Του Matteo Pasquinelli
Είμαστε μπλεγμένοι, εδώ, όλοι μας, σε ένα απέραντο φυσικό κατασκεύασμα τεχνητά συνδεμένων νευρικών συστημάτων. Αόρατο. Δεν μπορούμε να το αγγίξουμε.
- William Gibson, In the Visegrips of Dr. Satan
Η σύγκρουση δεν είναι προϊόν. Αντίθετα, το προϊόν είναι πάνω απ’ όλα σύγκρουση.
- guerrigliamarketing.it
H αναγέννηση της Δημιουργικής Βιομηχανίας
Στις αρχές του 2006, ο όρος «Δημιουργική Βιομηχανία» (Creative Industries) κάνει την εμφάνισή του στα mail και στις mailing list πολλών εργαζομένων στον πολιτιστικό τομέα, καλλιτεχνών, ακτιβιστών και ερευνητών σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς επίσης και στις ανακοινώσεις διοργάνωσης σεμιναρίων και εκδηλώσεων. Ένα παλιό ερώτημα επανέρχεται: με περίεργο τρόπο, για πρώτη φορά, ένας όρος μεταφέρεται αυτούσιος από τη θεσμική αργκό στην εναλλακτική κουλτούρα και χρησιμοποιείται τώρα για να αντιπαρατεθεί με άλλες έννοιες κλειδιά (που μπορεί επίσης να αξίζουν ένα αρκτικόλεξο!) και άλλες μετα-δομές όπως πολιτιστικό δίκτυο (Network Culture, NC), οικονομία της γνώσης (Knowledge Economy, KE), άυλη εργασία (Immaterial Labour, IL), συλλογική νοημοσύνη (General Intellect, GI) και φυσικά, ελεύθερο λογισμικό (Free Software, FR), Creative Commons (CC) κ.λπ. Ο αρχικός ορισμός, ο οποίος υιοθετήθηκε το 1998 από την ομάδα εργασίας για τη Δημιουργική Βιομηχανία που συγκρότησε ο Τόνι Μπλερ, τις προσδιόριζε ως «τις βιομηχανίες εκείνες που έχουν τις ρίζες τους στην ατομική δημιουργικότητα, ικανότητα και ταλέντο και που ενέχουν τη δυνατότητα για παραγωγή πλούτου και δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της παραγωγής και της εκμετάλλευσης της πνευματικής ιδιοκτησίας».[1] Όπως είναι προφανές, η κοινωνική δημιουργικότητα παραμένει κατά ένα μεγάλο μέρος έξω από αυτόν τον ορισμό – μετά από πολλά χρόνια ο Τόνι Μπλερ συνεχίζει να κλέβει τις ιδέες σας. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια διαφορετική ιστορική αναδρομή.
Καταρχάς, υπάρχει μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Οι Adorno και Horkheimer, στο έργο τους Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (1944), αναφέρθηκαν στην έννοια της «πολιτιστικής βιομηχανίας» ως μορφή «μαζικής εξαπάτησης». Στις αρχές της δεκαετίας του '90 ο ιταλικός μετα-Εργατισμός (εξόριστος ή όχι) εισήγαγε τις έννοιες της άυλης εργασίας, της συλλογικής νοημοσύνης, του γνωσιακού καπιταλισμού, του προλεταριάτου της γνώσης (cognitariat) ως αναδυόμενες μορφές της αυτόνομης δύναμης του πλήθους (με συγγραφείς όπως οι Negri, Lazzarato, Virno, Marazzi, Berardi). Την ίδια περίοδο ο Pierre Levy μιλούσε για τη συλλογική νοημοσύνη (Collective Intelligence). Αργότερα, από το 2001, η διεθνική κινητοποίηση του Euro May Day συνέδεσε τους επισφαλείς εργαζομένους και τους γνωσιακούς εργάτες κάτω από την ιερή προστασία του San Precario.[2] Δεύτερον, υπάρχει μια αγγλο-αμερικανική γενεαλογία. Κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της διαδικτυακής κουλτούρας η συζήτηση για την ICT (Information Computer Technology) και τη «νέα οικονομία» συνδέθηκε συχνά με την οικονομία της γνώσης (όπως ορίστηκε εννοιολογικά από τον Peter Drucker στη δεκαετία του '60). Το 2001 η συζήτηση για το copyleft [3] ξέφυγε από τα όρια του Ελεύθερου Λογισμικού και οδήγησε στην καθιέρωση των Creative Commons.[4] Το 2002 το μπεστ σέλερ The Rise of the Creative Class (Η ανάδυση της δημιουργικής τάξης) του Richard Florida (βασισμένο σε αμφισβητούμενα στατιστικά στοιχεία) πλάσαρε έννοιες της μόδας, όπως η «δημιουργική οικονομία».
Μετά από χρόνια φετιχοποίησης της επισφαλούς εργασίας και της αφηρημένης οικονομίας του δώρου, πραγματοποιείται μια κοπερνίκεια στροφή: η προσοχή μετατοπίζεται στην αυτόνομη εργασία και την αυτόνομη παραγωγή. Μια νέα συνείδηση ξεπροβάλλει γύρω από τη δημιουργία του νοήματος, δηλαδή τη δημιουργία της αξίας και –συνεπώς– τη δημιουργία της σύγκρουσης. Είναι η πολιτική δέσμευση μιας γενιάς δημιουργικών εργατών (προτού αναμειχθούν με τους εργάτες στις αλυσίδες μαζικής παραγωγής) και συγχρόνως η «οικονομική» δέσμευση μιας γενιάς ακτιβιστών (εφόσον το κίνημα του Σιάτλ ανησυχούσε περισσότερο για τα παγκόσμια προβλήματα παρά για το δικό τους εισόδημα). Η δημιουργικότητά μου = η αξία μου = η σύγκρουσή μου. Και αντίστροφα.
Το μεγαλύτερο μέρος της αξίας (και της σύγκρουσης)
Σε αυτό το κείμενο προσπαθώ να συμπεριλάβω ένα μέρος της συζήτησης γύρω από τη «δημιουργική» εργασία το οποίο διαφεύγει. Καταρχάς, επισημαίνω τη συλλογική διάσταση της δημιουργίας αξίας: είναι μια διερεύνηση των κοινωνικών διαδικασιών πίσω από τη δημιουργικότητα, τη δημιουργική δύναμη της συλλογικής επιθυμίας και την πολιτική φύση οποιουδήποτε γνωσιακού προϊόντος (ιδέα, εμπορικό σήμα, μέσο, έργο τέχνης, δρώμενο). Ερώτηση: τι ή ποιοι παράγουν την αξία; Απάντηση: το «κοινωνικό εργοστάσιο» παράγει τo μέγιστο ποσοστό της αξίας (και άρα της σύγκρουσης). Δεύτερον, θέτω στο επίκεντρο τον πολιτικό χώρο του γνωσιακού ανταγωνισμού. Δεν εστιάζω στους όρους εργασίας ή τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές μέσα στις Δημιουργικές Βιομηχανίες, αλλά στη δημόσια ζωή των άυλων αντικειμένων. Τοποθετώ τα γνωσιακά προϊόντα σε ένα πεδίο δυνάμεων, πλαισιώνοντας ανάλογα αντικείμενα απέξω παρά από μέσα. Προσπαθώ να απαντήσω σε μια άλλη ερώτηση: εάν η παραγωγή μετασχηματίζεται σε δημιουργική και γνωσιακή, συλλογική και κοινωνική, ποια είναι τα πεδία και οι μορφές της σύγκρουσης; Συμπερασματικά, εισάγω το σενάριο ενός «άυλου εμφύλιου πολέμου», έναν σημειωτικό χώρο στον οποίο οι Δημιουργικές Βιομηχανίες αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος.
Μέχρι στιγμής το σενάριο μοιάζει γραμμικό, υπάρχει όμως μια γκρίζα ζώνη που πρέπει να ληφθεί υπόψη: η μαζικοποίηση της «δημιουργικής» στάσης ζωής. Το «όλοι είμαστε δημιουργικοί» είναι κοινό σλόγκαν σήμερα. Πολλά χρόνια μετά το «έργο τέχνης» του Benjamin, ο μαζικός καλλιτέχνης εισέρχεται στην εποχή της κοινωνικής αναπαραγωγιμότητάς του και «η δημιουργικότητα» πωλείται ως σύμβολο κύρους. Η κοινωνική βάση των Δημιουργικών Βιομηχανιών επεκτείνεται (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο) και αποκαλύπτει νέα σενάρια. Σε μια πρώτη φάση, οι Δημιουργικές Βιομηχανίες γίνονται ηγεμονικές (ως πραγματικότητα και ως ιδέα). Σε μια δεύτερη φάση, αντιμετωπίζουν την εντροπία νοήματος και παραγωγών. Χάρη στο διαδίκτυο και την ψηφιακή επανάσταση γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες συγκρούσεων στο προαναφερόμενο στάδιο.
Στο παρελθόν, όλες οι διαφορετικές θεωρητικές σχολές εστίαζαν καθεμία σε διαφορετική άποψη. Για να αποσαφηνίσουμε το θέμα πρέπει να αναλύσουμε την ερώτηση στα συστατικά της. Το «δημιουργικό πράγμα» θα μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί σε: δημιουργική εργασία (ως αυτόνομη ή εξαρτώμενη εργασία), δημιουργικότητα ως ικανότητα και παραγωγή, δημιουργικό προϊόν (σε όλα τα επίπεδά του: μηχανολογικό, λογισμικό, γνωσιακό, εμπορικό, κ.λπ.), ελεύθερη αναπαραγωγιμότητα του γνωσιακού προϊόντος, πνευματική ιδιοκτησία επί του ίδιου του προϊόντος, κοινωνική δημιουργικότητα πίσω από αυτό, διαδικασία συλλογικής αξιοποίησής του. Επιπλέον, η κοινωνική ομάδα των δημιουργικών εργατών (η «δημιουργική τάξη» ή «κογκινταριάτο» – cogniariat), η «δημιουργική οικονομία» και η «δημιουργική πόλη» αντιπροσωπεύουν διευρυμένα νοηματικά πλαίσια.
Ο αρχικός ορισμός των Δημιουργικών Βιομηχανιών εστιάζει στην εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι αντιλήψεις του Richard Florida σχετικά με τη δημιουργική τάξη και τη δημιουργική οικονομία είναι βασισμένες μόνο (στις αμφισβητούμενες) στατιστικές και στην ιδέα μιας πολιτικής ατζέντας για τη Δημιουργική Βιομηχανία (CI) που προωθείται από τις τοπικές αρχές. Σε ένα άλλο επίπεδο, τα Creative Commons αφορούν στις ελεύθερες άδειες, γεγονός που αποτελεί μια θεσμική λύση για να γίνει διαχειρίσιμη η ελεύθερη αναπαραγωγή και η διανομή που επέφερε σε μαζική κλίμακα η ψηφιακή επανάσταση («δημιουργώντας ένα επίπεδο λογικού copyright»[5] όπως υποστηρίζουν). Εφορμώντας από ένα άλλο υπόβαθρο, ο ιταλικός μετα-Εργατισμός και το κίνημα των επισφαλών εργατών επισημαίνουν την κοινωνική και διανεμητική μορφή της παραγωγής (το «κοινωνικό εργοστάσιο» του Tronti [6]) και απαιτούν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Γεωγραφικά κοντά στους τελευταίους, ο Enzo Rullani (που εισήγαγε τον όρο «γνωσιακός καπιταλισμός») προτείνει να εστιάσουμε στην αυτόνομη δύναμη των παραγωγών παρά στη διάσταση της εξαρτημένης εργασίας, καθώς η κοινή ευημερία αποτελεί μια λύση που μεταβιβάζει γνώση, ρίσκο και δημιουργικό κεφάλαιο στους θεσμούς. Μια τέτοια αποσαφήνιση των πολιτικών απόψεων γύρω από τη Δημιουργική Βιομηχανία είναι απαραίτητη, ώστε να διευκρινιστεί τι δεν καλύπτει το παρόν δοκίμιο. Δεν θα εστιάσω στις συνθήκες εργασίας των (επισφαλών) γνωσιακών εργατών ούτε στην εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας και τη νομική προστασία της δημόσιας σφαίρας, αλλά στη συλλογική παραγωγή της αξίας και στον ισχυρό ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι γνωσιακοί παραγωγοί στην «άυλη» σφαίρα.
Ο Lazzarato διαβάζει Tarde: η δημόσια διάσταση της αξίας
Η σύγχρονη κριτική δεν διαθέτει μια σαφή αντίληψη για τη δημόσια ζωή των προϊόντων της γνώσης: κυριαρχείται ευρέως από μεταφορές κλεμμένες από τα Creative Commons και το Ελεύθερο Λογισμικό, οι οποίες υποστηρίζουν μια σχεδόν επίπεδη άποψη χωρίς να συμπεριλαμβάνουν καθόλου τις έννοιες της αξίας και της αξιοποίησης. Για το λόγο αυτό, θα ήθελα να εισαγάγω ένα δυναμικότερο σενάριο ακολουθώντας τους Maurizio Lazzarato και Gabriel Tarde, οι οποίοι εξηγούν με ποιον τρόπο η αξία παράγεται από τη συσσώρευση της κοινωνικής επιθυμίας και της συλλογικής απομίμησης. Ο Lazzarato έχει επαναφέρει τη σκέψη του Γάλλου κοινωνιολόγου Tarde στο βιβλίο του Puissances de l'invention (Δυνάμεις της επινόησης)[7] και στο άρθρο του «La psychologie économique contre l'economie politique» (Η ψυχολογική οικονομία ενάντια στην πολιτική οικονομία).[8]
Συνοψίζοντας σε λίγες γραμμές, η φιλοσοφία του Tarde αποτελεί πρόκληση για τη σύγχρονη πολιτική οικονομία επειδή: 1) εξαλείφει την αντίθεση υλικής και άυλης εργασίας και θεωρεί τη «πνευματική συνεργασία» ως κύρια δύναμη όχι μόνο στον μεταφορντισμό αλλά και στις παραδοσιακές προ-καπιταλιστικές κοινωνίες· 2) θέτει την καινοτομία ως κινητήρια δύναμη αντί μόνο της χρηματικής συσσώρευσης (οι Σμιθ, Μαρξ και Σουμπέτερ δεν κατανόησαν πραγματικά την καινοτομία ως εσωτερική δύναμη του καπιταλισμού, μια άποψη που ενδιαφέρεται περισσότερο για την αναπαραγωγή παρά για την παραγωγή)· 3) αναπτύσσει μια νέα θεωρία για την αξία όχι πλέον βασισμένη μόνο στην αξία χρήσης αλλά και σε άλλα είδη της αξίας, όπως την αξία της αλήθειας και την αξία της ομορφιάς. (Lazzarato: «Η οικονομική ψυχολογία είναι μια θεωρία δημιουργίας και συγκρότησης των αξιών, ενώ η πολιτική οικονομία και ο μαρξισμός αποτελούν θεωρίες μέτρησης των αξιών»[9].)
Η καίρια για την παρούσα μελέτη διορατικότητα του Tarde, αφορά τη σχέση επιστήμης και κοινής γνώμης. Όπως υποστηρίζει ο Lazzarato: «Σύμφωνα με τον Tarde, μια επινόηση (επιστημονική ή όχι) που δεν αποτελεί αντικείμενο απομίμησης είναι κοινωνικά ανύπαρκτη: για να τη μιμηθούν, μια επινόηση πρέπει να προσελκύσει την προσοχή, να παράξει μια δύναμη “διανοητικής έλξης” προς άλλα πνεύματα, να κινητοποιήσει τις επιθυμίες και τις πεποιθήσεις τους μέσω μιας διαδικασίας κοινωνικής επικοινωνίας. […] Ο Tarde διαπιστώνει ένα ζήτημα που διατρέχει ολόκληρο το έργο του: τη συστατική δύναμη του κοινού (public)».[10] Θα μπορούσαμε να πούμε: οποιαδήποτε δημιουργική ιδέα δεν λαμβάνεται ως πρότυπο απομίμησης είναι κοινωνικά ανύπαρκτη και δεν έχει καμία αξία. Στον Tarde το Κοινό είναι η «κοινωνική ομάδα του μέλλοντος», ενσωματώνοντας για πρώτη φορά τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας ως σύστημα αξιοποίησης, προβλέποντας κατά κάποιο τρόπο το μεταφορντισμό. Επιπλέον ο Tarde θεωρεί την εργατική τάξη από μόνη της ένα είδος «κοινής γνώμης» που ενοποιείται στη βάση κοινών πεποιθήσεων και επιδράσεων παρά κοινών συμφερόντων.
Η σύνδεση των απόψεων Tarde-Lazzarato εισάγει ένα δυναμικό ή καλύτερα ανταγωνιστικό μοντέλο, όπου τα άυλα αντικείμενα βρίσκονται αντιμέτωπα με τους νόμους της «νοόσφαιρας»[11] –καινοτομία και μίμηση– σε ένα σχεδόν δαρβινικό περιβάλλον. Ο Tarde είναι επίσης διάσημος για την εισαγωγή της καμπύλης σχήματος S με την οποία περιγράφει τη διαδικασία διάδοσης της καινοτομίας, μια άλλη καλή πρόταση για όλους τους ψηφιακούς προγραμματιστές που πιστεύουν σε έναν ελεύθερο και επίπεδο χώρο.
Εντούτοις μια διαδικασία διάδοσης δεν είναι ποτέ τόσο γραμμική και ειρηνική όσο μπορεί να αναπαριστά μια μαθηματική γραφική παράσταση. Σε συλλογική κλίμακα ένα γνωσιακό προϊόν πάντοτε «παλεύει» ενάντια σε άλλα προϊόντα για να πετύχει μια φυσική ηγεμονία. Το πεπρωμένο μιας ιδέας είναι πάντοτε ηγεμονικό, ακόμη και στην «πνευματική συνεργασία» ή στην ψηφιακή σφαίρα της ελεύθερης αναπαραγωγής. Το φυσικό περιβάλλον των ιδεών είναι παρόμοιο με την κατάσταση της φύσης στον Hobbes. Η φράση «Homo homini lupus» (ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο) θα μπορούσε να ισχύει για τα media, τα εμπορικά σήματα, τα σύμβολα και οποιοδήποτε είδος «σημειωτικών μηχανών» της γνωσιακής οικονομίας. Είναι ένας άυλος αλλά συχνά όχι σιωπηλός «πόλεμος όλων των ιδεών ενάντια σε όλες τις ιδέες». Εάν οι Lazzarato και Tarde εντοπίζουν τη συλλογική παραγωγή της αξίας, μια τέτοια ανταγωνιστική φύση είναι πιο ξεκάθαρη διαβάζοντας τον Enzo Rullani.
Ο Enzo Rullani και ο «νόμος της διάχυσης»
Ο Rullani ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν τον όρο «γνωσιακός καπιταλισμός».[12] Αντίθετα από τους περισσότερους, δεν επισημαίνει τη διαδικασία διανομής γνώσης, αλλά προ πάντων τη διαδικασία αξιοποίησης της γνώσης. Είναι αρκετά σαφής για το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός επικρατεί ακόμη (και είναι ίσως ισχυρότερος) στη σφαίρα της «άυλης» οικονομίας. Ο Rullani είναι από τους λίγους που προσπαθούν να μετρήσουν πόση αξία παράγει η γνώση και ως έμπειρος οικονομολόγος δίνει επίσης και μαθηματικούς τύπους – όπως στο βιβλίο του Economia della conoscenza (Οικονομία της γνώσης).[13] Ο Rullani λέει ότι η αξία της γνώσης πολλαπλασιάζεται με τη διάχυσή της και ότι πρέπει να μάθουμε πώς να διαχειριζόμαστε αυτό το είδος κυκλοφορίας. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, στη συνέντευξη με την Antonella Corsani που δημοσιεύτηκε στο Multitudes το 2000: «Μια οικονομία βασισμένη στη γνώση είναι δομικά συνδεδεμένη με τη διανομή: η γνώση παράγει αξία εφόσον υιοθετείται, και η υιοθέτηση (σε αυτή τη μορφή και τα επακόλουθα πρότυπα) δημιουργεί την αλληλεξάρτηση».[14]
Η αξία των άυλων αντικειμένων παράγεται από τη διάδοση και την αλληλεξάρτηση: είναι η ίδια διαδικασία που υπάρχει πίσω από τη δημοφιλία ενός αστέρα της ποπ και πίσω από την επιτυχία ενός software. Η ψηφιακή επανάσταση κατέστησε την αναπαραγωγή των άυλων προϊόντων ευκολότερη, ταχύτερη, πανταχού παρούσα και σχεδόν ελεύθερη. Εντούτοις, όπως ο Rullani επισημαίνει, η «ιδιοκτησιακή λογική δεν εξαφανίζεται αλλά υπάγεται στο νόμο της διάχυσης»:[15] η ιδιοκτησιακή λογική δεν βασίζεται πλέον στο χώρο και τα αντικείμενα, αλλά στο χρόνο και την ταχύτητα.
Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους ένας παραγωγός γνώσης μπορεί να διανείμει τις χρήσεις της, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα μέρος του πλεονεκτήματος: 1) με τη διαφορική ταχύτητα παραγωγής της νέας γνώσης ή εκμετάλλευσης των χρήσεών της· 2) με τον ισχυρότερο έλεγχο του νοηματικού πλαισίου· 3) με το δίκτυο συμμαχιών και συνεργασίας, το οποίο είναι ικανό να δημιουργήσει και να ελέγξει τους τρόπους χρήσης της γνώσης μέσα σε όλο το κύκλωμα της διανομής.
Διαφορική ταχύτητα σημαίνει: «Πήρα αυτήν την ιδέα και μπορώ να τη χειριστώ καλύτερα από τους άλλους – ενώ αυτοί ακόμη εξοικειώνονται με αυτήν, εγώ την αναπτύσσω περαιτέρω». Η καλύτερη κατανόηση του νοηματικού πλαισίου δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να αναπαραχθεί – αφορά τη γενεαλογία της ιδέας, την πολιτιστική και κοινωνική ιστορία ενός τόπου, την εμπιστευτική πληροφορία που συσσωρεύεται με τα χρόνια. Το δίκτυο των συμμαχιών ονομάζεται μερικές φορές «κοινωνικό κεφάλαιο» και λαμβάνει τη μορφή των «κοινωνικών δικτύων» στον ιστό (web): αφορά τις επαφές σας, τις δημόσιες σχέσεις σας, το δρόμο που μένετε και την αξιοπιστία σας στο διαδίκτυο.
Εδώ είναι σαφές ότι μια δεδομένη ιδέα παράγει αξία σε ένα δυναμικό περιβάλλον όπου υπάρχει ανταγωνισμός από άλλες δυνάμεις και άλλα προϊόντα. Κάθε ιδέα ζει σε μια ζούγκλα –σε κατάσταση συνεχούς ανταρτοπόλεμου– και οι γνωσιακοί εργάτες συχνά ακολουθούν το πεπρωμένο του πνευματικού τους παιδιού. Στον καπιταλισμό των ψηφιακών δικτύων, ο χρόνος αποτελεί όλο και περισσότερο μια κρίσιμη διάσταση: το χρονικό πλεονέκτημα μετριέται στα δευτερόλεπτα. Επιπλέον, στην κοινωνία του «λευκού θορύβου» το σπανιότερο αγαθό είναι η προσοχή. Η οικονομία της σπάνης υπάρχει ακόμη και στον γνωσιακό καπιταλισμό ως έλλειψη προσοχής και της σχετικής οικονομίας προσοχής. Όταν όλα μπορούν να αναπαραχθούν παντού, ο χρόνος γίνεται σημαντικότερος από το χώρο.
Ένα παράδειγμα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην ψηφιακή σφαίρα είναι το μουσικό CD που περιλαμβανόταν σ’ ένα τεύχος του περιοδικού Wired (Νοέμβριος 2004) με άδεια πνευματικών δικαιωμάτων Creative Commons. Μουσικά κομμάτια παραχωρήθηκαν από τους Beastie Boys, τον David Byrne, τον Gilberto Gil, κ.ά. για δωρεάν αντιγραφή, διανομή και sampling (βλ: www.creativecommons.org/wired). Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα του περιοδικού Wired παρέχει τα βοηθήματα για την κατανόηση αυτής της νέας μορφής δικαιωμάτων. Στην πραγματικότητα υπάρχουν περισσότερα παραδείγματα μουσικών και εργατών του πνεύματος που συνδέουν τη δραστηριότητά τους με την ελεύθερη παραχώρηση δικαιωμάτων (copyleft), με τα Creative Commons, ή με ανταλλαγή αρχείων σε δίκτυα peer-to-peer. Μάθαμε μόνο για τους πρώτους, σαν να μην πρόκειται για επίτευγμα και όσων ήρθαν δεύτεροι. Όπως και να ’χει, ποτέ δεν υπάρχει πλήρης προσχώρηση στη σταυροφορία των Creative Commons, είναι πάντα μια υβριδική στρατηγική: κυκλοφορώ μέρος του έργου μου ανοιχτά και ελεύθερα για να κερδίσω αναγνωρισιμότητα και αξιοπιστία, αλλά όχι όλο το συγκεκριμένο έργο μου. Μια άλλη στρατηγική είναι ότι μπορεί να αντιγράψεις και να διανείμεις όλο αυτό το περιεχόμενο, αλλά όχι άμεσα, μπορείς να το κάνεις μετά από τέσσερις μήνες. Και υπάρχουν επίσης άνθρωποι που παραπονιούνται ότι τα Creative Commons και το Ελεύθερο Λογισμικό αποτελούν αντικείμενα πειρατείας από τις εταιρείες – το θέμα είναι ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι γεμάτος κακή μουσική που μπορείς ελεύθερα να αντιγράψεις και να διανείμεις. Δεν είναι σκάνδαλο, πάντα υποψιαζόμασταν ότι επρόκειτο για έναν αγώνα δρόμου.
Ο Rullani καταδεικνύει με ποιον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι ακόμα παρών στην οικονομία της γνώσης, ακόμη και στο προτεκτοράτο των digital commons. Ο ανταγωνισμός είναι ένα πεδίο στο οποίο η ριζοσπαστική σκέψη δεν αποπειράθηκε ποτέ να εισέλθει· διότι δεν είναι πολιτικά ορθό να παραδεχτείς έναν τέτοιο ανταγωνισμό και διότι οποιαδήποτε πολιτική λύση είναι αμφιλεγόμενη. Είναι αδύνατο να ανασυγκροτηθεί οποιοδήποτε ενιαίο πολιτικό υποκείμενο (όπως στην εποχή του προλεταριάτου) αρχίζοντας από ένα τέτοιο βαλκανοποιημένο σενάριο «κοινωνικών εργοστασίων» και μοριακής βιοπολιτικής παραγωγής. Ωστόσο, εάν η ατομική υπεραξία είναι δύσκολο να μετρηθεί και να αποδοθεί, η συλλογική συσσώρευση είναι ακόμα κάτι ορατό και απτό.
Ο David Harvey και το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο
Εάν οι Tarde, Lazzarato και Rullani είναι χρήσιμοι για να αντιληφθεί κανείς το πλαίσιο του ανταγωνιστικού habitus των ιδεών (διάδοση, απομίμηση, ανταγωνισμός, ηγεμονία), το δοκίμιο του David Harvey The art of rent (H Τέχνη του Ενοικίου)[16] εισάγει μια σαφέστερη περιγραφή της πολιτικής διάστασης της συμβολικής παραγωγής. Κατορθώνει να συνδέσει την άυλη παραγωγή με το πραγματικό χρήμα όχι μέσω της πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά ανιχνεύοντας την παρασιτική εκμετάλλευση του άυλου τομέα από τον υλικό.
Κεντρικό παράδειγμά του αποτελεί η Βαρκελώνη, όπου είναι ξεκάθαρη η σύνδεση μεταξύ της οικονομίας, της αγοράς ακινήτων και της πολιτιστικής παραγωγής ως κοινωνικό κεφάλαιο. Η επιτυχία της Βαρκελώνης ως διεθνές «τοπόσημο» δημιουργήθηκε από τις πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες της και τροφοδοτείται συνεχώς σήμερα από μια κοσμοπολίτικη και εναλλακτική κουλτούρα – στην πραγματικότητα, αυτό το συλλογικό προϊόν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης πρώτα και καλύτερα από τους κερδοσκόπους της κτηματαγοράς. Οι μορφές αστικού εξευγενισμού (gentrification) είναι γνωστές. Από-κάτω-προς-τα-πάνω: Οι περιθωριακοί προσελκύουν τους καλλιτέχνες οι οποίοι προσελκύουν τους «ευγενείς» (gentry). Ή αντίθετα από-πάνω-προς-τα-κάτω: Τα προοδευτικά ιδρύματα τέχνης εγκαθίστανται σε γκέτο […] αυξάνουν τα ενοίκια και αναγκάζουν τον κόσμο να φύγει. Παρόλα αυτά, ο Harvey θέλει να αναδείξει μια πιο γενική διαδικασία.
Ο Harvey εφαρμόζει την ιδέα του μονοπωλιακού ενοικίου στην κουλτούρα: «Κάθε ενοίκιο βασίζεται στη μονοπωλιακή δύναμη των ιδιωτών ιδιοκτητών τμημάτων του πλανήτη». Υπάρχουν δύο είδη ενοικίου: μπορείτε να εκμεταλλευτείτε τη μοναδική ποιότητα ενός κρασιού ή μπορείτε να δείτε τον αμπελώνα που παράγει αυτό το εξαιρετικό κρασί. Μπορείτε να φτιάξετε ένα ξενοδοχείο σε μια πολύ όμορφη πόλη ή να πουλήσετε τη γη όπου θα χτιστούν ξενοδοχεία σαν αυτό. Ο καπιταλισμός πάντοτε ψάχνει για «σημεία διάκρισης» (marks of distinction). Σύμφωνα με τον Harvey η κουλτούρα σήμερα παράγει τα σημεία διάκρισης που ο καπιταλισμός μπορεί να εκμεταλλευτεί πουλώντας υλικά αγαθά. Στην κλίμακα της πόλης, η αγορά ακινήτων είναι η μεγαλύτερη μπίζνα που τροφοδοτείται από την οικονομία της γνώσης. Κάθε άυλος χώρος έχει τα υλικά του παράσιτα. Σκεφτείτε τα ανταλλαγή αρχείων και τα iPods.
Εάν ο βαθμός διάδοσης δημιουργεί την αξία ενός γνωσιακού προϊόντος, σύμφωνα με τον Rullani, ο Harvey βάζει ένα όριο σε αυτή την αξιοποίηση. Η διάδοση σε τόσο μεγάλο εύρος μπορεί να εξαφανίζει τα σημεία της διάκρισης μέσα σε ένα μαζικό προϊόν. Υπάρχει ένα εντροπικό τέλος για κάθε ιδέα μετά την ηγεμονική της περίοδο. Ο Harvey αναδεικνύει την πρώτη αντίφαση: την εντροπία των σημείων διάκρισης: Η αντίφαση εδώ είναι ότι όσο πιο εύκολα εμπορεύσιμα γίνονται αυτά τα προϊόντα τόσο λιγότερο μοναδικά και ιδιαίτερα είναι. Σε ορισμένες περιπτώσεις το μάρκετινγκ από μόνο του τείνει να καταστρέψει τη μοναδική ποιότητα (ιδιαίτερα εάν στηρίζεται σε ιδιότητες όπως η αγριότητα, η ανοικειότητα, η καθαρότητα μιας αισθητικής εμπειρίας κ.λπ.). Γενικότερα, στο βαθμό που τέτοια προϊόντα ή δρώμενα είναι εύκολα εμπορεύσιμα (και αναπαράγονται μέσω παραποιήσεων, πλαστογράφησης, απομίμησης ή αντιγραφής) τόσο λιγότερο παρέχουν έρεισμα για μονοπωλιακό ενοίκιο. […] επομένως, κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί ώστε ορισμένα αγαθά ή τόποι να παραμείνουν μοναδικά και αρκετά ιδιαίτερα (και θα εξετάσω αργότερα τι μπορεί να σημαίνει αυτό) ώστε να διατηρηθεί ένα μονοπωλιακό πλεονέκτημα μέσα σε μια κατά τα άλλα εμπορευματοποιημένη και συχνά σκληρά ανταγωνιστική οικονομία.
Μια δεύτερη αντίφαση που συνδέεται με την πρώτη είναι οι τάσεις προς μονοπώλιο: εάν η αξία αυξάνεται, ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί το ενοίκιο είναι να δημιουργήσεις μονοπώλια και να αποφύγεις τον ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν, η ψηφιακή και δικτυακή επανάσταση επιτίθεται στα παραδοσιακά συμφέροντα μονοπωλιακών ενοικίων (που χρησιμοποιούνται σε «εδαφοποιημένες» περιοχές) και τα αναγκάζει να επινοήσουν νέες στρατηγικές. Η συνήθης αντίδραση ήταν η απαίτηση για ένα ισχυρότερο καθεστώς σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία. Σε ένα άλλο επίπεδο, τα κεφάλαια αναγκάστηκαν να βρουν νέες υλικές και άυλες περιοχές για εκμετάλλευση. Ο Harvey παρατηρεί ότι ο καπιταλισμός ανακαλύπτει πάλι τους τοπικούς πολιτισμούς για να συντηρήσει τα μονοπώλια: η συλλογική και άυλη σφαίρα του πολιτισμού είναι μια κρίσιμη διάσταση για να διατηρηθούν τα σημεία διάκρισης σε μια μεταφορντιστική οικονομία.
Αυτά είναι στενά συνδεδεμένα με την κατανόηση πώς οι τοπικές πολιτιστικές δημιουργίες και οι παραδόσεις συμπεριλαμβάνονται στους υπολογισμούς της πολιτικής οικονομίας μέσω των προσπαθειών συγκέντρωσης των μονοπωλιακών ενοικίων. Θέτει επίσης το ερώτημα κατά πόσο το τωρινό ενδιαφέρον για την τοπική πολιτιστική καινοτομία, την αναζωογόνηση και την ανάδειξη των τοπικών παραδόσεων συνδέεται με την επιθυμία του κεφαλαίου να αποσπάσει και να ιδιοποιηθεί τέτοια ενοίκια.
Η πολιτιστική πατίνα της Βαρκελώνης και τα μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά της είναι ένα στοιχείο κλειδί στο μάρκετινγκ οποιουδήποτε προϊόντος της πόλης, πρωτίστως της αγοράς ακινήτων. Αλλά η τρίτη και σημαντικότερη αντίφαση που επισημαίνει ο Harvey είναι ότι το παγκόσμιο κεφάλαιο τροφοδοτεί τις τοπικές αντιστάσεις επειδή θέλει να εκμεταλλευτεί τα σημεία διάκρισης.
Από τότε που οι καπιταλιστές όλων των ειδών (συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων διεθνών παικτών) γοητεύονται εύκολα από τις προσοδοφόρες προοπτικές των μονοπωλιακών δυνάμεων, διακρίνουμε αμέσως μια τρίτη αντίφαση: ότι οι πιο άπληστοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης θα υποστηρίξουν την τοπική ανάπτυξη η οποία έχει τη δυνατότητα να παράγει μονοπωλιακά ενοίκια ακόμα κι αν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας υποστήριξης είναι να παραχθεί ένα τοπικό πολιτικό κλίμα ανταγωνιστικό προς την παγκοσμιοποίηση!
Πάλι εμφανίζεται η περίπτωση της Βαρκελώνη, ένα αρκετά σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο επιχείρησης που δεν μπορεί να ισχύσει εύκολα σε άλλο πλαίσιο. Σε αυτό το σημείο ο Harvey εισάγει την έννοια του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου (που τη δανείζεται από τον Bourdieu) για να εξηγήσει πώς η κουλτούρα πέφτει θύμα εκμετάλλευσης του καπιταλισμού. Το επίπεδο της πολιτιστικής παραγωγής όταν συνδέεται με μια συγκεκριμένη περιοχή παράγει το κατάλληλο περιβάλλον για τα μονοπωλιακά μισθώματα.
Εάν οι αξιώσεις για μοναδικότητα, αυθεντικότητα, ιδιαιτερότητα, διάκριση είναι το θεμέλιο των μονοπωλιακών ενοικίων, τότε σε ποιο καλύτερο πεδίο είναι πιθανό να εγερθούν τέτοιες αξιώσεις παρά στον τομέα των ιστορικών πολιτιστικών προϊόντων και πρακτικών και των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του δομημένου, κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος); […] Το πιο φανερό παράδειγμα είναι ο σύγχρονος τουρισμός, αλλά πιστεύω πως θα ήταν λάθος να αφήσουμε το θέμα εκεί. Επειδή αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η δύναμη του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου, των ειδικών σημείων διάκρισης που συνδέονται με κάποιον τόπο, ο οποίος αποτελεί πόλο έλξης για τις ροές του κεφαλαίου γενικότερα.
Το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο της Βαρκελώνης αποκτά τώρα πιο ξεκάθαρη μορφή. Το εμπορικό σήμα «Βαρκελώνη» είναι μια «συναινετική παραίσθηση» που παράγεται από πολλούς αλλά που την εκμεταλλεύονται λίγοι. Η συνθήκη των γνωσιακών εργατών (και ολόκληρης της κοινωνίας) είναι ένας φαύλος κύκλος: παράγουν τη συμβολική αξία για την οικονομία της κτηματαγοράς η οποία τους ξεζουμίζει (εφόσον υποφέρουν από τις υψηλές τιμές των ακινήτων στη Βαρκελώνη). Επιπλέον, ο Harvey μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον Florida: η αποκαλούμενη «δημιουργική τάξη» δεν είναι παρά ένα simulacrum του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου για να αυξήσει τα σημεία υπεροχής μιας δεδομένης πόλης. Η «δημιουργική τάξη» είναι το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο που μετασχηματίζεται σε ένα ανθρωπομορφικό εμπορικό σήμα και ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εφαρμόζονται σε τμήματα μιας κοινωνίας («δημιουργική τάξη»), μιας περιοχής («δημιουργική πόλη»), της ίδιας της πόλης («δημιουργικός τομέας»). Η «δημιουργική τάξη» (creative class) είναι ένα παρασιτικό simulacrum της κοινωνικής δημιουργικότητας το οποίο αποσπάται από το πρεκαριάτο (precariat) και συνδέεται με την ανώτερη τάξη.
Η περίοπτη θέση της Βαρκελώνης μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα των πόλεων έχει εν μέρει βασιστεί στη σταθερή συσσώρευση συμβολικού κεφαλαίου και στη συσσώρευση σημείων διάκρισης. Το ξεθάψιμο μιας ξεχωριστής καταλανικής ιστορίας και παράδοσης, το μάρκετινγκ των ισχυρών καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (φυσικά ο Gaudi) και του ιδιαίτερου τρόπου ζωής και λογοτεχνικής παράδοσης δεσπόζουν, υποστηριζόμενα από έναν κατακλυσμό βιβλίων, εκθέσεων, πολιτιστικών εκδηλώσεων που γιορτάζουν τη διαφορετικότητα. […] Αυτή η αντίφαση σημαδεύεται από ερωτήματα και αντιστάσεις. Ποιών η συλλογική μνήμη πρόκειται να γιορταστεί εδώ (των αναρχικών που σαν τους Ικαριστές[17] διαδραμάτισαν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Βαρκελώνης, των Δημοκρατικών που πάλεψαν λυσσασμένα ενάντια στον Φράνκο, των καταλανών εθνικιστών, μεταναστών από την Ανδαλουσία, ή ενός μακροχρόνιου συμμάχου του Φράνκο όπως ο Σάμαρανκ);
Ο Harvey προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια πολιτική απάντηση, διερευνώντας ποια μέρη της κοινωνίας εκμεταλλεύονται το συμβολικό κεφάλαιο και ποια είδη συλλογικής μνήμης και φαντασιακού διακυβεύονται. Το συμβολικό κεφάλαιο δεν είναι ενιαίο αλλά ένα πολλαπλός χώρος δυνάμεων, και μπορεί συνεχώς να τίθεται σε διαπραγμάτευση από το πλήθος που το παρήγαγε.
Είναι σημαντικό να καθορίσουμε ποια τμήματα του πληθυσμού επωφελούνται περισσότερο από το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, στην παραγωγή του οποίου έχει ο καθένας, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, συμβάλλει τώρα ή έχει συμβάλλει στο παρελθόν. Γιατί να αφήσουμε το μονοπωλιακό ενοίκιο που συνδέεται με αυτό το συμβολικό κεφάλαιο να γίνεται κτήμα μόνο των πολυεθνικών ή ενός μικρού ισχυρού τμήματος της τοπικής αστικής τάξης; […] Η πάλη της συσσώρευσης σημείων διάκρισης και συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου μέσα σε έναν πολύ ανταγωνιστικό κόσμο έχει αρχίσει. Αλλά αυτό παρασύρει στο διάβα του όλες τις ερωτήσεις που εστιάζουν στον τόπο: ποιου η συλλογική μνήμη, ποιου η αισθητική, ποιος κερδίζει. […]. Επομένως το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς αυτές οι πολιτιστικές παρεμβάσεις μπορούν από μόνες τους να γίνουν ένα ισχυρό όπλο ταξικής πάλης.
Η κρίσιμη ερώτηση είναι: πώς μπορούμε να αναπτύξουμε ένα συμβολικό κεφάλαιο αντίστασης που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα ακόμη σημείο διάκρισης; Όπως παρατηρεί ο Harvey, αυτός ο φαύλος κύκλος λειτουργεί ακόμα καλύτερα στην περίπτωση της τοπικής αντίστασης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο χρειάζονται την αντίσταση της αντι-παγκοσμιοποίησης για να βελτιώσουν το μονοπωλιακό ενοίκιο. Ειδικά στην περίπτωση των γνωσιακών εργατών η αντίσταση είναι πάντοτε άρτια υπολογισμένη και καλά σχεδιασμένη: και στην περίπτωση της Βαρκελώνης παράγει ένα ερεθιστικό αλλά ποτέ επικίνδυνο περιβάλλον για την παγκόσμια μεσαία τάξη. Εμπνευσμένοι από την ιστορία της Βαρκελώνης, εισάγουμε έναν άυλο εμφύλιο πόλεμο μέσα στο χώρο του συμβολικού κεφαλαίου.
Άυλος εμφύλιος πόλεμος
Προτείνουμε τον όρο «εμφύλιος πόλεμος» καθώς οι συγκρούσεις μέσα στον γνωσιακό καπιταλισμό δεν έχουν καθαρά ταξική σύνθεση και μοιράζονται τον ίδιο χώρο των media. Επιπλέον, εάν είναι αλήθεια ότι «δεν υπάρχει πλέον έξω» (όπως οι Negri και Hardt δηλώνουν στην Αυτοκρατορία[18]) και ότι «δεν υπάρχουν πλέον κοινωνικές τάξεις, αλλά μόνο μια ενιαία πλανητική μικροαστική τάξη, στην οποία έχουν διαλυθεί όλες οι παλιές κοινωνικές τάξεις» (όπως το θέτει ο Agamben στο The Coming Community[19]), οι συγκρούσεις μπορούν να λάβουν μόνο τη μορφή μιας αέναης εσωτερικής πάλης. Το πλήθος υπήρξε πάντα ταραχώδες και αποσπασματικό. Εάν ο Florida ονειρεύεται μια «δημιουργική ταξική πάλη» (όπου τα fashion victims είναι τα πρώτα θύματα, υποθέτουμε), εμείς προτρέπουμε προς έναν εμφύλιο πόλεμο μέσα σε εκείνη την κομφορμιστική «τάξη» (και μέσα στην κομφορμιστική έννοια του πλήθους). Επιπλέον ο «εμφύλιος πόλεμος» εναρμονίζεται με τη λαμπρή αντίσταση της Βαρκελώνης (ένα πολιτικό υπόβαθρο που τροφοδοτεί κατά τρόπο ενδιαφέροντα το τωρινό κοινωνικό κεφάλαιό του) και αποτελεί επίσης μια υπενθύμιση των εσωτερικών διαμαχών κάθε πρωτοπορίας (αναρχικοί και κομμουνιστές άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους).
Από την άλλη πλευρά, «άυλη» είναι η συνεχής πάλη στο στάδιο της κοινωνίας του θεάματος: μια σκληρή «μπαλλαρντιανή»[20] ζούγκλα από εμπορικές μάρκες, αστέρες της ποπ, γκάτζετ, συσκευές, δεδομένα, πρωτόκολλα, simulacra. Άυλη εκμετάλλευση είναι η καθημερινότητα των επισφαλών εργατών, και ιδιαίτερα των νεότερων γενεών, αρκετά ενήμερων για το συμβολικό κεφάλαιο που παράγεται από τις ζωές τους «που μπαίνουν στη δουλειά» (νέες τάσεις και τρόποι ζωής που παράγονται από αυτό που ο μετα-Εργατισμός αποκαλεί βιοπολιτική παραγωγή). Ο άυλος εμφύλιος πόλεμος είναι η έκρηξη των κοινωνικών σχέσεων που εσωκλείονται στα προϊόντα. Στο βιβλίο του Les révolutions du capitalisme (Οι επαναστάσεις του καπιταλισμού)[21] ο Lazzarato λέει ότι «ο καπιταλισμός δεν είναι τρόπος παραγωγής, αλλά παραγωγή τρόπων και κόσμων» (που φτιάχτηκαν από εταιρίες και πουλήθηκαν στους ανθρώπους) και ότι ο «παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος» είναι ένας «αισθητικός πόλεμος» ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους.
Ο άυλος εμφύλιος πόλεμος είναι επίσης οι συνηθισμένες συγκρούσεις μεταξύ των γνωσιακών εργατών παρόλη τη ρητορική περί διανομής της γνώσης και των ψηφιακών κοινών (digital commons). Είναι το γνωστό αστείο: «ένας φίλος μου, μου έκλεψε την ιδέα μου για ένα βιβλίο σχετικά με το Creative Commons». Είναι ο γνωστός ανταγωνισμός μέσα στον ακαδημαϊκό και καλλιτεχνικό χώρο, η οικονομία των αναφορών, ο αγώνας για τις προθεσμίες, ο ανταγωνισμός για τη διοργάνωση φεστιβάλ, ο φθόνος και η καχυποψία μεταξύ των ακτιβιστών. Η συνεργασία είναι δομικά δύσκολη μεταξύ των γνωσιακών εργατών, στις τάξεις των οποίων η οικονομία γοήτρου λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως ακριβώς σε οποιοδήποτε star system (για να μην αναφέρω τους πολιτικούς φιλοσόφους!), και όπου οι νέες ιδέες πρέπει να αντιμετωπίσουν η μια την άλλη, εμπλέκοντας συχνά τους δημιουργούς τους σε μια διαμάχη. Όπως ο Rullani επισημαίνει, υπάρχει σχεδόν περισσότερος ανταγωνισμός στη σφαίρα της οικονομίας της γνώσης, όπου η δυνατότητα αναπαραγωγής είναι ελεύθερη και όπου αυτό που έχει σημασία είναι ταχύτητα.
Αντιμετωπίζοντας τον παρασιτισμό
Ο παρασιτισμός είναι η παράλληλη εκμετάλλευση της κοινωνικής δημιουργικότητας. Υπάρχουν πράγματι πολλοί τρόποι εκμετάλλευσης της δημιουργικής εργασίας που δεν βασίζονται στην πνευματική ιδιοκτησία και παράγουν περισσότερη αξία και σύγκρουση. Όπως έχουμε δει, ο Harvey εισάγει το πλαίσιο του «συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου» και διατυπώνει την άποψη ότι οι «πολιτιστικές παρεμβάσεις μπορούν από μόνες τους να μετατραπούν σε ένα ισχυρό όπλο ταξικής πάλης». Ο πολιτικός ακτιβισμός στον πολιτιστικό τομέα, οι δημιουργικές βιομηχανίες και η νέα οικονομία έχουν πάντοτε παραμείνει μέσα σε αυτά τα πλασματικά όρια, οργανώνοντας τοπικές διαμαρτυρίες και απαιτώντας πολιτιστική ευημερία ή σταθερά συμβόλαια. Πρόσφατα, ένα πιο ριζικό αίτημα για την αντιμετώπιση της εκμετάλλευσης της κοινωνικής δημιουργικότητας θέτει το ζήτημα του βασικού εισοδήματος για όλους (δείτε το www.euromayday.org). Αντιθέτως, ο Rullani σημειώνει ότι ένα σύστημα πρόνοιας μεταφέρει ταυτόχρονα καινοτομία και ρίσκο στον κρατικό μηχανισμό ισχυροποιώντας τον. Παρόλα αυτά, αυτό που προτείνει ο Harvey είναι να αναλάβουμε δράση όχι μόνο στο επίπεδο του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου αλλά και στο επίπεδο του παρασιτισμού που εκμεταλλεύεται τον πολιτιστικό τομέα. Ένα δύσκολο σημείο, δύσκολο για να πιαστεί η ριζοσπαστική σκέψη, είναι ότι όλη η άυλη οικονομία (και η οικονομία του δώρου) έχει ένα υλικό, παράλληλο και βρώμικο ομόλογό της, όπου παίζονται τα πολλά χρήματα. Δείτε Mp3 και iPod, P2P και ADSL, ελεύθερη μουσική, ζωντανές συναυλίες, τρόπος ζωής της Βαρκελώνης και κερδοσκοπία της αγοράς ακινήτων, κόσμος της τέχνης και αστικός εξευγενισμός, παγκόσμιες εμπορικές φίρμες και sweatshops.[22]
Μια μορφή αντίστασης που προτείνει ο Harvey στην περίπτωση της Βαρκελώνης είναι περισσότερο μια επίθεση στο μύθο της «δημιουργικής πόλης» παρά οι δήθεν ριζοσπαστικές αντιδράσεις που συμβάλουν στο να την καταστήσουν ακόμη πιο ξεχωριστή. Εάν οι άνθρωποι θέλουν να επανακτήσουν τη συμβολική υπεραξία που οικειοποιήθηκε από κάποιους κερδοσκόπους, το μόνο που μπορούμε να φανταστούμε είναι μια επαναδιαπραγμάτευση του συλλογικού συμβολικού κεφαλαίου. Εδώ μπαίνει η εναλλακτική λύση μιας εκστρατείας επανακαθορισμού της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της πόλης σε επίπεδο βάσης ώστε να υπονομευθεί η συσσώρευση του συμβολικού κεφαλαίου και να εκτραπούν οι ροές χρημάτων, τουριστών και νέων κατοίκων που προσελκύονται από συγκεκριμένα σημεία διάκρισης (η Βαρκελώνη ως ανεκτική, εναλλακτική, πόλη χωρίς προκαταλήψεις, κ.λπ.). Επιπλέον ένας άλλος τομέας δράσης που προτείνεται εδώ είναι οι συγκεκριμένες περιοχές όπου ακμάζει «η τέχνη του ενοικίου» (συγκεκριμένες περιοχές όπως το Raval ή το Poblenou), όπου η συμβολική συσσώρευση θα μπορούσε να αρχίσει από την αρχή με ένα, λιγότερο συμβολικό, σαμποτάζ. Στην περίπτωση της Βαρκελώνης το «παράσιτο» που πρέπει να αναδείξουμε είναι η κερδοσκοπία της κτηματαγοράς, αλλά θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε αυτή την πρόταση σε μια ευρύτερη κλίμακα.
Πρόσφατες μορφές αντίστασης είναι σχεδόν πάντα αρκετά αντιπροσωπευτικές και προσανατολισμένες στα μμε, οραματιζόμενες την άνοδο ενός νέου κογκνιταριάτου (cognitariat) ή την επαναπολιτικοποίηση του συλλλογικού φαντασιακού και των παραγωγών του, όπως στη χρυσή δεκαετία του '60. Πολλοί ακτιβιστές και καλλιτέχνες –όπως ο Harvey– γνωρίζουν τον κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από την υπερεκτίμηση των μηνυμάτων και των πρακτικών τους. Στο τέλος πολλές ενέργειες διαμαρτυρίας εν μέρει πέτυχαν να συγκεντρώσουν την οικονομία προσοχής (attention economy) γύρω από το στόχο τους. Τα παραδοσιακά μποϊκοτάζ στις μεγάλες εμπορικές φίρμες μετατρέπονται μερικές φορές σε δωρεάν διαφήμιση προς όφελός τους. Αυτό που ο πρόσφατος ακτιβισμός και η κριτική σκέψη δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να εξερευνήσει είναι η υλική (και οικονομική) διάσταση που συνδέεται με το συμβολικό. Οι γνωσιακοί εργάτες πρέπει να αρχίσουν να αναγνωρίζουν την υπεραξία του φαντασιακού που παράγουν πέρα από τα άυλα αντικείμενα και τα απώτερα πολιτικά αποτελέσματα κάθε συμβόλου. Αφήνουμε το συμβολικό, μπαίνουμε στην οικονομία του συμβολικού. Αναμένουμε μια γενιά γνωσιακών εργατών ικανών να κινητοποιηθούν από το φαντασιακό.
[1] Πηγή: www.wikipedia.org/Creative_industries. Η λίστα της κατηγορίας DCMS αφορά στην παραγωγή στους εξής τομείς: Διαφήμιση, Αρχιτεκτονική, Αγορά Τέχνης και Αρχαιοτήτων, Εφαρμοσμένες Τέχνες, Design, Σχεδιασμός μόδας, Κινηματογράφος και Video, Διαδραστικό Ψυχαγωγικό Λογισμικό, Μουσική, Αναπαραστατικές Τέχνες, Εκδόσεις, Υπηρεσίες Υπολογιστών, Τηλεόραση και Ραδιόφωνο.
[2] Σ.τ.Μ.: San Precario, ο άγιος της επισφάλειας: ευφημισμός που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας κινηματικής γλώσσας για την επισφαλή εργασία (όπως επίσης το πρεκαριάτο).
[3] Σ.τ.Μ.: Ελεύθερη άδεια χρήσης σε πνευματικά δικαιώματα, το αντίθετο του copyright.
[4] Σ.τ.Μ: Η Creative Commons (CC) είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση αφιερωμένη στην επέκταση του εύρους των πνευματικών έργων που είναι διαθέσιμα για να βασιστούν σε αυτά και άλλα έργα και να κυκλοφορήσουν νόμιμα. Η οργάνωση έχει εκδώσει διάφορες άδειες πνευματικών δικαιωμάτων γνωστές ως άδειες Creative Commons. Αυτές οι άδειες επιτρέπουν στους δημιουργούς να δηλώσουν εύκολα ποια δικαιώματα διατηρούν και ποια δικαιώματα εκχωρούν προς όφελος άλλων δημιουργών. (Ο ορισμός από: http://el.wikipedia.org/wiki/Creative_Commons).
[5] Πηγή: www.creativecommons.org/about/history
[6] M. Tronti, Operai e capitale, Torino: Einaudi, 1971.
[7] M. Lazzarato, Puissances de l'invention: La Psychologie économique de Gabriel Tarde contre l'économie politique, Paris: Les empêcheurs de penser en rond, 2002.
[8] M. Lazzarato, “La psychologie économique contre l’Economie politique”, στο Multitudes n. 7, 2001, Paris. Extentended Italian version “Invenzione e lavoro nella cooperazione tra cervelli” in Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, Verona: Ombre Corte, 2002. Web: multitudes.samizdat.net/La-Psychologie-economique-contre-l.html
[9] [δική μου μετάφραση] M. Lazzarato, “Invenzione e lavoro nella cooperazione tra cervelli” στο Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, όπ.π.
[10] Στο ίδιο.
[11] Σ.τ.Μ.: Η νοόσφαιρα υποδηλώνει, σύμφωνα με τους Vladimir Vernadsky και Teilhard de Chardin, τη «σφαίρα της ανθρώπινης σκέψης». Η λέξη προέρχεται από την ελληνική νοῦς + σφαῖρα, κατά λεξιλογική αναλογία με το «ατμόσφαιρα» και το «βιόσφαιρα». Σύμφωνα με τους ίδιους, είναι η τρίτη κατά σειρά στις φάσεις της ανάπτυξης του πλανήτη, μετά την γεώσφαιρα και τη βιόσφαιρα. (Μετάφραση του ορισμού από: http://en.wikipedia.org/wiki/Noosphere)
[12] E. Rullani, L. Romano, Il postfordismo. Idee per il capitalismo prossimo venturo, Milano: Etaslibri, 1998; E. Rullani, “La conoscenza come forza produttiva: autonomia del post-fordismo”, in Capitalismo econoscenza, Cillario L., Finelli R. (eds), Roma, Manifesto libri, 1998; E. Rullani, “Le capitalisme cognitif: du déjà vu?”, Multitudes n. 2, 2000, Paris,.
[13] E. Rullani, Economia della conoscenza: Creatività e valore nel capitalismo delle reti, Milano: Carocci, 2004.
[14] [δική μου μετάφραση] A. Corsani, E. Rullani, “Production de connaissance et valeur dans le postfordisme”, Multitudes, n. 2, May 2000. Paris. Original Italian version in Y. Moulier Boutang (ed.), L'età del capitalismo cognitivo, op. cit. Web: multitudes.samizdat.net/Production-de-connaissance-et.html. Spanish version:
www.sindominio.net/arkitzean/xmultitudes/multitudes2
[15] Στο ίδιο.
[16] D. Harvey, “The art of rent: globabalization and the commodification of culture”, κεφάλαιο, στο Spaces of Capital, New York: Routledge, 2001. And as “The Art of Rent: Globalization, Monopoly, and the Commodification of Culture” στο A World of Contradictions: Socialist Register 2002, London: Merlin Press, November 2001.
Web: www.16beavergroup.org/mtarchive/archives/001966.php
[17] Σ.τ.Μ: Ο γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής και μεταρρυθμιστής Etienne Cabet, εισηγητής του όρου «κομμουνισμός»: εξόριστος στην Αγγλία, περιέγραψε μιαν ιδανική κοινωνία στο Voyage en Icarie (1840), όπου υπεστήριζε τον κρατικό έλεγχο όλης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (οι αντιλήψεις του επηρέασαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς). Μετά την επανάσταση του 1848, έφυγε, μαζί με τους οπαδούς του, από το Παρίσι για τις Η.Π.Α., για να οργανώσει την ιδανική του κοινωνία. Στην αρχή πήγαν στο Τέξας, μετά στο Ιλλινόι• εκεί ίδρυσαν μια νέα «αποικία» - την «Ικαρία». Το 1855, ο Cabet εκδιώχθηκε από την «Ικαρία» του• είχε υπάρξει εξαιρετικά αυταρχικός και καταπιεστικός. Το πείραμά του συνεχίστηκε από οπαδούς του και μετά το θάνατό του (1856), αλλά η τελευταία «αποικία Ικαριστών» διαλύθηκε στα 1898.
[18] A. Negri, M. Hardt, Empire, Harvard University Press, 2000, p. 186.
[19] G. Agamben, The Coming Community (Michael Hardt, trans.), Minneapolis: University of Minnesota Press, 1991, p. 65.
[20] Σ.τ.Μ.: Ο ορισμός του επιθέτου «μπαλλαρντιανός» (ballardian) περιλαμβάνεται στο Collins English Dictionary: «Ό,τι μοιάζει ή παραπέμπει στις συνθήκες που περιγράφονται στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα του Τζέι Τζι Μπάλλαρντ, ιδίως στη δυστοπική νεωτερικότητα, τα ζοφερά ανθρωπογενή τοπία και τις ψυχολογικές επιπτώσεις των τεχνολογικών, κοινωνικών ή περιβαλλοντικών επιτευγμάτων». (http://www.ekathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_26/04/2009_311951)
[21] [δική μου μετάφραση] M. Lazzarato, Les révolutions du capitalisme, Paris: Empêcheurs de Penser en http://eipcp.net/policies/cci/pasquinelli/en rond, 2004.
[22] Σ.τ.Μ.: Η αγγλική λέξη sweatshop σημαίνει: χώροι μαζικής παραγωγής ειδών υπόδησης και ένδυσης που χαρακτηρίζονται από ανθυγιεινές και επισφαλείς συνθήκες εργασίας εντατικής εκμετάλλευσης.
Πρωτότυπο κείμενο: “Immaterial Civil War: Prototypes of Conflict within Cognitive Capitalism”, στο Geert Lovink and Ned Rossiter (επιμ.), My Creativity Reader: A Critique of Creative Industries, Institute of Network Cultures, Άμστερνταμ 2007.
Στο διαδίκτυο (αγγλ.): http://matteopasquinelli.com/docs/immaterialcivilwar.pdf
Μετάφραση: ratnet 2009
Πηγή: http://ratnet-blog.blogspot.com