κυρίως αυτές τις μηδενιστικές-Νατσαγεφικές αντιλήψεις και νοοτροπίες θα γκρεμίσει πολύ γρήγορα ό,τι με αγώνα έχτισε όλα αυτά τα χρόνια, χάνοντας όχι μόνο την κοινωνική απεύθυνση και το κοινωνικό έρεισμα που έχει αυτή την στιγμή, αλλά και την ίδια του την επαναστατική ηθική υπόσταση.

Το εξαιρετικό παιχνίδι του εμφυλίου πολέμου

Από το περιοδικό Tiqqun
[Αναδημοσίευση μετάφρασης από το Πρακτορείο Rioters]

Κανών υπ’ αρ. 1
Μέχρι νεωτέρας, άπαντα τα δικαιώματά σας καθίστανται ανενεργά. Ασφαλώς, θα ήτο καλό να διατηρούσατε για λίγο την ψευδαίσθηση ότι έχετε ακόμα τέτοια. Επίσης, δεν θα τα παραβιάσουμε παρά μόνο ένα προς ένα, ανά φορά και περίσταση.

Κανών υπ’ αρ. 2
Καλά θα κάνετε να είστε συνεργάσιμοι: Δεν μιλάμε πια για τήρηση της νομιμότητας, για το Σύνταγμα, κι άλλα τέτοια τρυφηλά απαυγάσματα περασμένων εποχών. Εδώ και καιρό, όπως θα έχετε ήδη παρατηρήσει, έχουμε περάσει νόμους που μας τοποθετούν υπεράνω του νόμου, και σε ό,τι το αφορά, του Συντάγματος.

Κανών υπ’ αρ. 3
Είστε απομονωμένοι, αδύναμοι, συγχυσμένοι, κακοποιημένοι. Είμαστε η πλειοψηφία, οργανωμένοι, ισχυροί κι εμείς ξέρουμε. Κάποιοι θα έλεγαν ότι είμαστε ένα είδος μαφίας. Λάθος, είμαστε Η Μαφία, αυτή που έχει εκτοπίσει κάθε άλλη τέτοια. Εμείς και μόνον, είμαστε σε θέση να σας παρέχουμε προστασία από το χάος του κόσμου. Γι’ αυτό μάλιστα, μας ευχαριστεί να σας χώνουμε καλά μες το κεφάλι την αίσθηση της αδυναμίας σας, της «ανασφάλειάς» σας. Γιατί αυτή, είναι ανάλογη με την κερδοφορία της μαφίας μας.

Κανών υπ’ αρ. 4
Το παιχνίδι, απ’ την μεριά σας, συνίσταται στο να δραπετεύσετε ή έστω να αποπειραθείτε να το σκάσετε. Με το να δραπετεύσετε, εννοούμε: Να ξεπεράσετε την κατάσταση της εξάρτησής σας. Προς στιγμήν, ας το παραδεχτούμε, είστε απόλυτα εξαρτημένοι από μας, σε κάθε πτυχή της ζωής σας. Παράγουμε αυτά που τρώτε, μολύνουμε τον αέρα που αναπνέετε, είστε στο έλεός μας για το παραμικρό, και πάνω απ’ όλα, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα ενάντια στην παντοδυναμία της αστυνομίας μας, για την οποία επιφυλάσσουμε κάθε κάλυψη, όσον αφορά τόσο τη δράση όσο και την εκτίμησή της.

Κανών υπ’ αρ. 5
Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποδράσετε μόνοι. Είναι απαραίτητο να ξεκινήσετε χτίζοντας την αναγκαία αλληλεγγύη. Προκειμένου να γίνει το παιχνίδι πιο δύσκολο, έχουμε προοικονομίσει την ρευστοποίηση κάθε αυτόνομης κοινωνικής σχέσης. Έχουν άπασες υποκατασταθεί απ’ την εργασία: την κοινωνικότητα υπό έλεγχο. Μπορείτε να της διαφύγετε μέσω της κλοπής, της φιλίας, του σαμποτάζ και της αυτοοργάνωσης. Διευκρινιστικά, όλα τα μέσα της απόδρασής σας, τα κάναμε να συνιστούν ποινικά αδικήματα, εγκλήματα.

Κανών υπ’ αρ. 6
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως: οι εγκληματίες είναι οι εχθροί μας. Αλλ’ εσείς μπορείτε να κρατήσετε αυτό: οι εχθροί μας είναι εγκληματίες. Ακόμα και μεταξύ των λιγότερο πιθανόν να λιποτακτήσουν, ο καθένας ανάμεσά σας είναι ένας δυνητικά εγκληματίας. Γι αυτό είναι καλό να κρατούμε τους αριθμούς που καλέσατε απ’ το τηλέφωνό σας, να μπορούμε να σας εντοπίσουμε ανά πάσα στιγμή μέσω των κινητών σας, και να γνωρίζουμε τις συνήθειές σας απ’ τις πιστωτικές σας κάρτες.

Κανών υπ’ αρ. 7
Στο μικρό μας παιχνίδι, αυτοί που θα βγουν απ’ την απομόνωσή τους θα ονομάζονται από δω και στο εξής “εγκληματίες”. Όσον αφορά αυτούς που έχουν τα κότσια να αμφισβητήσουν την κυριαρχία μας, ας τους αποκαλούμε “τρομοκράτες”, τι λέτε; Αυτοί, θα μπορούν να δολοφονούνται ελεύθερα.

Κανών υπ’ αρ. 8
Γνωρίζουμε καλά, πως η ζωή στην κοινωνία μας προσφέρει τόση απόλαυση όσο κι μια διαδρομή με τον προαστιακό. Ότι μέχρι στιγμής, ο καπιταλισμός, παρ’ όλον τον πλούτο του, δεν έχει παράγει παρά παγκόσμια απόγνωση. Ότι η τάξη μας –τρώγοντας τις σάρκες της– δεν έχει άλλο επιχείρημα πέρα απ’ τις σφαίρες της για να διαφυλαχτεί. Αλλά τι θέλετε πια; Αφού, έτσι είναι! Σας έχουμε αφοπλίσει πνευματικά, σωματικά, και διατηρούμε το μονοπώλιο όλων αυτών που απαγορεύονται σε σας: βία, ενοχή, αορατότητα. Ειλικρινά, το ίδιο δεν θα κάμνατε κι εσείς στην θέση μας;

Κανών υπ’ αρ. 9
Είστε όλοι φυλακισμένοι.

Κανών υπ’ αρ. 10

Δεν υπάρχουν άλλοι κανόνες. Όλες οι επιθέσεις επιτρέπονται.

Εκ της Κυβερνήσεως

* Η μετάφραση έγινε από το http://www.bloom0101.org/grandjeu.pdf, όπου μπορούν να βρεθούν πολλά ακόμη κείμενα σχετικά με το περιοδικό Tiqqun και την «Αόρατη Επιτροπή».

Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα

Του Κώστα Σβόλη

Ο μικρός Χαμί, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η βόμβα που κρυβότανε σ’ ένα σάκο δίπλα στα σκουπίδια, θα τον έβγαζε από την ανωνυμία την στιγμή που ακριβώς θα του αφαιρούσε τη ζωή.
Θα μπορούσε να έχει δολοφονηθεί από τους Ταλιμπάν, να είχε σκοτωθεί στα ερείπια του βομβαρδισμένου, από το ΝΑΤΟ, σπιτιού του. Να τον έχει βρει μια από τις αδέσποτες σφαίρες του Ελληνικού «ειρηνευτικού» σώματος που εδρεύει στο Αφγανιστάν.
Θα μπορούσε το κορμάκι του να το είχε ξεβράσει νεκρό η θάλασσα σε μια παραλία της Λέσβου, δίπλα στα υπολείμματα της φουσκωτής βάρκας που θα είχαν τρυπήσει οι άντρες της FRONTEX προστατεύοντας τα σύνορα της Ευρώπης. Να αποκοιμιότανε για πάντα ψημένος στον πυρετό σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως η Παγανή.
Θα μπορούσε να πέθαινε σε κάποιο νοσοκομείο χτυπημένος από τους άνδρες του Λιμενικού ή της Αστυνομίας που θα δηλώνανε υπευθύνως ότι αυτοτραυματίστηκε. Να ήταν απλά μια ακόμα ανεξιχνίαστη υπόθεση ενός μαχαιρωμένου μετανάστη, που κανείς μπάτσος ή εισαγγελέας δεν ασχολήθηκε να βρει τους φασίστες μαχαιροβγάλτες δολοφόνους του, αντίθετα βιάστηκε να την παραπέμψει στο αρχείο με την υποσημείωση: «πιθανόν ξεκαθάρισμά μεταξύ αλλοδαπών μαφιόζων».
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο μικρός Χαμί θα είχε μείνει ανώνυμος, μια παράπλευρή απώλεια, ένας λαθρομετανάστης που απεβίωσε. Το πολύ πολύ να είχε απασχολήσει σαν ένας αύξων αριθμός ένα μονόστηλό εφημερίδας, τα στατιστικά στοιχεία μιας «ανθρωπιστικής οργάνωσης», ή μια ακόμη επιτυχημένη επιχείρηση αποτροπής της λαθρομετανάστευσης.
Ένας αύξων αριθμός που δεν θα προκαλούσε ρίγη συγκινήσεως στο φιλοθεάμον κοινό, κροκοδείλια δάκρια τηλεπαρουσιαστών, την πρόταση για μια «διαμαρτυρία ενάντια στην τρομοκρατία» της Μπακογιάννη, την ενεργοποίηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας για την οικογένεια του από τον υπουργό ΠΡΟ.ΠΟ.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις κανείς πολιτικός, κανένας δημοσιοκάφρος δεν θα είχε βγει να καταδικάσει την τρομοκρατική δράση του ΝΑΤΟ, του Ελληνικού Στρατού, του Λιμενικού, της FRONTEX, του Ελληνικού Κράτους και της Ε.Ε.
Κανείς τους δεν θα έδινε σημασία σε έναν αύξοντα αριθμό και αξία σ’ ένα πτώμα τυλιγμένο με κουβέρτα και παραπεταμένο στα αζήτητα κάποιου νεκροτομείου. Γιατί κανένα πτώμα δεν έχει αξία για την εξουσία, τους διαχειριστές της, τα αφεντικά και το σκυλολόι τους εάν δεν μπορούν ν’ αποσπάσουν ακόμα και από αυτό, απ’ ένα άψυχο κουφάρι, υπεραξία.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα ακριβώς την ώρα που έχανε την ζωή του ανοίγοντας έναν σάκο, ψάχνοντας στα σκουπίδια τα περισσεύματα μιας κοινωνίας, που παρουσιάζεται ευσυγκίνητη μπροστά στον θάνατο, τον πόνο, τον σπαραγμό και την οδύνη, μονάχα εάν έχει τέτοια χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να αφορούν και την ίδια: «Και εάν πέρναγα εκείνη την ώρα από εκεί;» αναρωτιέται και την κόβει κρύος ιδρώτας.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα ακριβώς την ώρα που έχανε την ζωή του ανοίγοντας δεκάδες τηλεοπτικά παράθυρα καταγγελίας της «τρομοκρατίας που είναι τυφλή και δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους θύτες και θύματα, αλλά απλά σκορπάει φόβο». Αρκεί φυσικά να μην πρόκειται για την κρατική τρομοκρατία της «συντεταγμένης πολιτείας»
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα γιατί πέθανε ως η εξαίρεση από έναν σάκο που έκρυβε τον θάνατο, και όχι με βάση τον κανόνας από την πολιτική των κυρίαρχων που από την μια δημιουργεί την προσφυγιά και από την άλλη πολτοποιεί τις ζωές των προσφύγων στα ναρκοπέδια, στις διεμβολισμένες βάρκες, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα κρατητήρια των Αστυνομικών Τμημάτων.
Ο μικρός Χαμί απέκτησε όνομα για να συνεχίσουν να μένουν ανώνυμοι οι εκατοντάδες μετανάστες, θύματα της κρατικής τρομοκρατίας και της βίας των αφεντικών. Για να μπορούν οι πραίτορες της δημοκρατίας να συνεχίζουν τις σκούπες στο κέντρο της Αθήνας και ο δημοσιοφάγος Κύρτσος να καλεί την κυβέρνηση να βρει μια ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ για το θέμα τον μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας.
Δεν ξέρουμε εάν θα μάθουμε ποτέ ποιοι και για ποιο λόγο είχαν τοποθετήσει την βόμβα που αφαίρεσε την ζωή του μικρού Χαμί. Αν πρόκειται για μια πράξη που δείχνει την διαρκή σύγκρουση μέσων και σκοπών, την Αντινομία, στην οποία βρίσκονται οι οργανώσεις της ένοπλης επαναστατικής προπαγάνδας ή αν πρέπει να δεχθούμε ως γνήσια την ανάληψη ευθύνης από το πρωτοεμφανιζόμενο Επαναστατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Μέτωπο.
Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορούμε παρά να μπούμε στον πειρασμό για μια κριτική των όπλων με τα όπλα της κριτικής. Δεν είναι η αποδοχή του Νόμου και του κυρίαρχου Δίκαιου αυτό που μας οδηγεί στην απόρριψη του «ένοπλου εκδικητή», αλλά η ευκολία με την οποία αυτός υποτάσσει τους σκοπούς του στα μέσα του, στο όνομα μιας «αποτελεσματικότητας» που αναιρεί το ίδιο το ηθικό έρεισμα στο οποίο βασίζεται η επαναστατική βία. Δεν θα πούμε περισσότερα επ’ αυτού, όχι γιατί δεν έχει έρθει η ώρα, αλλά γιατί από μόνο του αυτό το ζήτημα πρέπει να μας απασχολήσει έτσι και αλλιώς.
Από την άλλη και άσχετα με την γνησιότητα της ανάληψης ευθύνης από το Επαναστατικό Εθνικοσοσιαλιστικό Μέτωπο, η εμφάνιση του φασιστικού εξτρεμισμού είναι πλέον μια πραγματικότητα που αναβαθμίζει συνεχώς την ένταση της δράσης του. Μέσα σε μια περίοδο κρίσης και κοινωνικής- πολιτικής ρευστότητας η απόσταση από τα μαχαιρώματα νέων και μεταναστών, τις επιθέσεις σε κινηματικούς χώρους, την ρατσιστική βία στο παλαιό εφετείο και τον Αγ. Παντελεήμονα, τους εκρηκτικούς μηχανισμούς και τους εμπρησμούς σε θρησκευτικούς χώρους (είτε είναι εβραϊκές συναγωγές, είτε λατρευτικοί χώροι μουσουλμάνων) μέχρι τα τυφλά βομβιστικά χτυπήματα καλύπτεται με ολοένα και πιο γρήγορα βήματα.
Ο μικρός Χαμί έχει ξεχαστεί ήδη από τους τηλεκανίβαλους. Το όνομα του θα μείνει στα χείλια των δικών του ανθρώπων, στα δάκρια της μάνας του και στα λόγια αξιοπρέπειας του πατέρα του: «Ο θάνατος του Χαμί πρέπει να γίνει η αφορμή να ακουστεί η φωνή των εκατομμυρίων προσφύγων».

Άυλος Εμφύλιος Πόλεμος. Πρότυπα σύγκρουσης στον γνωσιακό καπιταλισμό

Του Matteo Pasquinelli

Είμαστε μπλεγμένοι, εδώ, όλοι μας, σε ένα απέραντο φυσικό κατασκεύασμα τεχνητά συνδεμένων νευρικών συστημάτων. Αόρατο. Δεν μπορούμε να το αγγίξουμε.
- William Gibson, In the Visegrips of Dr. Satan

Η σύγκρουση δεν είναι προϊόν. Αντίθετα, το προϊόν είναι πάνω απ’ όλα σύγκρουση.
- guerrigliamarketing.it

H αναγέννηση της Δημιουργικής Βιομηχανίας
Στις αρχές του 2006, ο όρος «Δημιουργική Βιομηχανία» (Creative Industries) κάνει την εμφάνισή του στα mail και στις mailing list πολλών εργαζομένων στον πολιτιστικό τομέα, καλλιτεχνών, ακτιβιστών και ερευνητών σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς επίσης και στις ανακοινώσεις διοργάνωσης σεμιναρίων και εκδηλώσεων. Ένα παλιό ερώτημα επανέρχεται: με περίεργο τρόπο, για πρώτη φορά, ένας όρος μεταφέρεται αυτούσιος από τη θεσμική αργκό στην εναλλακτική κουλτούρα και χρησιμοποιείται τώρα για να αντιπαρατεθεί με άλλες έννοιες κλειδιά (που μπορεί επίσης να αξίζουν ένα αρκτικόλεξο!) και άλλες μετα-δομές όπως πολιτιστικό δίκτυο (Network Culture, NC), οικονομία της γνώσης (Knowledge Economy, KE), άυλη εργασία (Immaterial Labour, IL), συλλογική νοημοσύνη (General Intellect, GI) και φυσικά, ελεύθερο λογισμικό (Free Software, FR), Creative Commons (CC) κ.λπ. Ο αρχικός ορισμός, ο οποίος υιοθετήθηκε το 1998 από την ομάδα εργασίας για τη Δημιουργική Βιομηχανία που συγκρότησε ο Τόνι Μπλερ, τις προσδιόριζε ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας».[1] Όπως είναι προφανές, η κοινωνική δημιουργικότητα παραμένει κατά ένα μεγάλο μέρος έξω από αυτόν τον ορισμό – μετά από πολλά χρόνια ο Τόνι Μπλερ συνεχίζει να κλέβει τις ιδέες σας. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια διαφορετική ιστορική αναδρομή.
Καταρχάς, υπάρχει μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Οι Adorno και Horkheimer, στο έργο τους Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (1944), αναφέρθηκαν στην έννοια της «πολιτιστικής βιομηχανίας» ως μορφή «μαζικής εξαπάτησης». Στις αρχές της δεκαετίας του '90 ο ιταλικός μετα-Εργατισμός (εξόριστος ή όχι) εισήγαγε τις έννοιες της άυλης εργασίας, της συλλογικής νοημοσύνης, του γνωσιακού καπιταλισμού, του προλεταριάτου της γνώσης (cognitariat) ως αναδυόμενες μορφές της αυτόνομης δύναμης του πλήθους (με συγγραφείς όπως οι Negri, Lazzarato, Virno, Marazzi, Berardi). Την ίδια περίοδο ο Pierre Levy μιλούσε για τη συλλογική νοημοσύνη (Collective Intelligence). Αργότερα, από το 2001, η διεθνική κινητοποίηση του Euro May Day συνέδεσε τους επισφαλείς εργαζομένους και τους γνωσιακούς εργάτες κάτω από την ιερή προστασία του San Precario.[2] Δεύτερον, υπάρχει μια αγγλο-αμερικανική γενεαλογία. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της διαδικτυακής κουλτούρας η συζήτηση για την ICT (Information Computer Technology) και τη «νέα οικονομία» συνδέθηκε συχνά με την οικονομία της γνώσης (όπως ορίστηκε εννοιολογικά από τον Peter Drucker στη δεκαετία του '60). Το 2001 η συζήτηση για το copyleft [3] ξέφυγε από τα όρια του Ελεύθερου Λογισμικού και οδήγησε στην καθιέρωση των Creative Commons.[4] Το 2002 το μπεστ σέλερ The Rise of the Creative Class (Η ανάδυση της δημιουργικής τάξης) του Richard Florida (βασισμένο σε αμφισβητούμενα στατιστικά στοιχεία) πλάσαρε έννοιες της μόδας, όπως η «δημιουργική οικονομία».
Μετά από χρόνια φετιχοποίησης της επισφαλούς εργασίας και της αφηρημένης οικονομίας του δώρου, πραγματοποιείται μια κοπερνίκεια στροφή: η προσοχή μετατοπίζεται στην αυτόνομη εργασία και την αυτόνομη παραγωγή. Μια νέα συνείδηση ξεπροβάλλει γύρω από τη δημιουργία του νοήματος, δηλαδή τη δημιουργία της αξίας και –συνεπώς– τη δημιουργία της σύγκρουσης. Είναι η πολιτική δέσμευση μιας γενιάς δημιουργικών εργατών (προτού αναμειχθούν με τους εργάτες στις αλυσίδες μαζικής παραγωγής) και συγχρόνως η «οικονομική» δέσμευση μιας γενιάς ακτιβιστών (εφόσον το κίνημα του Σιάτλ ανησυχούσε περισσότερο για τα παγκόσμια προβλήματα παρά για το δικό τους εισόδημα). Η δημιουργικότητά μου = η αξία μου = η σύγκρουσή μου. Και αντίστροφα.

Το μεγαλύτερο μέρος της αξίας (και της σύγκρουσης)

Σε αυτό το κείμενο προσπαθώ να συμπεριλάβω ένα μέρος της συζήτησης γύρω από τη «δημιουργική» εργασία το οποίο διαφεύγει. Καταρχάς, επισημαίνω τη συλλογική διάσταση της δημιουργίας αξίας: είναι μια διερεύνηση των κοινωνικών διαδικασιών πίσω από τη δημιουργικότητα, τη δημιουργική δύναμη της συλλογικής επιθυμίας και την πολιτική φύση οποιουδήποτε γνωσιακού προϊόντος (ιδέα, εμπορικό σήμα, μέσο, έργο τέχνης, δρώμενο). Ερώτηση: τι ή ποιοι παράγουν την αξία; Απάντηση: το «κοινωνικό εργοστάσιο» παράγει τo μέγιστο ποσοστό της αξίας (και άρα της σύγκρουσης). Δεύτερον, θέτω στο επίκεντρο τον πολιτικό χώρο του γνωσιακού ανταγωνισμού. Δεν εστιάζω στους όρους εργασίας ή τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές μέσα στις Δημιουργικές Βιομηχανίες, αλλά στη δημόσια ζωή των άυλων αντικειμένων. Τοποθετώ τα γνωσιακά προϊόντα σε ένα πεδίο δυνάμεων, πλαισιώνοντας ανάλογα αντικείμενα απέξω παρά από μέσα. Προσπαθώ να απαντήσω σε μια άλλη ερώτηση: εάν η παραγωγή μετασχηματίζεται σε δημιουργική και γνωσιακή, συλλογική και κοινωνική, ποια είναι τα πεδία και οι μορφές της σύγκρουσης; Συμπερασματικά, εισάγω το σενάριο ενός «άυλου εμφύλιου πολέμου», έναν σημειωτικό χώρο στον οποίο οι Δημιουργικές Βιομηχανίες αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος.
Μέχρι στιγμής το σενάριο μοιάζει γραμμικό, υπάρχει όμως μια γκρίζα ζώνη που πρέπει να ληφθεί υπόψη: η μαζικοποίηση της «δημιουργικής» στάσης ζωής. Το «όλοι είμαστε δημιουργικοί» είναι κοινό σλόγκαν σήμερα. Πολλά χρόνια μετά το «έργο τέχνης» του Benjamin, ο μαζικός καλλιτέχνης εισέρχεται στην εποχή της κοινωνικής αναπαραγωγιμότητάς του και «η δημιουργικότητα» πωλείται ως σύμβολο κύρους. Η κοινωνική βάση των Δημιουργικών Βιομηχανιών επεκτείνεται (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο) και αποκαλύπτει νέα σενάρια. Σε μια πρώτη φάση, οι Δημιουργικές Βιομηχανίες γίνονται ηγεμονικές (ως πραγματικότητα και ως ιδέα). Σε μια δεύτερη φάση, αντιμετωπίζουν την εντροπία νοήματος και παραγωγών. Χάρη στο διαδίκτυο και την ψηφιακή επανάσταση γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες συγκρούσεων στο προαναφερόμενο στάδιο.
Στο παρελθόν, όλες οι διαφορετικές θεωρητικές σχολές εστίαζαν καθεμία σε διαφορετική άποψη. Για να αποσαφηνίσουμε το θέμα πρέπει να αναλύσουμε την ερώτηση στα συστατικά της. Το «δημιουργικό πράγμα» θα μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί σε: δημιουργική εργασία (ως αυτόνομη ή εξαρτώμενη εργασία), δημιουργικότητα ως ικανότητα και παραγωγή, δημιουργικό προϊόν (σε όλα τα επίπεδά του: μηχανολογικό, λογισμικό, γνωσιακό, εμπορικό, κ.λπ.), ελεύθερη αναπαραγωγιμότητα του γνωσιακού προϊόντος, πνευματική ιδιοκτησία επί του ίδιου του προϊόντος, κοινωνική δημιουργικότητα πίσω από αυτό, διαδικασία συλλογικής αξιοποίησής του. Επιπλέον, η κοινωνική ομάδα των δημιουργικών εργατών (η «δημιουργική τάξη» ή «κογκινταριάτο» – cogniariat), η «δημιουργική οικονομία» και η «δημιουργική πόλη» αντιπροσωπεύουν διευρυμένα νοηματικά πλαίσια.
Ο αρχικός ορισμός των Δημιουργικών Βιομηχανιών εστιάζει στην εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι αντιλήψεις του Richard Florida σχετικά με τη δημιουργική τάξη και τη δημιουργική οικονομία είναι βασισμένες μόνο (στις αμφισβητούμενες) στατιστικές και στην ιδέα μιας πολιτικής ατζέντας για τη Δημιουργική Βιομηχανία (CI) που προωθείται από τις τοπικές αρχές. Σε ένα άλλο επίπεδο, τα Creative Commons αφορούν στις ελεύθερες άδειες, γεγονός που αποτελεί μια θεσμική λύση για να γίνει διαχειρίσιμη η ελεύθερη αναπαραγωγή και η διανομή που επέφερε σε μαζική κλίμακα η ψηφιακή επανάσταση («δημιουργώντας ένα επίπεδο λογικού copyright»[5] όπως υποστηρίζουν). Εφορμώντας από ένα άλλο υπόβαθρο, ο ιταλικός μετα-Εργατισμός και το κίνημα των επισφαλών εργατών επισημαίνουν την κοινωνική και διανεμητική μορφή της παραγωγής (το «κοινωνικό εργοστάσιο» του Tronti [6]) και απαιτούν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Γεωγραφικά κοντά στους τελευταίους, ο Enzo Rullani (που εισήγαγε τον όρο «γνωσιακός καπιταλισμός») προτείνει να εστιάσουμε στην αυτόνομη δύναμη των παραγωγών παρά στη διάσταση της εξαρτημένης εργασίας, καθώς η κοινή ευημερία αποτελεί μια λύση που μεταβιβάζει γνώση, ρίσκο και δημιουργικό κεφάλαιο στους θεσμούς. Μια τέτοια αποσαφήνιση των πολιτικών απόψεων γύρω από τη Δημιουργική Βιομηχανία είναι απαραίτητη, ώστε να διευκρινιστεί τι δεν καλύπτει το παρόν δοκίμιο. Δεν θα εστιάσω στις συνθήκες εργασίας των (επισφαλών) γνωσιακών εργατών ούτε στην εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας και τη νομική προστασία της δημόσιας σφαίρας, αλλά στη συλλογική παραγωγή της αξίας και στον ισχυρό ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι γνωσιακοί παραγωγοί στην «άυλη» σφαίρα.

Ο Lazzarato διαβάζει Tarde: η δημόσια διάσταση της αξίας

Η σύγχρονη κριτική δεν διαθέτει μια σαφή αντίληψη για τη δημόσια ζωή των προϊόντων της γνώσης: κυριαρχείται ευρέως από μεταφορές κλεμμένες από τα Creative Commons και το Ελεύθερο Λογισμικό, οι οποίες υποστηρίζουν μια σχεδόν επίπεδη άποψη χωρίς να συμπεριλαμβάνουν καθόλου τις έννοιες της αξίας και της αξιοποίησης. Για το λόγο αυτό, θα ήθελα να εισαγάγω ένα δυναμικότερο σενάριο ακολουθώντας τους Maurizio Lazzarato και Gabriel Tarde, οι οποίοι εξηγούν με ποιον τρόπο η αξία παράγεται από τη συσσώρευση της κοινωνικής επιθυμίας και της συλλογικής απομίμησης. Ο Lazzarato έχει επαναφέρει τη σκέψη του Γάλλου κοινωνιολόγου Tarde στο βιβλίο του Puissances de l'invention (Δυνάμεις της επινόησης)[7] και στο άρθρο του «La psychologie économique contre l'economie politique» (Η ψυχολογική οικονομία ενάντια στην πολιτική οικονομία).[8]
Συνοψίζοντας σε λίγες γραμμές, η φιλοσοφία του Tarde αποτελεί πρόκληση για τη σύγχρονη πολιτική οικονομία επειδή: 1) εξαλείφει την αντίθεση υλικής και άυλης εργασίας και θεωρεί τη «πνευματική συνεργασία» ως κύρια δύναμη όχι μόνο στον μεταφορντισμό αλλά και στις παραδοσιακές προ-καπιταλιστικές κοινωνίες· 2) θέτει την καινοτομία ως κινητήρια δύναμη αντί μόνο της χρηματικής συσσώρευσης (οι Σμιθ, Μαρξ και Σουμπέτερ δεν κατανόησαν πραγματικά την καινοτομία ως εσωτερική δύναμη του καπιταλισμού, μια άποψη που ενδιαφέρεται περισσότερο για την αναπαραγωγή παρά για την παραγωγή)· 3) αναπτύσσει μια νέα θεωρία για την αξία όχι πλέον βασισμένη μόνο στην αξία χρήσης αλλά και σε άλλα είδη της αξίας, όπως την αξία της αλήθειας και την αξία της ομορφιάς. (Lazzarato: «Η οικονομική ψυχολογία είναι μια θεωρία δημιουργίας και συγκρότησης των αξιών, ενώ η πολιτική οικονομία και ο μαρξισμός αποτελούν θεωρίες μέτρησης των αξιών»[9].)
Η καίρια για την παρούσα μελέτη διορατικότητα του Tarde, αφορά τη σχέση επιστήμης και κοινής γνώμης. Όπως υποστηρίζει ο Lazzarato: «Σύμφωνα με τον Tarde, μια επινόηση (επιστημονική ή όχι) που δεν αποτελεί αντικείμενο απομίμησης είναι κοινωνικά ανύπαρκτη: για να τη μιμηθούν, μια επινόηση πρέπει να προσελκύσει την προσοχή, να παράξει μια δύναμη “διανοητικής έλξης” προς άλλα πνεύματα, να κινητοποιήσει τις επιθυμίες και τις πεποιθήσεις τους μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής επικοινωνίας. […] Ο Tarde διαπιστώνει ένα ζήτημα που διατρέχει ολόκληρο το έργο του: τη συστατική δύναμη του κοινού (public)».[10] Θα μπορούσαμε να πούμε: οποιαδήποτε δημιουργική ιδέα δεν λαμβάνεται ως πρότυπο απομίμησης είναι κοινωνικά ανύπαρκτη και δεν έχει καμία αξία. Στον Tarde το Κοινό είναι η «κοινωνική ομάδα του μέλλοντος», ενσωματώνοντας για πρώτη φορά τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ως σύστημα αξιοποίησης, προβλέποντας κατά κάποιο τρόπο το μεταφορντισμό. Επιπλέον ο Tarde θεωρεί την εργατική τάξη από μόνη της ένα είδος «κοινής γνώμης» που ενοποιείται στη βάση κοινών πεποιθήσεων και επιδράσεων παρά κοινών συμφερόντων.
Η σύνδεση των απόψεων Tarde-Lazzarato εισάγει ένα δυναμικό ή καλύτερα ανταγωνιστικό μοντέλο, όπου τα άυλα αντικείμενα βρίσκονται αντιμέτωπα με τους νόμους της «νοόσφαιρας»[11] –καινοτομία και μίμηση– σε ένα σχεδόν δαρβινικό περιβάλλον. Ο Tarde είναι επίσης διάσημος για την εισαγωγή της καμπύλης σχήματος S με την οποία περιγράφει τη διαδικασία διάδοσης της καινοτομίας, μια άλλη καλή πρόταση για όλους τους ψηφιακούς προγραμματιστές που πιστεύουν σε έναν ελεύθερο και επίπεδο χώρο.
Εντούτοις μια διαδικασία διάδοσης δεν είναι ποτέ τόσο γραμμική και ειρηνική όσο μπορεί να αναπαριστά μια μαθηματική γραφική παράσταση. Σε συλλογική κλίμακα ένα γνωσιακό προϊόν πάντοτε «παλεύει» ενάντια σε άλλα προϊόντα για να πετύχει μια φυσική ηγεμονία. Το πεπρωμένο μιας ιδέας είναι πάντοτε ηγεμονικό, ακόμη και στην «πνευματική συνεργασία» ή στην ψηφιακή σφαίρα της ελεύθερης αναπαραγωγής. Το φυσικό περιβάλλον των ιδεών είναι παρόμοιο με την κατάσταση της φύσης στον Hobbes. Η φράση «Homo homini lupus» (ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο) θα μπορούσε να ισχύει για τα media, τα εμπορικά σήματα, τα σύμβολα και οποιοδήποτε είδος «σημειωτικών μηχανών» της γνωσιακής οικονομίας. Είναι ένας άυλος αλλά συχνά όχι σιωπηλός «πόλεμος όλων των ιδεών ενάντια σε όλες τις ιδέες». Εάν οι Lazzarato και Tarde εντοπίζουν τη συλλογική παραγωγή της αξίας, μια τέτοια ανταγωνιστική φύση είναι πιο ξεκάθαρη διαβάζοντας τον Enzo Rullani.

Ο Enzo Rullani και ο «νόμος της διάχυσης»

Ο Rullani ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν τον όρο «γνωσιακός καπιταλισμός».[12] Αντίθετα από τους περισσότερους, δεν επισημαίνει τη διαδικασία διανομής γνώσης, αλλά προ πάντων τη διαδικασία αξιοποίησης της γνώσης. Είναι αρκετά σαφής για το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός επικρατεί ακόμη (και είναι ίσως ισχυρότερος) στη σφαίρα της «άυλης» οικονομίας. Ο Rullani είναι από τους λίγους που προσπαθούν να μετρήσουν πόση αξία παράγει η γνώση και ως έμπειρος οικονομολόγος δίνει επίσης και μαθηματικούς τύπους – όπως στο βιβλίο του Economia della conoscenza (Οικονομία της γνώσης).[13] Ο Rullani λέει ότι η αξία της γνώσης πολλαπλασιάζεται με τη διάχυσή της και ότι πρέπει να μάθουμε πώς να διαχειριζόμαστε αυτό το είδος κυκλοφορίας. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, στη συνέντευξη με την Antonella Corsani που δημοσιεύτηκε στο Multitudes το 2000: «Μια οικονομία βασισμένη στη γνώση είναι δομικά συνδεδεμένη με τη διανομή: η γνώση παράγει αξία εφόσον υιοθετείται, και η υιοθέτηση (σε αυτή τη μορφή και τα επακόλουθα πρότυπα) δημιουργεί την αλληλεξάρτηση».[14]
Η αξία των άυλων αντικειμένων παράγεται από τη διάδοση και την αλληλεξάρτηση: είναι η ίδια διαδικασία που υπάρχει πίσω από τη δημοφιλία ενός αστέρα της ποπ και πίσω από την επιτυχία ενός software. Η ψηφιακή επανάσταση κατέστησε την αναπαραγωγή των άυλων προϊόντων ευκολότερη, ταχύτερη, πανταχού παρούσα και σχεδόν ελεύθερη. Εντούτοις, όπως ο Rullani επισημαίνει, η «ιδιοκτησιακή λογική δεν εξαφανίζεται αλλά υπάγεται στο νόμο της διάχυσης»:[15] η ιδιοκτησιακή λογική δεν βασίζεται πλέον στο χώρο και τα αντικείμενα, αλλά στο χρόνο και την ταχύτητα.
Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους ένας παραγωγός γνώσης μπορεί να διανείμει τις χρήσεις της, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα μέρος του πλεονεκτήματος: 1) με τη διαφορική ταχύτητα παραγωγής της νέας γνώσης ή εκμετάλλευσης των χρήσεών της· 2) με τον ισχυρότερο έλεγχο του νοηματικού πλαισίου· 3) με το δίκτυο συμμαχιών και συνεργασίας, το οποίο είναι ικανό να δημιουργήσει και να ελέγξει τους τρόπους χρήσης της γνώσης μέσα σε όλο το κύκλωμα της διανομής.
Διαφορική ταχύτητα σημαίνει: «Πήρα αυτήν την ιδέα και μπορώ να τη χειριστώ καλύτερα από τους άλλους – ενώ αυτοί ακόμη εξοικειώνονται με αυτήν, εγώ την αναπτύσσω περαιτέρω». Η καλύτερη κατανόηση του νοηματικού πλαισίου δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να αναπαραχθεί – αφορά τη γενεαλογία της ιδέας, την πολιτιστική και κοινωνική ιστορία ενός τόπου, την εμπιστευτική πληροφορία που συσσωρεύεται με τα χρόνια. Το δίκτυο των συμμαχιών ονομάζεται μερικές φορές «κοινωνικό κεφάλαιο» και λαμβάνει τη μορφή των «κοινωνικών δικτύων» στον ιστό (web): αφορά τις επαφές σας, τις δημόσιες σχέσεις σας, το δρόμο που μένετε και την αξιοπιστία σας στο διαδίκτυο.
Εδώ είναι σαφές ότι μια δεδομένη ιδέα παράγει αξία σε ένα δυναμικό περιβάλλον όπου υπάρχει ανταγωνισμός από άλλες δυνάμεις και άλλα προϊόντα. Κάθε ιδέα ζει σε μια ζούγκλα –σε κατάσταση συνεχούς ανταρτοπόλεμου– και οι γνωσιακοί εργάτες συχνά ακολουθούν το πεπρωμένο του πνευματικού τους παιδιού. Στον καπιταλισμό των ψηφιακών δικτύων, ο χρόνος αποτελεί όλο και περισσότερο μια κρίσιμη διάσταση: το χρονικό πλεονέκτημα μετριέται στα δευτερόλεπτα. Επιπλέον, στην κοινωνία του «λευκού θορύβου» το σπανιότερο αγαθό είναι η προσοχή. Η οικονομία της σπάνης υπάρχει ακόμη και στον γνωσιακό καπιταλισμό ως έλλειψη προσοχής και της σχετικής οικονομίας προσοχής. Όταν όλα μπορούν να αναπαραχθούν παντού, ο χρόνος γίνεται σημαντικότερος από το χώρο.
Ένα παράδειγμα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην ψηφιακή σφαίρα είναι το μουσικό CD που περιλαμβανόταν σ’ ένα τεύχος του περιοδικού Wired (Νοέμβριος 2004) με άδεια πνευματικών δικαιωμάτων Creative Commons. Μουσικά κομμάτια παραχωρήθηκαν από τους Beastie Boys, τον David Byrne, τον Gilberto Gil, κ.ά. για δωρεάν αντιγραφή, διανομή και sampling (βλ: www.creativecommons.org/wired). Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα του περιοδικού Wired παρέχει τα βοηθήματα για την κατανόηση αυτής της νέας μορφής δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερα παραδείγματα μουσικών και εργατών του πνεύματος που συνδέουν τη δραστηριότητά τους με την ελεύθερη παραχώρηση δικαιωμάτων (copyleft), με τα Creative Commons, ή με ανταλλαγή αρχείων σε δίκτυα peer-to-peer. Μάθαμε μόνο για τους πρώτους, σαν να μην πρόκειται για επίτευγμα και όσων ήρθαν δεύτεροι. Όπως και να ’χει, ποτέ δεν υπάρχει πλήρης προσχώρηση στη σταυροφορία των Creative Commons, είναι πάντα μια υβριδική στρατηγική: κυκλοφορώ μέρος του έργου μου ανοιχτά και ελεύθερα για να κερδίσω αναγνωρισιμότητα και αξιοπιστία, αλλά όχι όλο το συγκεκριμένο έργο μου. Μια άλλη στρατηγική είναι ότι μπορεί να αντιγράψεις και να διανείμεις όλο αυτό το περιεχόμενο, αλλά όχι άμεσα, μπορείς να το κάνεις μετά από τέσσερις μήνες. Και υπάρχουν επίσης άνθρωποι που παραπονιούνται ότι τα Creative Commons και το Ελεύθερο Λογισμικό αποτελούν αντικείμενα πειρατείας από τις εταιρείες – το θέμα είναι ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι γεμάτος κακή μουσική που μπορείς ελεύθερα να αντιγράψεις και να διανείμεις. Δεν είναι σκάνδαλο, πάντα υποψιαζόμασταν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα δρόμου.
Ο Rullani καταδεικνύει με ποιον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι ακόμα παρών στην οικονομία της γνώσης, ακόμη και στο προτεκτοράτο των digital commons. Ο ανταγωνισμός είναι ένα πεδίο στο οποίο η ριζοσπαστική σκέψη δεν αποπειράθηκε ποτέ να εισέλθει· διότι δεν είναι πολιτικά ορθό να παραδεχτείς έναν τέτοιο ανταγωνισμό και διότι οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αμφιλεγόμενη. Είναι αδύνατο να ανασυγκροτηθεί οποιοδήποτε ενιαίο πολιτικό υποκείμενο (όπως στην εποχή του προλεταριάτου) αρχίζοντας από ένα τέτοιο βαλκανοποιημένο σενάριο «κοινωνικών εργοστασίων» και μοριακής βιοπολιτικής παραγωγής. Ωστόσο, εάν η ατομική υπεραξία είναι δύσκολο να μετρηθεί και να αποδοθεί, η συλλογική συσσώρευση είναι ακόμα κάτι ορατό και απτό.

Ο David Harvey και το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο
Εάν οι Tarde, Lazzarato και Rullani είναι χρήσιμοι για να αντιληφθεί κανείς το πλαίσιο του ανταγωνιστικού habitus των ιδεών (διάδοση, απομίμηση, ανταγωνισμός, ηγεμονία), το δοκίμιο του David Harvey The art of rent (H Τέχνη του Ενοικίου)[16] εισάγει μια σαφέστερη περιγραφή της πολιτικής διάστασης της συμβολικής παραγωγής. Κατορθώνει να συνδέσει την άυλη παραγωγή με το πραγματικό χρήμα όχι μέσω της πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά ανιχνεύοντας την παρασιτική εκμετάλλευση του άυλου τομέα από τον υλικό.
Κεντρικό παράδειγμά του αποτελεί η Βαρκελώνη, όπου είναι ξεκάθαρη η σύνδεση μεταξύ της οικονομίας, της αγοράς ακινήτων και της πολιτιστικής παραγωγής ως κοινωνικό κεφάλαιο. Η επιτυχία της Βαρκελώνης ως διεθνές «τοπόσημο» δημιουργήθηκε από τις πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες της και τροφοδοτείται συνεχώς σήμερα από μια κοσμοπολίτικη και εναλλακτική κουλτούρα – στην πραγματικότητα, αυτό το συλλογικό προϊόν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης πρώτα και καλύτερα από τους κερδοσκόπους της κτηματαγοράς. Οι μορφές αστικού εξευγενισμού (gentrification) είναι γνωστές. Από-κάτω-προς-τα-πάνω: Οι περιθωριακοί προσελκύουν τους καλλιτέχνες οι οποίοι προσελκύουν τους «ευγενείς» (gentry). Ή αντίθετα από-πάνω-προς-τα-κάτω: Τα προοδευτικά ιδρύματα τέχνης εγκαθίστανται σε γκέτο […] αυξάνουν τα ενοίκια και αναγκάζουν τον κόσμο να φύγει. Παρόλα αυτά, ο Harvey θέλει να αναδείξει μια πιο γενική διαδικασία.
Ο Harvey εφαρμόζει την ιδέα του μονοπωλιακού ενοικίου στην κουλτούρα: «Κάθε ενοίκιο βασίζεται στη μονοπωλιακή δύναμη των ιδιωτών ιδιοκτητών τμημάτων του πλανήτη». Υπάρχουν δύο είδη ενοικίου: μπορείτε να εκμεταλλευτείτε τη μοναδική ποιότητα ενός κρασιού ή μπορείτε να δείτε τον αμπελώνα που παράγει αυτό το εξαιρετικό κρασί. Μπορείτε να φτιάξετε ένα ξενοδοχείο σε μια πολύ όμορφη πόλη ή να πουλήσετε τη γη όπου θα χτιστούν ξενοδοχεία σαν αυτό. Ο καπιταλισμός πάντοτε ψάχνει για «σημεία διάκρισης» (marks of distinction). Σύμφωνα με τον Harvey η κουλτούρα σήμερα παράγει τα σημεία διάκρισης που ο καπιταλισμός μπορεί να εκμεταλλευτεί πουλώντας υλικά αγαθά. Στην κλίμακα της πόλης, η αγορά ακινήτων είναι η μεγαλύτερη μπίζνα που τροφοδοτείται από την οικονομία της γνώσης. Κάθε άυλος χώρος έχει τα υλικά του παράσιτα. Σκεφτείτε τα ανταλλαγή αρχείων και τα iPods.
Εάν ο βαθμός διάδοσης δημιουργεί την αξία ενός γνωσιακού προϊόντος, σύμφωνα με τον Rullani, ο Harvey βάζει ένα όριο σε αυτή την αξιοποίηση. Η διάδοση σε τόσο μεγάλο εύρος μπορεί να εξαφανίζει τα σημεία της διάκρισης μέσα σε ένα μαζικό προϊόν. Υπάρχει ένα εντροπικό τέλος για κάθε ιδέα μετά την ηγεμονική της περίοδο. Ο Harvey αναδεικνύει την πρώτη αντίφαση: την εντροπία των σημείων διάκρισης: Η αντίφαση εδώ είναι ότι όσο πιο εύκολα εμπορεύσιμα γίνονται αυτά τα προϊόντα τόσο λιγότερο μοναδικά και ιδιαίτερα είναι. Σε ορισμένες περιπτώσεις το μάρκετινγκ από μόνο του τείνει να καταστρέψει τη μοναδική ποιότητα (ιδιαίτερα εάν στηρίζεται σε ιδιότητες όπως η αγριότητα, η ανοικειότητα, η καθαρότητα μιας αισθητικής εμπειρίας κ.λπ.). Γενικότερα, στο βαθμό που τέτοια προϊόντα ή δρώμενα είναι εύκολα εμπορεύσιμα (και αναπαράγονται μέσω παραποιήσεων, πλαστογράφησης, απομίμησης ή αντιγραφής) τόσο λιγότερο παρέχουν έρεισμα για μονοπωλιακό ενοίκιο. […] επομένως, κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί ώστε ορισμένα αγαθά ή τόποι να παραμείνουν μοναδικά και αρκετά ιδιαίτερα (και θα εξετάσω αργότερα τι μπορεί να σημαίνει αυτό) ώστε να διατηρηθεί ένα μονοπωλιακό πλεονέκτημα μέσα σε μια κατά τα άλλα εμπορευματοποιημένη και συχνά σκληρά ανταγωνιστική οικονομία.
Μια δεύτερη αντίφαση που συνδέεται με την πρώτη είναι οι τάσεις προς μονοπώλιο: εάν η αξία αυξάνεται, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί το ενοίκιο είναι να δημιουργήσεις μονοπώλια και να αποφύγεις τον ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν, η ψηφιακή και δικτυακή επανάσταση επιτίθεται στα παραδοσιακά συμφέροντα μονοπωλιακών ενοικίων (που χρησιμοποιούνται σε «εδαφοποιημένες» περιοχές) και τα αναγκάζει να επινοήσουν νέες στρατηγικές. Η συνήθης αντίδραση ήταν η απαίτηση για ένα ισχυρότερο καθεστώς σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία. Σε ένα άλλο επίπεδο, τα κεφάλαια αναγκάστηκαν να βρουν νέες υλικές και άυλες περιοχές για εκμετάλλευση. Ο Harvey παρατηρεί ότι ο καπιταλισμός ανακαλύπτει πάλι τους τοπικούς πολιτισμούς για να συντηρήσει τα μονοπώλια: η συλλογική και άυλη σφαίρα του πολιτισμού είναι μια κρίσιμη διάσταση για να διατηρηθούν τα σημεία διάκρισης σε μια μεταφορντιστική οικονομία.
Αυτά είναι στενά συνδεδεμένα με την κατανόηση πώς οι τοπικές πολιτιστικές δημιουργίες και οι παραδόσεις συμπεριλαμβάνονται στους υπολογισμούς της πολιτικής οικονομίας μέσω των προσπαθειών συγκέντρωσης των μονοπωλιακών ενοικίων. Θέτει επίσης το ερώτημα κατά πόσο το τωρινό ενδιαφέρον για την τοπική πολιτιστική καινοτομία, την αναζωογόνηση και την ανάδειξη των τοπικών παραδόσεων συνδέεται με την επιθυμία του κεφαλαίου να αποσπάσει και να ιδιοποιηθεί τέτοια ενοίκια.
Η πολιτιστική πατίνα της Βαρκελώνης και τα μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά της είναι ένα στοιχείο κλειδί στο μάρκετινγκ οποιουδήποτε προϊόντος της πόλης, πρωτίστως της αγοράς ακινήτων. Αλλά η τρίτη και σημαντικότερη αντίφαση που επισημαίνει ο Harvey είναι ότι το παγκόσμιο κεφάλαιο τροφοδοτεί τις τοπικές αντιστάσεις επειδή θέλει να εκμεταλλευτεί τα σημεία διάκρισης.
Από τότε που οι καπιταλιστές όλων των ειδών (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων διεθνών παικτών) γοητεύονται εύκολα από τις προσοδοφόρες προοπτικές των μονοπωλιακών δυνάμεων, διακρίνουμε αμέσως μια τρίτη αντίφαση: ότι οι πιο άπληστοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης θα υποστηρίξουν την τοπική ανάπτυξη η οποία έχει τη δυνατότητα να παράγει μονοπωλιακά ενοίκια ακόμα κι αν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας υποστήριξης είναι να παραχθεί ένα τοπικό πολιτικό κλίμα ανταγωνιστικό προς την παγκοσμιοποίηση!
Πάλι εμφανίζεται η περίπτωση της Βαρκελώνη, ένα αρκετά σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο επιχείρησης που δεν μπορεί να ισχύσει εύκολα σε άλλο πλαίσιο. Σε αυτό το σημείο ο Harvey εισάγει την έννοια του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου (που τη δανείζεται από τον Bourdieu) για να εξηγήσει πώς η κουλτούρα πέφτει θύμα εκμετάλλευσης του καπιταλισμού. Το επίπεδο της πολιτιστικής παραγωγής όταν συνδέεται με μια συγκεκριμένη περιοχή παράγει το κατάλληλο περιβάλλον για τα μονοπωλιακά μισθώματα.
Εάν οι αξιώσεις για μοναδικότητα, αυθεντικότητα, ιδιαιτερότητα, διάκριση είναι το θεμέλιο των μονοπωλιακών ενοικίων, τότε σε ποιο καλύτερο πεδίο είναι πιθανό να εγερθούν τέτοιες αξιώσεις παρά στον τομέα των ιστορικών πολιτιστικών προϊόντων και πρακτικών και των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του δομημένου, κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος); […] Το πιο φανερό παράδειγμα είναι ο σύγχρονος τουρισμός, αλλά πιστεύω πως θα ήταν λάθος να αφήσουμε το θέμα εκεί. Επειδή αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η δύναμη του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου, των ειδικών σημείων διάκρισης που συνδέονται με κάποιον τόπο, ο οποίος αποτελεί πόλο έλξης για τις ροές του κεφαλαίου γενικότερα.
Το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο της Βαρκελώνης αποκτά τώρα πιο ξεκάθαρη μορφή. Το εμπορικό σήμα «Βαρκελώνη» είναι μια «συναινετική παραίσθηση» που παράγεται από πολλούς αλλά που την εκμεταλλεύονται λίγοι. Η συνθήκη των γνωσιακών εργατών (και ολόκληρης της κοινωνίας) είναι ένας φαύλος κύκλος: παράγουν τη συμβολική αξία για την οικονομία της κτηματαγοράς η οποία τους ξεζουμίζει (εφόσον υποφέρουν από τις υψηλές τιμές των ακινήτων στη Βαρκελώνη). Επιπλέον, ο Harvey μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον Florida: η αποκαλούμενη «δημιουργική τάξη» δεν είναι παρά ένα simulacrum του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου για να αυξήσει τα σημεία υπεροχής μιας δεδομένης πόλης. Η «δημιουργική τάξη» είναι το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο που μετασχηματίζεται σε ένα ανθρωπομορφικό εμπορικό σήμα και ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εφαρμόζονται σε τμήματα μιας κοινωνίας («δημιουργική τάξη»), μιας περιοχής («δημιουργική πόλη»), της ίδιας της πόλης («δημιουργικός τομέας»). Η «δημιουργική τάξη» (creative class) είναι ένα παρασιτικό simulacrum της κοινωνικής δημιουργικότητας το οποίο αποσπάται από το πρεκαριάτο (precariat) και συνδέεται με την ανώτερη τάξη.
Η περίοπτη θέση της Βαρκελώνης μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα των πόλεων έχει εν μέρει βασιστεί στη σταθερή συσσώρευση συμβολικού κεφαλαίου και στη συσσώρευση σημείων διάκρισης. Το ξεθάψιμο μιας ξεχωριστής καταλανικής ιστορίας και παράδοσης, το μάρκετινγκ των ισχυρών καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (φυσικά ο Gaudi) και του ιδιαίτερου τρόπου ζωής και λογοτεχνικής παράδοσης δεσπόζουν, υποστηριζόμενα από έναν κατακλυσμό βιβλίων, εκθέσεων, πολιτιστικών εκδηλώσεων που γιορτάζουν τη διαφορετικότητα. […] Αυτή η αντίφαση σημαδεύεται από ερωτήματα και αντιστάσεις. Ποιών η συλλογική μνήμη πρόκειται να γιορταστεί εδώ (των αναρχικών που σαν τους Ικαριστές[17] διαδραμάτισαν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Βαρκελώνης, των Δημοκρατικών που πάλεψαν λυσσασμένα ενάντια στον Φράνκο, των καταλανών εθνικιστών, μεταναστών από την Ανδαλουσία, ή ενός μακροχρόνιου συμμάχου του Φράνκο όπως ο Σάμαρανκ);
Ο Harvey προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια πολιτική απάντηση, διερευνώντας ποια μέρη της κοινωνίας εκμεταλλεύονται το συμβολικό κεφάλαιο και ποια είδη συλλογικής μνήμης και φαντασιακού διακυβεύονται. Το συμβολικό κεφάλαιο δεν είναι ενιαίο αλλά ένα πολλαπλός χώρος δυνάμεων, και μπορεί συνεχώς να τίθεται σε διαπραγμάτευση από το πλήθος που το παρήγαγε.
Είναι σημαντικό να καθορίσουμε ποια τμήματα του πληθυσμού επωφελούνται περισσότερο από το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, στην παραγωγή του οποίου έχει ο καθένας, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, συμβάλλει τώρα ή έχει συμβάλλει στο παρελθόν. Γιατί να αφήσουμε το μονοπωλιακό ενοίκιο που συνδέεται με αυτό το συμβολικό κεφάλαιο να γίνεται κτήμα μόνο των πολυεθνικών ή ενός μικρού ισχυρού τμήματος της τοπικής αστικής τάξης; […] Η πάλη της συσσώρευσης σημείων διάκρισης και συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου μέσα σε έναν πολύ ανταγωνιστικό κόσμο έχει αρχίσει. Αλλά αυτό παρασύρει στο διάβα του όλες τις ερωτήσεις που εστιάζουν στον τόπο: ποιου η συλλογική μνήμη, ποιου η αισθητική, ποιος κερδίζει. […]. Επομένως το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς αυτές οι πολιτιστικές παρεμβάσεις μπορούν από μόνες τους να γίνουν ένα ισχυρό όπλο ταξικής πάλης.
Η κρίσιμη ερώτηση είναι: πώς μπορούμε να αναπτύξουμε ένα συμβολικό κεφάλαιο αντίστασης που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμη σημείο διάκρισης; Όπως παρατηρεί ο Harvey, αυτός ο φαύλος κύκλος λειτουργεί ακόμα καλύτερα στην περίπτωση της τοπικής αντίστασης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο χρειάζονται την αντίσταση της αντι-παγκοσμιοποίησης για να βελτιώσουν το μονοπωλιακό ενοίκιο. Ειδικά στην περίπτωση των γνωσιακών εργατών η αντίσταση είναι πάντοτε άρτια υπολογισμένη και καλά σχεδιασμένη: και στην περίπτωση της Βαρκελώνης παράγει ένα ερεθιστικό αλλά ποτέ επικίνδυνο περιβάλλον για την παγκόσμια μεσαία τάξη. Εμπνευσμένοι από την ιστορία της Βαρκελώνης, εισάγουμε έναν άυλο εμφύλιο πόλεμο μέσα στο χώρο του συμβολικού κεφαλαίου.

Άυλος εμφύλιος πόλεμος

Προτείνουμε τον όρο «εμφύλιος πόλεμος» καθώς οι συγκρούσεις μέσα στον γνωσιακό καπιταλισμό δεν έχουν καθαρά ταξική σύνθεση και μοιράζονται τον ίδιο χώρο των media. Επιπλέον, εάν είναι αλήθεια ότι «δεν υπάρχει πλέον έξω» (όπως οι Negri και Hardt δηλώνουν στην Αυτοκρατορία[18]) και ότι «δεν υπάρχουν πλέον κοινωνικές τάξεις, αλλά μόνο μια ενιαία πλανητική μικροαστική τάξη, στην οποία έχουν διαλυθεί όλες οι παλιές κοινωνικές τάξεις» (όπως το θέτει ο Agamben στο The Coming Community[19]), οι συγκρούσεις μπορούν να λάβουν μόνο τη μορφή μιας αέναης εσωτερικής πάλης. Το πλήθος υπήρξε πάντα ταραχώδες και αποσπασματικό. Εάν ο Florida ονειρεύεται μια «δημιουργική ταξική πάλη» (όπου τα fashion victims είναι τα πρώτα θύματα, υποθέτουμε), εμείς προτρέπουμε προς έναν εμφύλιο πόλεμο μέσα σε εκείνη την κομφορμιστική «τάξη» (και μέσα στην κομφορμιστική έννοια του πλήθους). Επιπλέον ο «εμφύλιος πόλεμος» εναρμονίζεται με τη λαμπρή αντίσταση της Βαρκελώνης (ένα πολιτικό υπόβαθρο που τροφοδοτεί κατά τρόπο ενδιαφέροντα το τωρινό κοινωνικό κεφάλαιό του) και αποτελεί επίσης μια υπενθύμιση των εσωτερικών διαμαχών κάθε πρωτοπορίας (αναρχικοί και κομμουνιστές άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους).
Από την άλλη πλευρά, «άυλη» είναι η συνεχής πάλη στο στάδιο της κοινωνίας του θεάματος: μια σκληρή «μπαλλαρντιανή»[20] ζούγκλα από εμπορικές μάρκες, αστέρες της ποπ, γκάτζετ, συσκευές, δεδομένα, πρωτόκολλα, simulacra. Άυλη εκμετάλλευση είναι η καθημερινότητα των επισφαλών εργατών, και ιδιαίτερα των νεότερων γενεών, αρκετά ενήμερων για το συμβολικό κεφάλαιο που παράγεται από τις ζωές τους «που μπαίνουν στη δουλειά» (νέες τάσεις και τρόποι ζωής που παράγονται από αυτό που ο μετα-Εργατισμός αποκαλεί βιοπολιτική παραγωγή). Ο άυλος εμφύλιος πόλεμος είναι η έκρηξη των κοινωνικών σχέσεων που εσωκλείονται στα προϊόντα. Στο βιβλίο του Les révolutions du capitalisme (Οι επαναστάσεις του καπιταλισμού)[21] ο Lazzarato λέει ότι «ο καπιταλισμός δεν είναι τρόπος παραγωγής, αλλά παραγωγή τρόπων και κόσμων» (που φτιάχτηκαν από εταιρίες και πουλήθηκαν στους ανθρώπους) και ότι ο «παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος» είναι ένας «αισθητικός πόλεμος» ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους.
Ο άυλος εμφύλιος πόλεμος είναι επίσης οι συνηθισμένες συγκρούσεις μεταξύ των γνωσιακών εργατών παρόλη τη ρητορική περί διανομής της γνώσης και των ψηφιακών κοινών (digital commons). Είναι το γνωστό αστείο: «ένας φίλος μου, μου έκλεψε την ιδέα μου για ένα βιβλίο σχετικά με το Creative Commons». Είναι ο γνωστός ανταγωνισμός μέσα στον ακαδημαϊκό και καλλιτεχνικό χώρο, η οικονομία των αναφορών, ο αγώνας για τις προθεσμίες, ο ανταγωνισμός για τη διοργάνωση φεστιβάλ, ο φθόνος και η καχυποψία μεταξύ των ακτιβιστών. Η συνεργασία είναι δομικά δύσκολη μεταξύ των γνωσιακών εργατών, στις τάξεις των οποίων η οικονομία γοήτρου λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως ακριβώς σε οποιοδήποτε star system (για να μην αναφέρω τους πολιτικούς φιλοσόφους!), και όπου οι νέες ιδέες πρέπει να αντιμετωπίσουν η μια την άλλη, εμπλέκοντας συχνά τους δημιουργούς τους σε μια διαμάχη. Όπως ο Rullani επισημαίνει, υπάρχει σχεδόν περισσότερος ανταγωνισμός στη σφαίρα της οικονομίας της γνώσης, όπου η δυνατότητα αναπαραγωγής είναι ελεύθερη και όπου αυτό που έχει σημασία είναι ταχύτητα.

Αντιμετωπίζοντας τον παρασιτισμό

Ο παρασιτισμός είναι η παράλληλη εκμετάλλευση της κοινωνικής δημιουργικότητας. Υπάρχουν πράγματι πολλοί τρόποι εκμετάλλευσης της δημιουργικής εργασίας που δεν βασίζονται στην πνευματική ιδιοκτησία και παράγουν περισσότερη αξία και σύγκρουση. Όπως έχουμε δει, ο Harvey εισάγει το πλαίσιο του «συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου» και διατυπώνει την άποψη ότι οι «πολιτιστικές παρεμβάσεις μπορούν από μόνες τους να μετατραπούν σε ένα ισχυρό όπλο ταξικής πάλης». Ο πολιτικός ακτιβισμός στον πολιτιστικό τομέα, οι δημιουργικές βιομηχανίες και η νέα οικονομία έχουν πάντοτε παραμείνει μέσα σε αυτά τα πλασματικά όρια, οργανώνοντας τοπικές διαμαρτυρίες και απαιτώντας πολιτιστική ευημερία ή σταθερά συμβόλαια. Πρόσφατα, ένα πιο ριζικό αίτημα για την αντιμετώπιση της εκμετάλλευσης της κοινωνικής δημιουργικότητας θέτει το ζήτημα του βασικού εισοδήματος για όλους (δείτε το www.euromayday.org). Αντιθέτως, ο Rullani σημειώνει ότι ένα σύστημα πρόνοιας μεταφέρει ταυτόχρονα καινοτομία και ρίσκο στον κρατικό μηχανισμό ισχυροποιώντας τον. Παρόλα αυτά, αυτό που προτείνει ο Harvey είναι να αναλάβουμε δράση όχι μόνο στο επίπεδο του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου αλλά και στο επίπεδο του παρασιτισμού που εκμεταλλεύεται τον πολιτιστικό τομέα. Ένα δύσκολο σημείο, δύσκολο για να πιαστεί η ριζοσπαστική σκέψη, είναι ότι όλη η άυλη οικονομία (και η οικονομία του δώρου) έχει ένα υλικό, παράλληλο και βρώμικο ομόλογό της, όπου παίζονται τα πολλά χρήματα. Δείτε Mp3 και iPod, P2P και ADSL, ελεύθερη μουσική, ζωντανές συναυλίες, τρόπος ζωής της Βαρκελώνης και κερδοσκοπία της αγοράς ακινήτων, κόσμος της τέχνης και αστικός εξευγενισμός, παγκόσμιες εμπορικές φίρμες και sweatshops.[22]
Μια μορφή αντίστασης που προτείνει ο Harvey στην περίπτωση της Βαρκελώνης είναι περισσότερο μια επίθεση στο μύθο της «δημιουργικής πόλης» παρά οι δήθεν ριζοσπαστικές αντιδράσεις που συμβάλουν στο να την καταστήσουν ακόμη πιο ξεχωριστή. Εάν οι άνθρωποι θέλουν να επανακτήσουν τη συμβολική υπεραξία που οικειοποιήθηκε από κάποιους κερδοσκόπους, το μόνο που μπορούμε να φανταστούμε είναι μια επαναδιαπραγμάτευση του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου. Εδώ μπαίνει η εναλλακτική λύση μιας εκστρατείας επανακαθορισμού της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της πόλης σε επίπεδο βάσης ώστε να υπονομευθεί η συσσώρευση του συμβολικού κεφαλαίου και να εκτραπούν οι ροές χρημάτων, τουριστών και νέων κατοίκων που προσελκύονται από συγκεκριμένα σημεία διάκρισης (η Βαρκελώνη ως ανεκτική, εναλλακτική, πόλη χωρίς προκαταλήψεις, κ.λπ.). Επιπλέον ένας άλλος τομέας δράσης που προτείνεται εδώ είναι οι συγκεκριμένες περιοχές όπου ακμάζει «η τέχνη του ενοικίου» (συγκεκριμένες περιοχές όπως το Raval ή το Poblenou), όπου η συμβολική συσσώρευση θα μπορούσε να αρχίσει από την αρχή με ένα, λιγότερο συμβολικό, σαμποτάζ. Στην περίπτωση της Βαρκελώνης το «παράσιτο» που πρέπει να αναδείξουμε είναι η κερδοσκοπία της κτηματαγοράς, αλλά θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε αυτή την πρόταση σε μια ευρύτερη κλίμακα.
Πρόσφατες μορφές αντίστασης είναι σχεδόν πάντα αρκετά αντιπροσωπευτικές και προσανατολισμένες στα μμε, οραματιζόμενες την άνοδο ενός νέου κογκνιταριάτου (cognitariat) ή την επαναπολιτικοποίηση του συλλλογικού φαντασιακού και των παραγωγών του, όπως στη χρυσή δεκαετία του '60. Πολλοί ακτιβιστές και καλλιτέχνες –όπως ο Harvey– γνωρίζουν τον κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από την υπερεκτίμηση των μηνυμάτων και των πρακτικών τους. Στο τέλος πολλές ενέργειες διαμαρτυρίας εν μέρει πέτυχαν να συγκεντρώσουν την οικονομία προσοχής (attention economy) γύρω από το στόχο τους. Τα παραδοσιακά μποϊκοτάζ στις μεγάλες εμπορικές φίρμες μετατρέπονται μερικές φορές σε δωρεάν διαφήμιση προς όφελός τους. Αυτό που ο πρόσφατος ακτιβισμός και η κριτική σκέψη δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να εξερευνήσει είναι η υλική (και οικονομική) διάσταση που συνδέεται με το συμβολικό. Οι γνωσιακοί εργάτες πρέπει να αρχίσουν να αναγνωρίζουν την υπεραξία του φαντασιακού που παράγουν πέρα από τα άυλα αντικείμενα και τα απώτερα πολιτικά αποτελέσματα κάθε συμβόλου. Αφήνουμε το συμβολικό, μπαίνουμε στην οικονομία του συμβολικού. Αναμένουμε μια γενιά γνωσιακών εργατών ικανών να κινητοποιηθούν από το φαντασιακό.

[1] Πηγή: www.wikipedia.org/Creative_industries. Η λίστα της κατηγορίας DCMS αφορά στην παραγωγή στους εξής τομείς: Διαφήμιση, Αρχιτεκτονική, Αγορά Τέχνης και Αρχαιοτήτων, Εφαρμοσμένες Τέχνες, Design, Σχεδιασμός μόδας, Κινηματογράφος και Video, Διαδραστικό Ψυχαγωγικό Λογισμικό, Μουσική, Αναπαραστατικές Τέχνες, Εκδόσεις, Υπηρεσίες Υπολογιστών, Τηλεόραση και Ραδιόφωνο.
[2] Σ.τ.Μ.: San Precario, ο άγιος της επισφάλειας: ευφημισμός που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας κινηματικής γλώσσας για την επισφαλή εργασία (όπως επίσης το πρεκαριάτο).
[3] Σ.τ.Μ.: Ελεύθερη άδεια χρήσης σε πνευματικά δικαιώματα, το αντίθετο του copyright.
[4] Σ.τ.Μ: Η Creative Commons (CC) είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση αφιερωμένη στην επέκταση του εύρους των πνευματικών έργων που είναι διαθέσιμα για να βασιστούν σε αυτά και άλλα έργα και να κυκλοφορήσουν νόμιμα. Η οργάνωση έχει εκδώσει διάφορες άδειες πνευματικών δικαιωμάτων γνωστές ως άδειες Creative Commons. Αυτές οι άδειες επιτρέπουν στους δημιουργούς να δηλώσουν εύκολα ποια δικαιώματα διατηρούν και ποια δικαιώματα εκχωρούν προς όφελος άλλων δημιουργών. (Ο ορισμός από: http://el.wikipedia.org/wiki/Creative_Commons).
[5] Πηγή: www.creativecommons.org/about/history
[6] M. Tronti, Operai e capitale, Torino: Einaudi, 1971.
[7] M. Lazzarato, Puissances de l'invention: La Psychologie économique de Gabriel Tarde contre l'économie politique, Paris: Les empêcheurs de penser en rond, 2002.
[8] M. Lazzarato, “La psychologie économique contre l’Economie politique”, στο Multitudes n. 7, 2001, Paris. Extentended Italian version “Invenzione e lavoro nella cooperazione tra cervelli” in Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, Verona: Ombre Corte, 2002. Web: multitudes.samizdat.net/La-Psychologie-economique-contre-l.html
[9] [δική μου μετάφραση] M. Lazzarato, “Invenzione e lavoro nella cooperazione tra cervelli” στο Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, όπ.π.
[10] Στο ίδιο.
[11] Σ.τ.Μ.: Η νοόσφαιρα υποδηλώνει, σύμφωνα με τους Vladimir Vernadsky και Teilhard de Chardin, τη «σφαίρα της ανθρώπινης σκέψης». Η λέξη προέρχεται από την ελληνική νοῦς + σφαῖρα, κατά λεξιλογική αναλογία με το «ατμόσφαιρα» και το «βιόσφαιρα». Σύμφωνα με τους ίδιους, είναι η τρίτη κατά σειρά στις φάσεις της ανάπτυξης του πλανήτη, μετά την γεώσφαιρα και τη βιόσφαιρα. (Μετάφραση του ορισμού από: http://en.wikipedia.org/wiki/Noosphere)
[12] E. Rullani, L. Romano, Il postfordismo. Idee per il capitalismo prossimo venturo, Milano: Etaslibri, 1998; E. Rullani, “La conoscenza come forza produttiva: autonomia del post-fordismo”, in Capitalismo econoscenza, Cillario L., Finelli R. (eds), Roma, Manifesto libri, 1998; E. Rullani, “Le capitalisme cognitif: du déjà vu?”, Multitudes n. 2, 2000, Paris,.
[13] E. Rullani, Economia della conoscenza: Creatività e valore nel capitalismo delle reti, Milano: Carocci, 2004.
[14] [δική μου μετάφραση] A. Corsani, E. Rullani, “Production de connaissance et valeur dans le postfordisme”, Multitudes, n. 2, May 2000. Paris. Original Italian version in Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, op. cit. Web: multitudes.samizdat.net/Production-de-connaissance-et.html. Spanish version:
www.sindominio.net/arkitzean/xmultitudes/multitudes2
[15] Στο ίδιο.
[16] D. Harvey, “The art of rent: globabalization and the commodification of culture”, κεφάλαιο, στο Spaces of Capital, New York: Routledge, 2001. And as “The Art of Rent: Globalization, Monopoly, and the Commodification of Culture” στο A World of Contradictions: Socialist Register 2002, London: Merlin Press, November 2001.
Web: www.16beavergroup.org/mtarchive/archives/001966.php
[17] Σ.τ.Μ: Ο γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής και μεταρρυθμιστής Etienne Cabet, εισηγητής του όρου «κομμουνισμός»: εξόριστος στην Αγγλία, περιέγραψε μιαν ιδανική κοινωνία στο Voyage en Icarie (1840), όπου υπεστήριζε τον κρατικό έλεγχο όλης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (οι αντιλήψεις του επηρέασαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς). Μετά την επανάσταση του 1848, έφυγε, μαζί με τους οπαδούς του, από το Παρίσι για τις Η.Π.Α., για να οργανώσει την ιδανική του κοινωνία. Στην αρχή πήγαν στο Τέξας, μετά στο Ιλλινόι• εκεί ίδρυσαν μια νέα «αποικία» - την «Ικαρία». Το 1855, ο Cabet εκδιώχθηκε από την «Ικαρία» του• είχε υπάρξει εξαιρετικά αυταρχικός και καταπιεστικός. Το πείραμά του συνεχίστηκε από οπαδούς του και μετά το θάνατό του (1856), αλλά η τελευταία «αποικία Ικαριστών» διαλύθηκε στα 1898.
[18] A. Negri, M. Hardt, Empire, Harvard University Press, 2000, p. 186.
[19] G. Agamben, The Coming Community (Michael Hardt, trans.), Minneapolis: University of Minnesota Press, 1991, p. 65.
[20] Σ.τ.Μ.: Ο ορισμός του επιθέτου «μπαλλαρντιανός» (ballardian) περιλαμβάνεται στο Collins English Dictionary: «Ό,τι μοιάζει ή παραπέμπει στις συνθήκες που περιγράφονται στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα του Τζέι Τζι Μπάλλαρντ, ιδίως στη δυστοπική νεωτερικότητα, τα ζοφερά ανθρωπογενή τοπία και τις ψυχολογικές επιπτώσεις των τεχνολογικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών επιτευγμάτων». (http://www.ekathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_26/04/2009_311951)
[21] [δική μου μετάφραση] M. Lazzarato, Les révolutions du capitalisme, Paris: Empêcheurs de Penser en http://eipcp.net/policies/cci/pasquinelli/en rond, 2004.
[22] Σ.τ.Μ.: Η αγγλική λέξη sweatshop σημαίνει: χώροι μαζικής παραγωγής ειδών υπόδησης και ένδυσης που χαρακτηρίζονται από ανθυγιεινές και επισφαλείς συνθήκες εργασίας εντατικής εκμετάλλευσης.

Πρωτότυπο κείμενο: “Immaterial Civil War: Prototypes of Conflict within Cognitive Capitalism”, στο Geert Lovink and Ned Rossiter (επιμ.), My Creativity Reader: A Critique of Creative Industries, Institute of Network Cultures, Άμστερνταμ 2007.
Στο διαδίκτυο (αγγλ.): http://matteopasquinelli.com/docs/immaterialcivilwar.pdf
Μετάφραση: ratnet 2009
Πηγή: http://ratnet-blog.blogspot.com

Νέα γενιά τρομολαγνείας

Της Ρόζας Κοβάνη

Τα ξημερώματα της Τετάρτης ένας 35χρονος άντρας πέφτει νεκρός σε δρόμο της Δάφνης χτυπημένος από όπλο αστυνομικού. Είχε προηγηθεί ανταλλαγή πυροβολισμών και η προσπάθεια δύο ατόμων (του νεκρού και ενός ακόμα) να κλέψουν ένα αυτοκίνητο. Όπως γίνεται γνωστό τις επόμενες ώρες από ανακοινώσεις της αστυνομίας, νεκρός είναι ο αναρχικός Λάμπρος Φούντας ο οποίος χτυπήθηκε στην αριστερή ωμοπλάτη (που πάει να πει από πίσω).
Στο σημείο, εκτός από το όπλο του νεκρού (που όπως έδειξε η βαλλιστική δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί) βρέθηκε και μία χειροβομβίδα. Το δεύτερο άτομο διέφυγε με τα πόδια. Και κάπου εδώ σταματούν τα γεγονότα. Και αρχίζουν οι εικασίες, οι «πληροφορίες», οι σάλτσες, η τρομολαγνεία και τα τηλεφωνήματα του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στους διευθυντές των μεγάλων εφημερίδων για να «προσέξουν» την υπόθεση με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό (παρεμπιπτόντως, ωραία τακτική αυτή που έχει καθιερώσει από την προηγούμενη θητεία του ο ΠροΠο, προάγει την ελευθεροτυπία). Το τοπίο είναι ακόμα θολό, η «επιχείρηση» της ΕΛΑΣ σε εξέλιξη και το έδαφος ολισθηρό για να εκφράσει κανείς σιγουριές. Όμως προφανώς η «προσοχή» που συνέστησε ο κ. υπουργός έγκειται ακριβώς σ’ αυτό, όπως γνωρίζουμε από ουκ ολίγες περιπτώσεις στο παρελθόν: πείτε τα όλα, σέχτα, Επαναστατικός Αγώνας, ληστές με τα μαύρα, προσθέστε και λίγο από Τσουτσουβή, βάλτε και το κλασικό ότι γίνονται δεκάδες έρευνες (τα νούμερα δικά σας, άλλοι λένε είκοσι, άλλοι δεκατρείς, άλλοι δεκαεπτά, όλοι πάντως σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες) σε σπίτια φίλων και γνωστών (να σημειωθεί πάντως ότι το φαινόμενο έρευνες και ανακρίσεις μέχρι την Παρασκευή το βράδυ και στην έκταση τουλάχιστον που του δίνουν ελέγχεται ως ανακριβές) και τελειώστε με την πολλά υποσχόμενη φράση ότι ο δράστης ήταν «υπεράνω υποψίας». Έτοιμος ο τρομοκράτης. Κι αφού έχουμε στα χέρια μας έναν νεκρό «τρομοκράτη» (τον οποίο δεν μπορούμε, δυστυχώς, να βασανίσουμε σε κάποια εντατική αλλά ούτε, ευτυχώς, και να μας φέρει αντιρρήσεις) αρχίζει η σκύλευση που στη γλώσσα του αστυνομικού ρεπορτάζ ονομάζεται profiling: πρωτοσέλιδα του τύπου «το πρωί διευθυντής το βράδυ τρομοκράτης», φωτογραφίες από διακοπές με τριψήφια τηλέφωνα για πληροφορίες, οι γονείς, οι φίλοι, η σύντροφος που αποκαλείται πλέον γυναίκα-κλειδί, η άδεια από τη δουλειά που είναι σίγουρο ότι πάρθηκε για τρομοκρατική επίθεση, η οποία θα γινόταν κατά πάσα πιθανότητα τα ξημερώματα, ο βιολόγος που ήξερε από DNA και πολλά πολλά άλλα.
Με πολύ πάθος, πάντως, την προσπαθεί ο κ. Χρυσοχοΐδης από την πρώτη μέρα του στο υπουργείο μια δεύτερη «επιτυχία» τύπου 17Ν - για πολιτικούς ή για προσωπικούς (πολιτικούς και πάλι) λόγους.
Συγχωρήστε μου το έντονο ύφος που σε κάποιους μπορεί να προκαλέσει και απορία, αλλά το έργο αυτό το έχω ξαναδεί. Και θα μου επιτρέψετε να πω ότι αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, αυτή η μπάτσικη φρασεολογία και αντίληψη που έχει κάτσει στα κεφάλια μας από την πρώτη επιτυχία του κ. Χρυσοχοΐδη και δώθε, ο χαφιεδισμός, η καθολική πλέον γραμμή «πρώτα καταδικάζεις, μετά μιλάς», η αυθαιρεσία και η αίσθηση ότι η ζωή σου μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει κουρελόπανο από κάθε ανεύθυνο αστυνομικό ρεπόρτερ είναι το ίδιο φρικτά σε κάθε περίπτωση. Και δεν αφορούν τους με κάθε τρόπο εμπλεκόμενους, λειτουργούν παραλυτικά για το κίνημα, διαβρωτικά για όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό μπορώ να τα γράψω αυτά με σιγουριά, ενώ η υπόθεση είναι ακόμα σε εξέλιξη. Θα μπορούσα να πω και πέντε πράγματα για τον ίδιο τον αναρχικό Λάμπρο Φούντα, καθώς ανήκουμε στην ίδια γενιά και έχουμε περπατήσει πολλές φορές στους ίδιους δρόμους, έχουμε βρεθεί πολλές φορές στις ίδιες συνελεύσεις... Θα μπορούσα να σας μεταφέρω τη θλίψη και την οργή των φίλων και των συντρόφων του. Δεν ξέρω όμως τι νόημα θα είχε ένα εναλλακτικό… profiling. Θα πω απλώς ότι ο Λάμπρος Φούντας δεν ήταν υπεράνω υποψίας, ούτε φάντασμα όπως λένε οι δημοσιογράφοι, ότι μπορούσες να τον δεις πάντα εκεί που γινόντουσαν τα πράγματα, στο δρόμο. Στους δρόμους, που εδώ και τρεις μέρες έχουν γεμίσει συνθήματα και μαύρες αφίσες…

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η Εποχή, 14-3-2010
http://www.epohi.gr/index.php?option=com_content&task;=view&id;=4755&Itemid;=34

Εκεί που μας χρωστάγανε… Περί της τρομοκρατίας των ελλειμμάτων και του χρέους και πώς να ξεπεράσουμε την κατάθλιψη

Αναδημοσίευση από το Κόκκινο Νήμα

1.
«...Να ονειρεύτηκαν άραγε ποτέ αυτοί οι ως τα τώρα γενεαλόγοι της ηθικής, έστω κι ακροθιγώς µόνο, πως, λόγου χάρη, εκείνη η βασική ηθική έννοια «ενοχή» (Schuld), οφείλει την καταγωγή της στην πολύ υλική έννοια του «χρέους» (Schuld);… Κι από πού πήρε, άραγε, τη δύναµή της η πανάρχαιη εκείνη, βαθιά ριζωµένη, κι ίσως αξερίζωτη πια σήµερα, ιδέα, µιας αντιστάθµισης της ζηµιάς από τον πόνο; Το φανέρωσα κιόλας πιο πριν: από τη συµβατική σχέση µεταξύ πιστωτών και οφειλετών, που είναι τόσο παλιά, όσο, γενικά, κι η ύπαρξη «υποκειµένων δικαίου», και που και τούτη πάλι ανάγεται στις βασικές µορφές της αγοράς, πωλήσεως, ανταλλαγής, εµπορίου και συναλλαγής… Ο οφειλέτης, για να εµπνεύσει εµπιστοσύνη στην υπόσχεσή του, πως θα εξοφλήσει το χρέος του, για να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα και ιερότητα της υπόσχεσής του, µα και για να χαράξει πάνω στην ίδια του τη συνείδηση την εξόφληση του χρέους του σαν υποχρέωση και καθήκον, ενεχυριάζει, µε γραπτή συµφωνία, για την περίπτωση κείνη που δε θα πλήρωνε το χρέος του στο δανειστή του, κάτι που ακόµη «αποτελεί ιδιοκτησία» του, που ακόµη το εξουσιάζει, λόγου χάρη το σώµα του, … ή την ελευθερία του, ή ακόµη και την ίδια του τη ζωή...»
Φ. Νίτσε, Η Γενεαλογία της Ηθικής

Η Άγκελα Μέρκελ και ο Σαρκοζύ θέλουν να «µας» στηρίξουν, ο Τρισέ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναχωρεί εσπευσµένα από υπερατλαντικό ταξίδι για να συµµετάσχει στο «Ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας «µας», οι σπεκουλαδόροι και οι «αγορές» καραδοκούν εναντίον «µας», τα spreads ανεβαίνουν ανησυχητικά, η Goldman Sachs µηχανορραφούσε «δηµιουργικά» µε τον Κωστάκη, ενώ ο Γιωργάκης τρέχει από συνάντηση σε συνάντηση κορυφής για να «µας» σώσει υψώνοντας το εθνικό του ανάστηµα στους «κερδοσκόπους», η χώρα «µας» οδεύει προς τη χρεοκοπία, τα ελλείµµατά «µας» χτυπάνε κόκκινο, «έχουµε» µπει σε αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας «µας» πάει κατά διαόλου και το ύψος του «δηµόσιου χρέους µας» προοιωνίζει µια επικείµενη «ελληνική τραγωδία».
Μέσα από τη συνεχή τροµοκρατία των ΜΜE το τελευταίο διάστηµα περί του χρέους «µας», οι µοντέρνοι ηθικολόγοι, οι ιεροκήρυκες του λόγου του κεφαλαίου και του χρήµατος προσπαθούν βίαια να µας πείσουν, εµάς τους «οφειλέτες», πως για να εξοφλήσουµε το χρέος «µας» στους δανειστές «µας» οφείλουµε να σηκώσουµε το σταυρό του µαρτυρίου των θυσιών, να δηλώσουµε πίστη στην ορθοδοξία του Συµφώνου Σταθερότητας και γεµάτοι δέος να προσδοκούµε το πλήρωµα του χρόνου που θα φέρει τη µετα-ελλειµµατική ζωή (γνωστή παλαιότερα µε την ποιητικότερη έκφραση «φως στην άκρη του τούνελ»).
Η δηµοσιονοµική τροµοκρατία προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσµατική σηµαδεύοντας, µέσω της συλλογικής ευθύνης των χρεών, την ίδια µας την υποκειµενικότητα. Η καταιγίδα των επικείµενων απειλών για την εθνική «µας» οικονοµία στοχεύει στην εσωτερίκευση της κρίσης του χρέους ως φόβο και αίσθηµα ενοχής: τα χρέη «µας» (Schulden) πρέπει να γίνουν οι συλλογικές µας ενοχές (Schulden). Έτσι, το προπατορικό αµάρτηµα επανέρχεται πολύ πιο βίαια για να µας αναγκάσει, παραφράζοντας τον Νίτσε, να ενεχυριάσουµε τον ήδη φτωχό µισθό µας, την ήδη εντατικοποιηµένη εργασιακά ζωή µας, τις ίδιες µας τις προσδοκίες ενός κόσµου όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου θα είναι πια παρελθόν. Θέλουν να βάλουµε ενέχυρο τις ίδιες µας τις απαιτήσεις για το παρόν και το µέλλον µιας ζωής απελευθερωµένης από χρέη και ενοχές• να χρεωθούµε µε το βάρος ενός καταθλιπτικά αβέβαιου παρόντος για να εξαλείψουµε ακόµα και από το φαντασιακό µας κάθε δυνατότητα καταστροφής αυτού του γέρικου, φορτωµένου µε ενοχές και χρέη, κόσµου.
Ο τρόµος των ελλειµµάτων επιδιώκει να δηµιουργήσει µια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τώρα στην Ελλάδα µετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρµογής µιας νέας πολιτικής σοκ. Σίγουρα αυτό αντανακλά όχι µόνο την όξυνση της παγκόσµιας κρίσης και την ιδιαιτερότητα της εκδίπλωσής της στην Ελλάδα (όπως θα δούµε παρακάτω), αλλά και την καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του ∆εκέµβρη του 2008, που άλλωστε την επιδείνωσε ακόµα περισσότερο προκαλώντας την απονοµιµοποίηση της προηγούµενης κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση της λήψης των αναγκαίων για το κεφάλαιο µέτρων. Υπό αυτή την έννοια, η αναζωπύρωση της τροµοκρατίας του χρέους, πακέτο µε την τροµοκρατία των µπάτσων, εντάσσεται στα πλαίσια της συνεχιζόµενης αντιεξεγερτικής εκστρατείας που προσλαµβάνει πλέον –έστω προληπτικά– παγκόσµιες διαστάσεις. Ωστόσο, η πολιτική του «δηµόσιου χρέους» έχει τη δική της γενεαλογία.

2.
«Τι αµαρτίες (και χρέη) πληρώνω, Θε µου;»
(Λαϊκό ρητό)

«Το µοναδικό κοµµάτι του λεγόµενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγµατικά στο σύνολο του λαού είναι το δηµόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δηµόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγµή που εµφανίζεται η χρέωση του δηµοσίου, τη θέση του αµαρτήµατος ενάντια στο άγιο πνεύµα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δηµόσιο χρέος».
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α΄

Αν και η θεαµατική διαχείριση του ζητήµατος του «δηµόσιου χρέους» το έχει συσκοτίσει µε µια τροµολαγνική, καταστροφολογική οµίχλη, το «δηµόσιο χρέος» αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισµού ένα απαραίτητο για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων. Όσο κι αν οι θεολόγοι της οικονοµίας απ’ την Wall Street και την Κοµισιόν µέχρι του Μαξίµου ολοφύρονται για το δυσθεώρητο ύψος του, το «δηµόσιο χρέος» δεν είναι παρά ένας από τους πιο δραστικούς µοχλούς της (αέναης) πρωταρχικής συσσώρευσης. «Σαν µε µαγικό ραβδί προικίζει το µη παραγωγικό χρήµα µε παραγωγική δύναµη και το µετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να’ ναι υποχρεωµένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιοµηχανική µα ακόµα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δηµοσίου στην πραγµατικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν µετατρέπεται σε κρατικά ευκολοµεταβιβάσιµα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο µετρητό χρήµα.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α΄) Γι’ αυτό το λόγο «αν ο βιοµήχανος δεν µπορεί να διευρύνει άµεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα µέρος του χρηµατικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και µετατρέπεται σε δανείσιµο χρηµατικό κεφάλαιο.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ΄) Και άρα «η συσσώρευση κεφαλαίου µε τη µορφή οµολογιών του κρατικού χρέους δε σηµαίνει, όπως δείξαµε, παρά µόνο την αριθµητική αύξηση µιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωµα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισµένο από το συνολικό ποσό των φόρων». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ΄)
Μάλιστα σε περιόδους κρίσης, όπως στην περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διανύουµε, (δηλ. αδυναµίας, από την πλευρά των καπιταλιστών να αυξήσουν την εκµεταλλευσιµότητα της εργασίας σε αναλογία µε την αύξηση του δαπανηρού σταθερού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις µιας προοδευτικής συσσώρευσης κεφαλαίου για διαρκώς αυξανόµενο κέρδος), οι καπιταλιστές, µέσω της πολιτικής του «δηµόσιου χρέους», επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκµετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισµός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δηµόσιος, άρα και το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά οµόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από την άµεση και έµµεση φορολόγηση των µισθωτών και κατευθύνεται στην αποπληρωµή των τοκοχρεολυσίων, µε το τραπεζικό κεφάλαιο ενισχυµένο. Άρα το «δηµόσιο χρέος», αντίθετα µε ό,τι λέγεται, αποτελεί βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και απ’ αυτήν την άποψη θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του.
Την τελευταία 20ετία, εξάλλου, στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ το «δηµόσιο χρέος» τριπλασιάστηκε λόγω των δαπανών για τη διάσωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Πρόκειται για χρήµα το οποίο δε δόθηκε µέσω πιστώσεων στο (µη-τραπεζικό) ιδιωτικό κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις. Κι, επίσης, ο δηµόσιος δανεισµός γινόταν και γίνεται µε όρους που υπερβαίνουν κατά πολύ το µέσο ποσοστό κερδοφορίας, πράγµα που καθιστά πολύ πιο αποδοτική µια επένδυση σε οµόλογα από τη δηµιουργία µιας παραγωγικής µονάδας, πολύ περισσότερο δε αφού απαλλάσσει το ιδιωτικό κεφάλαιο από τα ρίσκα της ταξικής πάλης στο χώρο της παραγωγής.
Στη λογιστική του χρέους, ως διαφοράς ανάµεσα στα δηµόσια έσοδα και στις δηµόσιες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες (δηλ. κυρίως µισθούς και συντάξεις), η µέθοδος µείωσής του µέσω αύξησης των δηµόσιων εσόδων, αυξάνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου, δεν είναι η πλέον προσφιλής. Είναι απορριπτέα γιατί θα σήµαινε µια διπλή απώλεια για το κεφάλαιο: είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηµατοδότηση του µειωµένου ελλείµµατος αλλά και άµεση µείωση των κερδών µέσω της φορολογίας τους. Ο συνήθης τρόπος συσσώρευσης και ανακατανοµής του πλούτου είναι να επιχειρείται η µείωση του χρέους µέσω της µείωσης των µισθών και των συντάξεων (αρχικά στο δηµόσιο, και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τοµέα). Κι αυτό συµβαίνει γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, η µείωση των κερδών των πιστωτών του δηµοσίου αντισταθµίζεται από τη µείωση των δηµόσιων υπαλλήλων και την ταυτόχρονη απασχόληση µέρους αυτών στον ιδιωτικό τοµέα καθώς και από τη διατήρηση της φορολογίας του κεφαλαίου εν γένει σε χαµηλά επίπεδα.
Να λοιπόν γιατί το «δηµόσιο χρέος» είναι εκ των ουκ άνευ για το κεφάλαιο και το κράτος του και η κρίση του χρέους είναι παραγωγική κρίση: µοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου µε τη µορφή τόκων και µοχλός ταξικής τροµοκρατίας και πειθάρχησης µέσω της νοµιµοποίησης της µείωσης του άµεσου και έµµεσου µισθού και άρα της χαλιναγώγησης των ταξικών συγκρούσεων και των προλεταριακών επιθυµιών και προσδοκιών.

3.
«Μια ζωή µας λένε ότι χρωστάµε από την κούνια»
(συνταξιούχος που µονολογεί)

Η νουάρ φιλολογία περί «χρέους» είναι παλιά ιστορία, όσο κι αν προσπαθούν οι κονδυλοφόροι της εξουσίας να µας παρουσιάσουν τις «θυσίες» που απαιτούνται για τη µείωσή του ως κάτι καινούργιο. Η πραγµατική εκτίναξη του χρέους σηµειώνεται τη δεκαετία του ‘80. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 οι κυβερνήσεις είχαν «καταφέρει» να κρατήσουν περιορισµένες τις δηµόσιες δαπάνες που προορίζονταν για µισθούς και συντάξεις. Αυτή η τάση θα αντιστραφεί τελείως από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, καθώς η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της προηγούµενης δεκαετίας θα αναγκαστεί να αυξήσει τόσο τον άµεσο όσο και το έµµεσο µισθό των εργαζοµένων. Υποχρεωµένες να ισορροπήσουν ανάµεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές µεταξύ τους λειτουργίες του Κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νοµιµοποίηση των εκµεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» µισθολογικές αυξήσεις στο δηµόσιο τοµέα που συµπαρέσυραν και τους µισθούς στον ιδιωτικό, και ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας χωρίς όµως να εξασφαλιστούν νέα έσοδα µέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να γίνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η παραοικονοµία και η φοροδιαφυγή. Έτσι, η εισοδηµατική πολιτική και η δηµιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συµβάλλουν στη διόγκωση του δηµόσιου χρέους που από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985 για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των δηµόσιων δαπανών και του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο σχηµατισµός κοινωνικού κεφαλαίου πραγµατοποιήθηκε µε τον ίδιο τρόπο όπως στις αναπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες. Το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του ‘80 δε φαίνεται να είχε ως σκοπό την εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τη διαχείριση του «κοινωνικού κόστους» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης που προκάλεσε η µείωση των εξωτερικών πόρων, η άνοδος των κοινωνικών απαιτήσεων και των ταξικών αγώνων και η προϊούσα αποβιοµηχάνιση. Η χαµηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση µε τους µισθούς µέσα στη δεκαετία του ‘80 ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αλλάξει κατεύθυνση εγκαινιάζοντας µια πολιτική λιτότητας το 1985 που θα συνδυαστεί στο ιδεολογικό επίπεδο µε µια κατά µέτωπο επίθεση στις «υπερβολικές απαιτήσεις» των µισθωτών, καταγγέλλοντας τα «µισθολογικά ρετιρέ» των εργαζόµενων στις ∆ΕΚΟ και προσπαθώντας να παίξει το χαρτί του διαχωρισµού κατηγορώντας τους δηµοσίους υπαλλήλους ότι απολαµβάνουν «παχυλούς µισθούς» εις βάρος των χαµηλόµισθων εργαζοµένων του ιδιωτικού τοµέα.
Η πολιτική αυτή οδήγησε αρχικά σε µείωση των µισθών κατά 12.5% και σε αύξηση των κερδών κατά 150% από το ‘85 έως το ‘87, συναντώντας, ωστόσο, την ένταση των κοινωνικών αγώνων της «εξασφαλισµένης» εργατικής τάξης (απεργίες καθηγητών, ∆ΕΚΟ κλπ), που συνέχισε να έχει επιθετικά αιτήµατα τραβώντας όλη την τάξη προς τα πάνω. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την πολιτική «λιτότητας» και η µείωση των µισθών να πέσει στο µισό του αρχικού της µεγέθους. Παρόλο που οι οικουµενικές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της «κάθαρσης» θα αναλάµβαναν το κυρίως έργο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, η «δυναµική του χρέους» δεν θα ανακοπτόταν, µε αποτέλεσµα να σηµειωθεί µια περαιτέρω αύξησή του µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του ‘90 όταν άγγιξε το 108,7% του ΑΕΠ, για να φτάσει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το 114%, στο ίδιο επίπεδο µε το χρέος της Ιταλίας. Όλα αυτά σίγουρα ακούγονται οικεία. ∆ε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς το γνωστό «τροπάρι» που επαναλαµβάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολιτικοί και δηµοσιογράφοι κάθε φορά που µας καλούν να δουλέψουµε περισσότερο για πολύ λιγότερα προκειµένου «η χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία».

4.
«Γαµώ το δηµόσιο χρέος µου µέσα!»
(∆ιαδεδοµένη βωµολοχία)

Όπως είπαµε και στην αρχή, η παγκόσµια οικονοµική ύφεση των τελευταίων ετών, που αποτελεί την τελευταία εκδήλωση της διαρκούς κρίσης αναπαραγωγής του πλανητικού κεφαλαίου εδώ και 35 χρόνια, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Πέρα όµως από τις όποιες συνέπειες είχε η µείωση της παγκόσµιας οικονοµικής δραστηριότητας στις εξαγωγές του ελληνικού κεφαλαίου, ειδικά στους τοµείς της ναυτιλίας και του τουρισµού, αποτέλεσε επίσης την αφορµή για την αποκάλυψη της διαρκούς κρίσης εκµεταλλευσιµότητας και πειθάρχησης του προλεταριάτου.
Το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν εδώ και δύο δεκαετίες να αντιµετωπίσουν αυτή την κρίση µε αλλεπάλληλες µεταρρυθµίσεις του εκπαιδευτικού και του ασφαλιστικού συστήµατος• µε ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους• µε νόµους επί νόµων για την πειθάρχηση των µεταναστών και τον έλεγχο των ροών της µετανάστευσης• µε περικοπές επιδοµάτων, µισθών και κοινωνικών παροχών που συνδυάστηκαν µε την επέκταση της ατοµικής πίστωσης. Παρά τις σηµαντικές επιτυχίες που σηµείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996-2004 όταν αυξήθηκε ο βαθµός εκµετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα µέτρα υποτίµησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και µέσω αυτών της µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους εργαζόµενους, δεν απέδωσαν τους αναµενόµενους καρπούς.
Όπως δείχνουν οι στατιστικές τους, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται συνεχώς από το 2004 και µετά –λόγω, µεταξύ άλλων, της επιβράδυνσης µετά την ολυµπιάδα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο (π.χ. µηχανολογικό εξοπλισµό, οδικά έργα και κτιριακές κατασκευές) – ενώ αντιθέτως το κόστος εργασίας ανά µονάδα προϊόντος αυξάνεται. Με άλλα λόγια, ο βαθµός εκµετάλλευσής µας µειώνεται, καθώς οι µισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Όπως λένε οι ίδιοι οι καπιταλιστές στις µελέτες τους (π.χ. στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας), αυτό οφείλεται στη «µη προσαρµοσµένη συµπεριφορά» µας απέναντι στους στόχους της «εθνικής ανάπτυξης», µε άλλα λόγια στην απειθαρχία µας, στους «υψηλούς» µισθούς του δηµόσιου τοµέα και στις «υπερβολικές» αυξήσεις που συµφώνησε η ΓΣΕΕ µε τον ΣΕΒ το 2008. Προσθέτουν επίσης ότι δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε οι ιδιωτικοποιήσεις των ∆ΕΚΟ και, γενικότερα, η απορρύθµιση και ότι η αγορά εργασίας συνεχίζει να είναι «δύσκαµπτη» επιβαρύνοντας ακόµα περισσότερο την κατάσταση και, µάλιστα, µε ένα µονιµότερο τρόπο. Από την άλλη µεριά, οι δηµόσιες δαπάνες που σχετίζονται µε την εκπαίδευση, τους µισθούς στο δηµόσιο τοµέα και τις λεγόµενες «κοινωνικές µεταβιβάσεις» (δηλαδή χρήµατα για επιδόµατα και συντάξεις) αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία.
Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιβραδύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια µε αποτέλεσµα να ξεκινήσει να πέφτει από το 2006 και µετά, για να καταβαραθρωθεί το α’ εξάµηνο του 2009 κατά 51,5% σε σχέση µε την ίδια περίοδο του 2008, λόγω και της παγκόσµιας ύφεσης. Η πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων οδήγησε µε τη σειρά της σε µεγάλη µείωση των επενδύσεων λόγω της αυξανόµενης αδυναµίας τους να πάρουν πιστώσεις από τις τράπεζες. Άλλωστε, οι τράπεζες επηρεάστηκαν άµεσα καθώς είδαν τα κέρδη τους να µειώνονται δραµατικά λόγω της σηµαντικής αύξησης των ζηµιών που προέρχονται από την καθυστέρηση ή ακόµα και από την µη αποπληρωµή των δανείων, έχοντας επιπλέον γενικότερο πρόβληµα ρευστότητας λόγω της διεθνούς χρηµατοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι το ρευστό που υπάρχει σταµατάει να κυκλοφορεί. Για παράδειγµα οι τράπεζες σταµατάνε να δανείζουν η µία την άλλη ή/και δανείζουν µε πολύ υψηλά επιτόκια. Όπως είναι φυσικό, το κράτος δεν έµεινε αµέτοχο. Έσπευσε να αντιµετωπίσει τα προβλήµατα που δηµιούργησε το ξέσπασµα της κρίσης αυξάνοντας τις δαπάνες του µέσα στο 2009 κατά 10,9% για να στηρίξει την καπιταλιστική συσσώρευση, συνεισφέροντας έτσι στο ΑΕΠ κατά 1,7%. Ταυτόχρονα παρείχε στις τράπεζες κεφάλαια 28 δις ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 11,5% του ΑΕΠ, για να σώσει την κερδοφορία τους, κάτι που θα συνεχίσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέχοντας 10 δις ευρώ επιπλέον. Οι τράπεζες χρησιµοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για να αγοράσουν κρατικά οµόλογα, η τιµή των οποίων είχε πέσει στις αρχές του 2009 λόγω αντίστοιχων πιέσεων µε αυτές που ασκούνται σήµερα στις διεθνείς χρηµατοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η τιµή των οµολόγων ξανανέβηκε γρήγορα µέσα στο α’ εξάµηνο του 2009 συµβάλλοντας στο να εµφανίσουν οι τράπεζες κέρδη, παρόλο που οι χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και «νοικοκυριά» επιβραδύνθηκαν. Αν το κράτος δεν είχε κάνει αυτές τις «διευκολύνσεις» οι τράπεζες θα εµφάνιζαν ζηµιές 217 εκ. ευρώ… Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν και για άλλους λόγους όπως π.χ. για την πληρωµή των επιδοµάτων των ανέργων που πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές µειώθηκαν λόγω της ύφεσης. Φυσικά, το αποτέλεσµα ήταν να εκτιναχθεί τόσο το έλλειµµα όσο και το δηµόσιο χρέος, φτάνοντας το 12.5% και το 112.6% αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υψηλότερό έλλειµµα είχε το 2009 µόνο η Βρετανία (13%) µε δηµόσιο χρέος που ανέρχεται σε 68.6%, και ακολουθούν η Ισπανία µε έλλειµµα 11.25% και χρέος 54.3%, η Ιρλανδία µε έλλειµµα 10.75% και χρέος 65.8%, η Ιταλία µε έλλειµµα 5.3% και χρέος 114.6%, ενώ αντίστοιχα η Γερµανία παρουσίασε έλλειµµα 3.5% µε χρέος 73.1%. Ο µέσος όρος του ελλείµµατος και του χρέους στη ζώνη του ευρώ ήταν το 2009 6.5% και 78.2% αντίστοιχα, µε τάσεις ανόδου.
Η σηµερινή τακτική της διεθνούς του κεφαλαίου (ECOFIN, EUROGROUP, ∆ΝΤ), των «οίκων αξιολόγησης» και, πάνω από όλα, του ίδιου του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στα πλαίσια της λεγόµενης «δηµοσιονοµικής προσαρµογής», µιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθείται από το κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 20 χρόνια. Στην προσπάθεια τους λοιπόν να στηρίξουν την καπιταλιστική συσσώρευση που βρίσκεται σε κρίση προσπαθούν να µας βάλουν χοντρό κωλόχερο για να αυξήσουν το βαθµό εκµετάλλευσης και να µετακυλήσουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής µας δύναµης σε εµάς τους ίδιους, µειώνοντας τις «µη-παραγωγικές» δηµόσιες δαπάνες. Στη µυστικοποιηµένη σφαίρα της οικονοµίας και στη γλώσσα που της αντιστοιχεί η πολιτική αυτή ονοµάζεται «δηµοσιονοµική εξυγίανση» για τη στήριξη της «πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας» και τη «µείωση του κόστους δανεισµού». Η έννοια της «εξυγίανσης» έχει όµως και ένα κυριολεκτικό νόηµα: σε συνθήκες οικονοµικής ύφεσης οι επιχειρήσεις που δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες και παραγωγικές αναγκάζονται να κλείσουν• το µη-αποδοτικό κοµµάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται για να µπορέσει και πάλι να ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. ∆εν είναι τυχαίο ότι στο τρίτο τρίµηνο του 2009 έβαλαν λουκέτο περίπου 19.000 εµπορικές επιχειρήσεις.
Έτσι, αυξάνουν τους έµµεσους φόρους (π.χ. αύξηση της φορολογίας στα καύσιµα, τα ποτά και τα τσιγάρα, εξαγγελία αύξησης του ΦΠΑ)• αναδιαρθρώνουν την άµεση φορολογία επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη – ενώ έχουν µειώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων• προωθούν αφενός το ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστηµα –µεταρρύθµιση που οδηγεί µεταξύ άλλων στη µείωση των συντάξεων– και αφετέρου την αύξηση των ορίων ηλικίας σε µια προσπάθεια µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους προλετάριους• εξαγγέλλουν την απελευθέρωση των απολύσεων• και, φυσικά, επιτίθενται στους «απαράδεκτα υψηλούς» –για το κεφάλαιο– μισθούς του δηµόσιου τοµέα (που µάλιστα αντιστοιχούν, όπως λένε, σε µια «χρονίως χαµηλή παραγωγικότητα») µέσα από την περικοπή των επιδοµάτων, των υπερωριών και την επαπειλούµενη κατάργηση του 14ου και του 13ου µισθού. Και δεν πρέπει να ξεγελιόµαστε, παρόλη την προπαγανδιστική φιλολογία περί ρετιρέ και «προνοµιούχων» που διακινούν οι πληρωµένες πένες, η µείωση των µισθών στο δηµόσιο τοµέα πολύ γρήγορα θα µεταφραστεί σε αντίστοιχη και πιθανότατα ακόµα µεγαλύτερη συµπίεση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι καπιταλιστές το έχουν κάνει σαφές στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την περικοπή του 14ου και του 13ου µισθού.

5.
«Κουφάλες, δεν ξοφλάµε τίποτα, γιατί δεν έχουµε ξοφλήσει ακόµα!»
(Σύνθηµα σε τοίχο)

Ωστόσο, η ολοµέτωπη αυτή επίθεση χρειάζεται να νοµιµοποιηθεί στη «συνείδηση του κόσµου». Για να δουλέψουµε περισσότερο για λιγότερα θα πρέπει να αποδεχθούµε ότι υπηρετούµε κάτι που µας υπερβαίνει, κάτι που απαιτεί από εµάς θυσίες, ειδικότερα δε όταν πολύ πρόσφατα αµφισβητήθηκε τόσο βίαια η προσταγή του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτό είναι το διακύβευµα στην παρούσα σύγκρουση µεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Έτσι η αιτία της κρίσης αποδίδεται σε ένα σχεδόν µεταφυσικό αλλά αναπόδραστο κόσµο αγορών, στατιστικών, οίκων αξιολόγησης, σπεκουλαδόρων και πάει λέγοντας. Αυτό το πέπλο της µυστικοποίησης στόχο έχει να αποκρύψει την πραγµατική πηγή της κρίσης που είναι η σπασµωδική αλλά επίµονη άρνηση του παγκόσµιου προλεταριάτου να υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και η κυκλοφορία των αγώνων του.
Το ελληνικό κράτος µε τη σηµερινή πασοκική µορφή του σε αγαστή συνεργασία µε τους ευρωπαίους εταίρους και φυσικά µε τα καθίκια των µέσων µαζικής ενηµέρωσης όξυναν την ιδεολογική τροµοκρατία ρίχνοντας το πιο ισχυρό τους χαρτί, την «εθνική ενότητα». Σε περιόδους κρίσης, οι εταίροι µετατρέπονται ως δια µαγείας σε άνωθεν εντολείς και αντιπάλους• το ενοποιηµένο ευρωπαϊκό χωριό που ζει αρµονικά και συναποφασίζει δηµοκρατικά διαλύεται µέσα στη φαινοµενικότητα της υπεράσπισης της πατρίδας, η οποία γίνεται ζήτηµα υψίστης σηµασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να µας πείσουν ότι δε θα δουλεύουµε πλέον για να πλουτίζουν τα αφεντικά µας αλλά για το καλό της πατρίδας. Η πατρίς χρειάζεται θυσίες!
Η «κρίση του χρέους» προσφέρει µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συσπείρωση γύρω από τη µορφή έθνος-κράτος, δηλ. τη βίαιη συσπείρωση των προλετάριων γύρω από τα συµφέροντα των αφεντικών τους. ∆ιευκολύνει τα σχέδια των καπιταλιστών για ακόµα µεγαλύτερη πειθάρχηση του προλεταριάτου, µεγαλύτερη παραγωγικότητα και τελικά υψηλότερα κέρδη. Μια φράση του πρωθυπουργού αρκεί για να καταλάβουµε το στηµένο παιχνίδι: «…είναι καθαρό ότι έτσι όπως χειριστήκαµε τα οικονοµικά µας, αφαιρείται ένα κοµµάτι της κυριαρχίας µας που πρέπει να το πάρουµε πίσω µε την αξιοπιστία µας, το πρόγραµµά µας και την αυτοθυσία του καθενός». Η δική του «θυσία» να «παραχωρήσει κοµµάτι της κυριαρχίας της χώρας» συνεπάγεται τη δική µας αυτοθυσία για «να το πάρουµε πίσω». Μόνο που θα πρέπει να το πληρώσουµε πολύ ακριβά αυτό το «κοµµάτι», µε περισσότερη δουλειά, λιγότερα λεφτά, βαθύτερους διαχωρισµούς και εντονότερο ανταγωνισµό µεταξύ µας για να µη βρεθούµε στο αυξανόµενο εφεδρικό στρατό των ανέργων. Όποιος δε συναινεί, προδίδει την «εθνική µας αποστολή». Εξάλλου ο πρωθυπουργός το δήλωσε: «Χρειάζονται θυσίες, δεν αντέχουµε µπλόκα και απεργίες». Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι καπιταλιστές φοβούνται την κοινωνική αναταραχή που µπορεί να ξεσπάσει όταν αρνηθούµε εµπράκτως να γίνει η ήδη αλλοτριωµένη ζωή µας ακόµα χειρότερη.
Οι ιδεολόγοι του συστήµατος προσπαθούν µε κάθε µέσο να εξαλείψουν ακόµα και από τη µνήµη την εξέγερση του ∆εκέµβρη. Οι κινήσεις του κράτους δείχνουν ότι αυτό το φάντασµα αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη τους, ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι στο άµεσο µέλλον µπορεί να µην αφορά µόνο µια µειοψηφία του προλεταριάτου. Όταν απαιτούν κοινωνική ειρήνη, ξέρουν ότι ποντάρουν σε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα, τους προλετάριους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φοράει το ανθρωπιστικό-αντιρατσιστικό της προσωπείο και ταυτόχρονα κραδαίνει στο χέρι το γκλοµπ του µπάτσου. Η κοινωνική συναίνεση πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία. Γέµισε τους δρόµους της Αθήνας µε κάθε λογής µπάτσους προσπαθώντας να ελέγξει οποιονδήποτε χώρο µπορεί να µετατραπεί σε πεδίο αγώνα και σύγκρουσης. Tην πιο καλή δουλειά όµως µέχρι τώρα την έχει κάνει η συνδικαλιστική αστυνοµία, η κλαδική-συντεχνιακή νοοτροπία και ο ατοµικισµός που φροντίζουν να περνάνε τα νέα µέτρα µε τις µικρότερες δυνατές αντιστάσεις.
Για να ξαναγυρίσουµε στο Νίτσε, «αυτός ο κόσµος, στο βάθος, δεν έχασε ποτέ πια τη χαρακτηριστική µυρουδιά του αίµατος και του µαρτυρίου» – κάτι που µας θύµισε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Α. Λοβέρδος όταν προαναγγέλλοντας τα «σκληρά αλλά αναγκαία µέτρα» δήλωσε ότι «Θα χυθεί αίµα!». Ίσως, όµως, άθελά του να προανάγγειλε την καταιγίδα που αντί για την αποσύνθεση του προλεταριάτου θα φέρει την ανασύνθεση των αγώνων ενάντια στη συνδικαλιστική αστυνοµία και θα στείλει το «δηµόσιο έλλειµµα» στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας µαζί µε το έλλειµµα ζωής, που είναι το µόνο πραγµατικό.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΞΟΦΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ!

Οίκος αξιολόγησης Proles & Poors