damo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damo | damoj |
αιτιατική | damon | damojn |
damo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damo | damoj |
αιτιατική | damon | damojn |
damo (eo)