Showing posts with label "κενό δίκτυο". Show all posts
Showing posts with label "κενό δίκτυο". Show all posts

14.2.16

KENO ΔΙΚΤΥΟ: Περί Ασφαλιστικού και αγώνων // VOID NETWORK analysis: About the new Social Insurance law and the struggles of our times in Greece





Περισσότεροι απο 50.000 άνθρωποι στην Αθήνα και πολλές χιλιάδες σε όλες τις άλλες πόλεις της χώρας διαδήλωσαν ενάντια στον νέο ασφαλιστικό νόμο στις 4/2/2016. Με αφορμή αυτή την ημέρα δράσεων το Κενό Δίκτυο καταθέτει μια ευρύτερη ανάλυση για τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής μας.

More than 50.000 people in Athens and many thousands in all other cities of Greece demondtrated in 4/2/2016 against the new Social Insurance law. Void Network offers here an analysis of the social struggles of our times in Greece

KENO ΔΙΚΤΥΟ: 
Περί Ασφαλιστικού και αγώνων

« Όταν από την κορυφή του κράτους τούς παίζουνε βιολί, τι άλλο να περιμένει κανείς, 
παρά να χορεύουν όσοι βρίσκονται από κάτω»; 
- Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Η πορεία της 4ης Φεβρουαρίου είχε αν η μη άλλο την αίσθηση του οικείου, αφού όλοι έκαναν αυτό που είθισται να κάνουν, από τους «ειρηνικούς διαδηλωτές» μέχρι όσους και όσες κατέβηκαν να συγκρουστούν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι υπήρξε μια περίοδος όπου οι κινητοποιήσεις είχαν αποκτήσει κάτι από τη δύναμη του ανοίκειου και του ενδεχόμενου, η εικόνα θα μπορούσε να κριθεί απογοητευτική ή και συμπτωματική της αμηχανίας μας• αφού δεν πήγαμε μπροστά, γυρίσαμε στα ειωθότα. Ακριβώς όμως επειδή οι αγώνες έχουν ιστορικότητα και μιλάμε για κύκλους αγώνα, το θέαμα της τελευταίας πορείας όχι μόνο δεν πρέπει να εκπλήσσει αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενθαρρυντικό. Όχι επειδή αποτελεί απαραίτητα αφετηρία «ταξικής αντεπίθεσης», αλλά επειδή ο μαζικός της χαρακτήρας δείχνει ότι ο κόσμος αρχίζει πάλι να μπαίνει σε μια λογική κινητοποίησης, ανοίγοντας ρωγμές στη μοιρολατρία που καλλιεργεί η κυβέρνηση, η οποία θέλει να εμφανίζει τον εαυτό της ως το μόνο ανάχωμα μπροστά σε έναν ακόμα πιο σκληρό και συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό. Αν μπουν στην εξίσωση και άλλες ροές αγώνα -με προεξέχουσα αυτή των αγροτών, η οποία όντως μπορεί να μπλοκάρει την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου- τότε δημιουργείται ένα μίγμα εν δυνάμει εκρηκτικό. Εκρηκτικό όμως σημαίνει άραγε και «προοδευτικό», «ριζοσπαστικό» ή ακόμα περισσότερο «επαναστατικό»; 

Η διάρρηξη της συναίνεσης της ήττας στην οποία βασίζεται η κυβέρνηση από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και μετά, είναι προφανώς απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αλλαγή προς όφελος των υποτελών τάξεων. Από την άλλη όμως, ενάντια σε ένα φαντασιακό που αρκεί να βλέπει μάζες στους δρόμους και συγκρούσεις για να αγαλλιάζει, πρέπει να αναλύονται κριτικά και τα συγκεκριμένα περιεχόμενα των αγώνων, τα συμφέροντα, οι επιθυμίες, τα επίδικα που κουβαλάνε όπως και η εγγραφή τους στην κρατούσα κατάσταση. 

Το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι μέρος των «συμφωνηθέντων» με τους δανειστές, υποδεικνύει ότι δεν μιλάμε για ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά για ένα κομμάτι της αναδιάρθρωσης που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δια μέσω των διαβόητων Μνημονίων. Προτού ριχτεί όμως όλο το ανάθεμα στη «Τρόικα» καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προς την κατεύθυνση που παίρνει -τουλάχιστον όσο αφορά τις βασικές συντεταγμένες- αποτελεί μακροχρόνιο ζητούμενο, που έβγαινε από τα συρτάρια μόνο και μόνο για να ξαναμπεί λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων και του πολιτικού κόστους που θα είχε. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να εγγράψουμε με τη σειρά τους τις πολιτικές των τελευταίων ετών στη γενικότερη αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος που έχει συνδεθεί με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. 

Η υιοθέτηση μιας μακρό-ιστορικής οπτικής, δεν σημαίνει ότι το Μνημόνιο είναι απλά μια δικαιολογία και ότι τα μέτρα που περνάνε είναι «μία από τα ίδια». Η κρίση –ως κρίση υπερσυσσώρευσης, ως κρίση αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ως κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνησιμότητας- είναι πραγματική και έθεσε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης με έναν επιτακτικό τρόπο. Η λογική όμως που διέπει τα μέτρα που υλοποιούν την αναδιάρθρωση δεν είναι καινούργια αλλά εντείνει μια υπάρχουσα ορθολογικότητα που αφορά κάτι πολύ περισσότερο από ένα δόγμα μη-παρέμβασης του κράτους στην αγορά. Κινούμενη προς μια εμπέδωση του ανταγωνισμού, της (οικονομικής) αξίας και της επιχειρηματικότητας σε όλη την έκταση της κοινωνικής ζωής, η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα βάζει στο στόχαστρο της την ίδια την έννοια των συλλογικών δικαιωμάτων που ενσωμάτωνε το κοινωνικό κράτος. 

Φυσικά το κοινωνικό κράτος όπως παρήχθη ιστορικά είναι αρκετά αντιφατικό για να θεωρηθεί ένας θρίαμβος των πληβείων (ή από την άλλη ένα κόλπο «των αφεντικών» ή μια αυτοματοποιημένη λειτουργία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης). Πιο πειστικό είναι να προσεγγίζουμε το κοινωνικό κράτος -όπως ευρύτερα τις διάφορες μορφές κοινωνικής ασφάλισης που προηγήθηκαν αυτού- ως πεδίο συνάντησης ροών από τα κάτω και από τα πάνω εντός ενός δεδομένου δίκαιο-οικονομικού καθεστώτος. Ακόμα και έτσι το προκείμενο δεν αλλάζει: στις διάφορες εκφάνσεις του, όπως αυτή της κοινωνικής ασφάλισης, το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος διεπόταν –έστω και μερικώς- από την αξίωση ότι η αξιοπρεπής ζωή είναι συλλογικό δικαίωμα που δεν εξαρτάται καθαυτό από την ατομική επίδοση στην αγορά ή από τους «νόμους» της τελευταίας. Αν λοιπόν ισχύει ότι εφόσον εντασσόταν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής το ασφαλιστικό σύστημα γινόταν λειτουργικό και στην αναπαραγωγή του, εξίσου ισχύει ότι έκανε τη τελευταία για ένα σημαντικό κομμάτι των από κάτω όχι απλά ανεκτή αλλά ικανοποιητική. Είναι τουλάχιστον υπερβολικό από αυτή τη σκοπιά να απαξιώνουμε αφ’ υψηλού ως «ξεροκόκαλα» τις κατακτήσεις των κινημάτων του παρελθόντος. Αν στη τελική ο κόσμος θέλει να υπερασπιστεί «τα κεκτημένα» είναι γιατί αυτά είναι και πραγματικά και σημαντικά.
Υπό αυτή την έννοια, η υπεράσπιση ή και ανάκτηση κάποιων βασικών κατακτήσεων είναι αδιαπραγμάτευτη ως αφετηρία κάθε πολιτικής παρουσίας στους αγώνες. Αλλά συγχρόνως υποδεικνύει τις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα όρια που οι αγώνες για το ασφαλιστικό θα συναντήσουν. Εφόσον μιλάμε για υπεράσπιση ενός υπάρχοντος συστήματος, η επιθυμία που κινητοποιεί τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο προσλαμβάνει έναν αμυντικό χαρακτήρα. Αυτό παράγει μια διαφοροποίηση σε σχέση με τους αγώνες που κάποτε συντέλεσαν στη θεσμοποίηση του κοινωνικού κράτους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων κοίταγαν μπροστά. Το πολιτικό συμπέρασμα είναι σαφές: σε έναν πρώτο βαθμό, κάθε επαναστατικό πρόταγμα είναι εξωτερικό προς τους τρέχοντες αγώνες ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Φυσικά, σε οποιαδήποτε συγκυρία μια επανάσταση θα έχει έναν χαρακτήρα τομής του ιστορικού συνεχούς. Η διαφορά έγκειται στο πως εγγράφεται η επαναστατική προοπτική σε έναν ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα. Στους υπό εξέλιξη αγώνες, η επανάσταση δεν τίθεται στην ημερήσια διάταξη ως η ριζοσπαστική εναλλακτική στην προοπτική της σταδιακής μεταρρύθμισης, καθώς η ίδια η μεταρρύθμιση αφορά ροές που πηγάζουν από τα πάνω ως επιθετική αναδιάρθρωση και όχι από τα κάτω ως προοδευτική διαδικασία μετασχηματισμού.  

Το ζήτημα όμως δεν αφορά πρωτίστως την προοπτική της επανάστασης αλλά τη μορφή και το περιεχόμενο των αγώνων. Εφόσον το νομοσχέδιο που προετοιμάζεται βάλλει διάφορες κοινωνικές ομάδες και στρώματα, οι κινητοποιήσεις παίρνουν αναπόφευκτα έναν μαζικό, λαϊκό, χαρακτήρα. Ο «λαός» όμως είναι μια μη-συνεκτική, ετερογενής, κατηγορία, που ενοποιεί ένα πλήθος διαφορετικών και ενδεχομένως ανταγωνιστικών μεταξύ τους συμφερόντων και προσδοκιών. Αυτό εντείνεται από τον αμυντικό χαρακτήρα των αγώνων, οι οποίοι ως αγώνες διατήρησης δεν υποδεικνύουν λαούς που δεν υπάρχουν ακόμα αλλά υπερασπίζουν τα υπάρχοντα συμφέροντα, άρα και ενδεχομένως τα προνόμια, των κοινωνικών ομάδων που συνθέτουν τον ελληνικό λαό. Ειδικά στην Ελλάδα, (που δεν είναι δα και στο 1940 ή Λατινική Αμερική ώστε ο λαός να έχει κατεξοχήν πληβειακό χαρακτήρα) το κοινωνικό κράτος παρήχθη υπό τεμαχισμένη μορφή μέσα από την ισχυροποίηση πελατειακών δομών και τη δημιουργία κοινωνικών καστών. Έτσι, η εναντίωση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισορροπεί μεταξύ του λαϊκού και του συντεχνιακού, κάτι που κάνει κάποιες διεκδικήσεις να μην αφορούν δικαιώματα που απαιτούνται από τις αγωνιζόμενες ομάδες να γενικευτούν αλλά ιδιαίτερες ρυθμίσεις που εύκολα μπορούν να εμφανιστούν ως προνόμια. Αυτό κάνει προφανώς τους αγώνες ανοιχτούς σε δεδομένες κομματικές διαμεσολαβήσεις. Αλλά την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι τα συντεχνιακά αιτήματα ενώνονται μόνο σε ένα εθνικό πεδίο ως επιμέρους λαϊκά αιτήματα, μαζί με το γεγονός ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση διαμεσολαβείται και επιβάλλεται από διεθνείς θεσμούς εξουσίας, κάνει τους αγώνες έκθετους στο φαντασιακό μιας εθνικής κοινότητας που προστατεύει τα μέλη της. Κάπου εκεί επικυρώνεται και το έθνος-κράτος πατέρας, που τώρα στερεί την απόλαυση που μας οφείλει.

Αν μια ταξική σκοπιά σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητη, η επίκληση μιας αφηρημένης ταξικής ενότητας δεν βοηθά, πόσο μάλλον εφόσον οι διαφοροποιήσεις και η συντεχνιακή λογική αφορούν τα ίδια τα εργατικά στρώματα και πατάνε σε μια πολύ υλική βάση. Αν λοιπόν πρέπει να τρυπήσουμε την κρούστα του λαού δεν είναι για να ανακαλύψουμε μια ενιαία και συμπαγή εργατική τάξη η οποία περιμένει να ανακαλύψει και αυτή τον εαυτό της. Αντιθέτως, έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα να ανιχνευθούν οι κοινωνικές δυνάμεις και φιγούρες που ακόμα και αν υπερασπίζουν κεκτημένα κουβαλάνε μια γενικεύσιμη χειραφετική δυναμική. Επιπλέον, στο βαθμό που δεν μιλάμε για μια ακαδημαϊκή θεωρητική διαδικασία αλλά για ένα εγχείρημα που συνδέεται με μια ορισμένη πολιτική παρουσία, αυτή η ανίχνευση δεν μπορεί παρά να γίνεται με όρους συνάντησης. Αυτό σημαίνει ότι -παρόλο που σε συγκεκριμένες κινητοποιήσεις όχι μόνο δεν έχουν θέση δυνάμεις αντικαπιταλιστικές, αναρχικές ή κομμουνιστικές, αλλά πρέπει και να τις προσεγγίζουν εχθρικά- η συνολική απουσία και αποχή από τους τρέχοντες αγώνες του ασφαλιστικού δεν ενδείκνυται ως τακτική. Επίσης σημαίνει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους μιας αντικειμενικής ταυτότητας συμφερόντων που αρκεί να αυτό-οργανωθεί για να κάνει περιττή την ανάγκη εύρεσης κοινών τόπων και πολιτικών διαμεσολαβήσεων. 

Η όποια ριζοσπαστικοποίηση και η όποια ταξική «αφύπνιση», οι όποιες αποκλίσεις και οι όποιες συναρμόσεις, οι όποιες διαδικασίες μετασχηματισμού, θα παραχθούν μέσα από τους αγώνες όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτό πέρα από το να απαιτεί μια λιγότερο απαξιωτική στάση στον λαϊκό χαρακτήρα ενός αγώνα μας επαναφέρει στην αφετηρία του κειμένου• δεν μπορούμε να μιλάμε και να δρούμε λες και ο προηγούμενος κύκλος αγώνων δεν υπήρξε, λες και οι διάφορες διεκδικήσεις –είτε έπαιρναν έναν ειρηνικό είτε ένα συγκρουσιακό ή και εξεγερσιακό χαρακτήρα- δεν βρήκαν μπροστά τους τον τοίχο που όρθωσε ένα ντόπιο και διεθνές κατεστημένο αποφασισμένο να κάνει του δικό του άλμα εμπρός. Το θέμα προφανώς αφορά αλλά δεν εξαντλείται στο συσχετισμό δύναμης. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, ανεξαρτήτως των διαφόρων εκφάνσεων της, λειτουργεί σε ένα επίπεδο ολότητας, ως συνεκτική κρατική πολιτική. Μια παγίδα εδώ είναι να μπουν οι αγώνες σε μια λογική (συν)διαχείρισης του κράτους, άρα και ενός δίκαιου επιμερισμού «των βαρών». Ως κοινωνικά αιτήματα, η αξιοπρεπής σύνταξη, η επαρκής κοινωνική ασφάλιση για όλους κλπ. πρέπει να τίθενται ως αδιαπραγμάτευτα, ανεξάρτητα του τρόπου εκφοράς τους, δηλαδή αν αναπαρίστανται ως συλλογικές ανάγκες ή ως συλλογικά δικαιώματα. Η άλλη περίπτωση εξάρτησης των αιτημάτων αυτών στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας, τα υποτάσσει κατά το μάλλον ή το ήττον στη λογική της αξίας, της ανταποδοτικότητας και των αγορών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η εξάρτηση δεν υφίσταται ως υλική πραγματικότητα ή ότι αυτή η λογική δεν πρυτανεύει και δεν επιβάλλεται από δεδομένους θεσμούς εξουσίας υπό τη μορφή μιας συνολικής ορθολογικότητας και κυβερνησιμότητας. Το να επιμένουμε σε μια «εργατίστικη» λογική συνδικαλιστικής διεκδίκησης, όσο μαχητική και αν είναι αυτή, είναι να αγνοούμε ότι οι όποιες γενικευμένες εργατικές διεκδικήσεις προϋποθέτουν στην παρούσα συγκυρία μια συνολικότερη πολιτική αλλαγή κατεύθυνσης, είτε αυτή εν τέλει είναι ρεφορμιστικού είτε επαναστατικού χαρακτήρα.

Κανείς δεν περιμένει, ούτε χρειάζεται, «Το Πρόγραμμα» για να αμφισβητήσει, να αγωνιστεί, να δράσει, να παράγει γραμμές φυγής. Αλλά υπάρχουν οριακές στιγμές όπου οι αγώνες ανοίγουν το φάσμα μιας μεγάλης αλλαγής. Σε αυτές τις στιγμές-όρια για να συνεχίζει να ρέει και να ριζοσπαστικοποιείται η επιθυμία προς τα μπρος πρέπει να μπορεί να επενδύσει σε κάτι, για το οποίο τα υποκείμενα που αγωνίζονται αν ερωτηθούν να πουν ότι παλεύουν. Από αυτή τη σκοπιά, δεν πρέπει να υποτιμάται η απουσία εναλλακτικής πειστικής αφήγησης ή η ανεπαρκή επεξεργασία καίριων πρακτικών ζητημάτων που θα θέτονταν (πχ.) σε ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη, ένα αρκετά πιθανό σενάριο άλλωστε αν το ασφαλιστικό μπλοκαριστεί επιτυχώς από τους αγώνες. Ακόμα λοιπόν και αν γίνει δεκτό ότι αυτή τη στιγμή οι αγώνες από τα κάτω (οφείλουν πρωτίστως να) διανοίγουν κενά, ένας πολιτικός προβληματισμός πρέπει εξίσου να προσπαθεί να δει πέρα από αυτά.

Στο διάστημα που ακολουθεί οι αγώνες θα τεστάρουν και πάλι τις δυνατότητες και τα όρια τους, μαζί με τις αντοχές μιας κυβέρνησης χωρίς οργανικούς δεσμούς ούτε με τους πάνω ούτε με τους κάτω. Την ίδια στιγμή, οι αγώνες θα βρουν πάλι διλήμματα που, άσχετα αν από μια ταξική ή επαναστατική σκοπιά θα φαίνονται ψευδή ή όχι, θα έχουν πραγματικές επιπτώσεις. 

Ας μην κρατάμε μεγάλο καλάθι. Μέχρι σήμερα, η πρόσδεση στο υπάρχον, η συνείδηση απώλειας ορισμένων μη-αμελητέων προνομίων, –όπως πρόσβαση σε μια διευρυμένη αγορά αγαθών και εργασίας- ο φόβος του αβέβαιου και μιας άτακτης κατάρρευσης, η έλλειψη μιας εναλλακτικής μεγάλης αφήγησης, έκαναν τα κινήματα σε καίριες στιγμές να αποδεχτούν την ήττα τους. 
Έχουμε ήδη φτάσει στο Τρίτο Μνημόνιο και μετράμε… Θα επαναληφθεί άραγε το ίδιο σενάριο και με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση; Πιθανόν, αλλά αυτό μένει να επικυρωθεί πρακτικά, και αντί να αναμένουμε το ενδεχόμενο μοιρολατρικά  πρέπει να δούμε πως μπορεί να παρεμποδιστεί. Όπως και οφείλουμε να μην παραδώσουμε τους αγώνες ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση στο εθνικιστικό-δεξιό μπλοκ που κινητοποιείται και σιγά-σιγά συναρμόζεται. Το τι μέλει γενέσθαι θα κριθεί (και) στους δρόμους.

Κείμενο: Ελευθεριακή Συνέλευση Κενός Κύκλος

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
http://voidnetwork.blogspot.com

19.11.15

"Οι Mέρες της Οργής: Για την επίθεση στο Παρίσι και τον πόλεμο που μαίνεται" Κενό Δίκτυο




















ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
http://voidnetwork.blogspot.com

Οι Mέρες της Οργής: Για την επίθεση στο Παρίσι και τον πόλεμο που μαίνεται

«Όχι μόνο η λογική των αιώνων αλλά και η παράνοια τους πέφτει πάνω μας» , Φρίντριχ Νίτσε

Μπορεί να μιλήσει κανείς για τα γεγονότα στο Παρίσι χωρίς να πει απλά τα αυτονόητα; Έχουν πάντως και τα τελευταία τη σημασία τους, τουλάχιστον ως αφετηρία.
Σε συνάρτηση με την επίθεση που έγινε στον Λίβανο πριν λίγες ημέρες, η πολύνεκρη επίθεση στο Παρίσι επιβεβαίωσε κάτι που γνωρίζαμε ήδη: η ζωή των «Δυτικών», ό, τι και να σημαίνει πλέον αυτός ο όρος, βαραίνει περισσότερο από των υπολοίπων λαών ή για την ακρίβεια των λαών που συνθέτουν τον «Τρίτο Κόσμο». Είναι αν μη τι άλλο θετικό ότι αυτή η ασυμμετρία στην αξιολόγηση της ζωής παρατηρείται και από μη ιδιαίτερα πολιτικοποιημένους ανθρώπους. Επίσης, αν και ως διαπίστωση δεν αρκεί για να εξηγηθούν οι μαζικές δολοφονίες, τουλάχιστον βοηθάει να καταλάβουμε γιατί κάποιοι, κάπου μπορεί να αισθάνονται ένα αίσθημα δικαίωσης.

Αν πάντως θέλουμε να αναλύσουμε σε βάθος το φαινόμενο της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας πρέπει να αποφύγουμε δυο αναγωγές: πρώτον, να ρίξουμε το ανάθεμα στον «Ισλαμοφασισμό» και ακόμα χειρότερα «στο Ισλάμ»· δεύτερον, αφού φυσικά καταδικάσουμε με αποτροπιασμό την επίθεση, να πούμε ότι «φταίνε οι Αμερικάνοι» ή, λίγο πιο ραφιναρισμένα, ο Ιμπεριαλισμός. Όχι ότι αυτές οι θέσεις είναι λάθος. Αν και η έννοια του Ισλαμοφασισμού δεν βοηθάει πολύ, είναι ξεκάθαρο ότι το Ισλαμικό Κράτος διακονεί τον αυταρχισμό και εχθρεύεται τη διαφορετικότητα. Εξίσου σαφές είναι ότι η θρησκευτική πίστη υποδαυλίζει και επικυρώνει φαντασιακά τη βία του εν λόγω μορφώματος· η επίθεση στο Παρίσι άλλωστε δεν είναι το πρώτο έγκλημα που γίνεται στο όνομα ενός Θεού. Το να αποσπάσουμε όμως μια ουσιοκρατικά οριζόμενη «θρησκεία» από τα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά της συγκείμενα εμποδίζει από το να κατανοήσουμε το φαινόμενο του τζιχαντισμού στην ιστορικότητα του. Το ISIS δεν φύτρωσε στο χώμα μια αφηρημένης πίστης αλλά παράγεται ιστορικά μέσα σε δεδομένες κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η γεωπολιτική του ιμπεριαλισμού, που ενόσω συντελεί στη δημιουργία ενός διογκούμενου χάους στη Μέση Ανατολή δεν σταματά να επενδύει στο ένοπλο Ισλάμ, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδυση και εξάπλωση του τζιχαντισμού και συγκεκριμένα του Ισλαμικού Κράτους. Το τελευταίο όμως, και οι ενέργειες που το συγκροτούν ως αυτό που είναι, δεν μπορεί να αναχθεί στις αρνητικές του ιστορικές συνθήκες, λες και τα ιστορικά υποκείμενα, εν προκειμένω οι τζιχαντιστές, είναι αυτόματα που δρουν ανακλαστικά. 

Η βία γεννάει βία, αλλά αυτό το αξίωμα δεν υπονοεί μια άμεση αιτιακή ανταπόκριση μεταξύ ιμπεριαλισμού και τζιχαντισμού. Η επίθεση στο Παρίσι δεν ήταν καθόλου τυφλή αλλά δεν είχε και κάποιον πρόδηλο ιμπεριαλιστικό στόχο. Αντίθετα, δεν μπορούμε να αγνοούμε ότι τα σημεία των επιθέσεων έφεραν άλλους ευρύτερους «αντί-δυτικούς» συμβολισμούς. Για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της τζιχαντιστικής βίας πρέπει να ανιχνεύσουμε τις θετικές της επενδύσεις, τους τρόπους που η ορθολογικότητα και η παράνοια της επενδύονται στο κοσμοϊστορικό πεδίο. 
Ο τζιχαντισμός αποτελεί συνάρμοση ροών οι οποίες ξεκινώντας από ένα μοριακό επίπεδο απεδαφικοποιήσεων κατέληξαν, στη μορφή του Ισλαμικού Κράτους, να εδαφικοποιήσουν μια νέα τάξη Δικαίου. Το Ισλαμικό Κράτος, σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα, δεν είναι μια νομαδική μηχανή πολέμου αλλά, όπως ακριβώς δηλώνει το όνομα του, μια αναδυόμενη πολιτική κοινότητα της οποίας η καθημερινή λειτουργία – και ας μην λησμονούμε ότι έχει παραχθεί μια λειτουργική καθημερινότητα - θεμελιώνεται και νομιμοποιείται σε μία ιστορική μορφή δικαιοσύνης. Η τελευταία έχει ιδιάζουσες δομές αξίας, ορθότητας, μέριμνας κα πρόνοιας, αλλά αναμφίβολα ως ιστορική μορφή χαρακτηρίζεται από την περίοπτη θέση που δίνει στη βία ως δραστηριότητα οργανικά δεμένη με την αρετή και τη λύτρωση. Ούτε όμως αυτή η σύνδεση είναι καθαυτή ιστορικά πρωτότυπη ή ίδιον ενός θρησκευτικού φαντασιακού, αφού έχει προσλάβει κοσμικές μορφές ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση. Το θέμα εδώ δεν είναι να κάνουμε εύκολες αναλογίες και ισοπεδωτικές συγκρίσεις που, βάζοντας στο ίδιο καζάνι τον τζιχαντισμό με τον Ιακωβινισμό, καταλήγουν σε εύκολες όσο και αδιέξοδες φιλελεύθερες απολογητικές. 

Το ζητούμενο είναι ότι αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον τζιχαντισμό και τι είναι προβληματικό με αυτόν δεν μπορούμε να το κάνουμε απλά σε ένα αφηρημένο επίπεδο αποκήρυξης της σχέσης δικαιοσύνης και βίας, ούτε καν δικαιοσύνης και Τρόμου. 
Ούτε θα βρούμε την απάντηση στον «σκοταδισμό» καθώς ο σύγχρονος τζιχαντισμός είναι ένα μετά-νεωτερικό φαινόμενο. Τραβάει φυσικά από το παρελθόν, αλλά αυτό που βρήκε στον Μεσαίωνα, στη μορφή του Χαλιφάτου, είναι ένα εναλλακτικό τρόπο να είναι κάποιος σύγχρονος, ανταγωνιστικό σε άλλες εκδοχές (μετά)νεωτερικότητας. Από αυτή την άποψη δεν πρέπει να μας διαφεύγει η κεντρικότητα που κατέχει το διαδίκτυο στη δράση του Ισλαμικού Κράτους. Τα βίντεο που ανεβάζονται στο YouTube δεν είναι ψηφιακές καταγραφές βίας αλλά βία που (ανα)παράγεται ψηφιακά για εμάς. Και αν κάποιοι νιώθουν αποτροπιασμό μπροστά στο θέαμα κάποιοι έλκονται από αυτό. Ο τζιχαντισμός αυτή τη στιγμή εμπνέει και κινητοποιεί κόσμο, ιδιαίτερα νέους άντρες που βρίσκουν σε αυτόν μια παραγωγική φαντασίωση που τους προσφέρει ταυτότητα, επιβεβαίωση του αντρισμού τους αλλά και ρόλο σε έναν ιερό πόλεμο που φτάνει στο ύψος ενός κοσμοϊστορικού δράματος. Και όπως κατέδειξαν και οι πρόσφατες επιθέσεις, αυτή η φαντασίωση δεν εμπνέει μόνο φτωχούς από τις υποδεέστερες τάξεις του Τρίτου Κόσμου αλλά και νέους προλετάριους ή και μεσοαστούς από τα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης. Όπως η εξάπλωση του τζιχαντισμού στον Αραβικό κόσμο και τη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από την ιστορική πορεία του σοσιαλισμού και της Αριστεράς σε αυτά τα μέρη, έτσι και τα ριζώματα που αποκτά στην Ευρώπη δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω της παρακμής της εργατικής ταυτότητας και των επαναστατικών ιδεολογιών.

Αν λοιπόν μας απασχολεί το φαινόμενο του τζιχαντισμού είναι αφενός γιατί μας εισάγει στα πολύπλοκα μονοπάτια που συνδέουν τη δικαιοσύνη με τον τρόμο, την επιθυμία για αλλαγή με τον φανατισμό, τη λύτρωση με τη βία και αφετέρου επειδή η κατανόηση του μας επιβάλει να αντικρίσουμε το φάσμα μιας ιστορικής ήττας σε όλο της το εύρος και το βάθος. Σίγουρα όμως όχι επειδή είναι ο άμεσος εχθρός μας και ακόμα λιγότερο ένας ιός στον οποίο η Ευρώπη και «η Δύση» οφείλουν να αντισταθούν μην αφήνοντας να μολύνει τις αξίες και τον τρόπο ζωής τους. Μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορεί να εκληφθεί η θέση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ή «δυτικά» κράτη όπως αυτά της Γαλλίας και των ΗΠΑ αποτελούν φορείς και θεματοφύλακες του Διαφωτισμού. Ό, τι και να είναι ο τζιχαντισμός ως σύμπλεγμα ροών παραγωγικής επιθυμίας αποκτά την ιστορική του υλικότητα μέσα σε έναν εν εξελίξει πόλεμο του οποίου η βία ενορχηστρώνεται από τα ιμπεριαλιστικά κράτη και τη Διεθνή του Κεφαλαίου. Από αυτή τη σκοπιά, η επίθεση στο Παρίσι είναι ένα θραύσμα που εκθέτει ζωές σε μια βία όπου άλλες ζωές είναι έκθετες καθημερινά. Αυτό είναι και που τρομάζει ίσως περισσότερο: ότι ο πόλεμος που μαίνεται απλώνει την παράνοια του πάνω σε αυτούς που τον έβλεπαν ως εικόνα στις ειδήσεις.

Και πάλι έτσι είναι απαραίτητο να πούμε (αυτά που θα έπρεπε να είναι) αυτονόητα. Όσο και αν δεν πρέπει να υποτιμάμε τον βίαιο μεσσιανισμό του τζιχαντισμού, σε αυτόν τον πόλεμο το άμεσο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι το Ισλαμικό Κράτος αλλά η παραγόμενη εθνική ομοψυχία που κάνει ένα κοινοβούλιο να τραγουδά μαζί τον εθνικό ύμνο· που ενοποιεί μια κοινωνία ως βαλλόμενο (και ενδεχόμενα επιτιθέμενο) πολιτικό σώμα· που νομιμοποιεί την παρουσία του στρατού στους δρόμους· που μετατρέπει την επισφάλεια της καθημερινότητας σε νεύρωση για ασφάλεια από εξωτερικούς εχθρούς. Πρόβλημα είναι η κλιμάκωση του αυταρχισμού, το κλείσιμο των συνόρων, η ξενοφοβία και η δαιμονοποίηση του Άλλου. Και φυσικά η λιτότητα, η φτωχοποίηση, το παθολογικό άγχος, η εγκατάλειψη, ο αποκλεισμός, η περιθωριοποίηση, η έλλειψη προοπτικής και μέλλοντος.

Δεν ζούμε σε έναν διπολικό κόσμο εντός του οποίου καλούμαστε να διαλέξουμε στρατόπεδα. Ακόμα λιγότερο, «η Δύση» δεν αποτελεί το στρατόπεδο του Λόγου και της Δημοκρατίας. Πέρα από τον τζιχαντισμό και τον ιμπεριαλισμό που επιδιώκει μέσα από τον ολοκληρωτισμό του τεχνικού συστήματος να ενοποιήσει τον κόσμο μέσα στο τεχνοολοκληρωτικό κοσμοσύστημα, υπάρχουν τα κινήματα, η εν συγκροτήσει, νέα παγκόσμια αντικουλτούρα, και οι ταξικοί αγώνες. Πέρα από τη Διεθνή του Κεφαλαίου υπάρχει και το πολυεθνικό προλεταριάτο, υπάρχουν και οι καταπιεσμένοι - άτομα, ομάδες, λαοί. Πέρα από, και ενάντια στο, Ισλαμικό Κράτος υπάρχει και το Κομπάνι. Μπορεί αυτές οι ροές αγώνα να μη στοιχειοθετούν ακόμα έναν δομημένο τρίτο πόλο αλλά σίγουρα σκιαγραφούν μια μορφή δικαιοσύνης που ούτε υπάγει τη ζωή στον μυστικισμό της ανταλλακτικής αξίας και των Αγορών, ούτε στον άλλο μυστικισμό, αυτόν  της βίας και της δύναμης. Η θέση η δική μας δεν μπορεί παρά να είναι μέσα στις μονάδες παραγωγής αυτής της νέας και ανταγωνιστικής ιστορικής μορφής, της μόνης εν τέλει που αξίζει το όνομα της.

ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
http://voidnetwork.blogspot.com

20.10.15

SPEAK NO EVIL / poetry event in WEN. 21/10/2015 Thessaloniki




photo by Image Loi / http://www.photoloi.com/ 





SPEAK NO EVIL 
Participation of poets Tasos Sagris and Sissy Doutsiou from Void Network to the event of underground literature magazine ANDLIA in Thessaloniki

Wednesday 21 October 2015 
starts at 18.00
Bensousan Han
6, Edessis str., 54625 Thesaloniki

Ποίηση / Μουσική / Είκόνα / Βίντεο / Φωτογραφία / 
σε μία μοναδική βραδιά που διοργανώνει η ομάδα 
του λογοτεχνικού περιοδικού Αντλία!

Την Τετάρτη, 21/10, η ομάδα της Αντλίας επιστρέφει στο Bensousan Han , για την 3η της εκδήλωση. Θα παρουσιαστεί το δεύτερο τεύχος του περιοδικού, ενώ παράλληλα η εκδήλωση θα περιλαμβάνει εικαστικά, φωτογραφία, multimedia δρώμενα ποίησης και ζωντανή μουσική.


Η εκδήλωση θα ανοίξει τις πόρτες της στο κοινό στις έξι [18:00] και θα έχετε την δυνατότητα να περιηγηθείτε στα δωμάτια του Μπενσουσάν που θα φιλοξενούν το κάθε ένα και από μία διαφορετική εγκατάσταση.

Πιο αναλυτικά το πρόγραμμα περιλαμβάνει:

- Εικαστικά έργα της ζωγράφου 
Χριστιάνας Παπακώστα
Christiana Papakosta's visual art exhibition

- Αφιέρωμα στην εκφυλισμένη τέχνη 
(Entartete Kunst – 1937) archives

- Ποιητικές εγκαταστάσεις 
από την ομάδα της Αντλίας
poetry instalations by the team of Andlia

- Έκθεση φωτογραφίας
photo exhibition

- Multimedia δρώμενο ποίησης 
από την ομάδα Κενό Δίκτυο
ποίηση: Σίσσυ Δουτσίου, Τάσος Σαγρής
ήχος: dj Crystal Zero
visual art: Void Optical Art Lab
multi media poetry action from Void Network

- Live Concert: 
Tuflon  
https://myspace.com/tuflon/music/songs
Rebecca Challis 
https://soundcloud.com/rebeccachallis


Το 2ο τεύχος της Αντλίας θα διατίθεται στην εκδήλωση προς 4 ευρώ.

Είσοδος 2 ευρώ για την κάλυψη των εξόδων της εκδήλωσης και την ενίσχυση του εγχειρήματος της Αντλίας. 

Στο μπαρ του χώρου θα υπάρχει κρασί, ρακή και μπύρες, but U can bring your own booze 2!

Με την υποστήριξη του EntropiaRadio www.entropiaradio.gr

Φωτογραφική κάλυψη από τη φωτογραφική ομάδα του ArtRoom

Βιντεοκάλυψη από τον Ηλία Κουτρότσιο Ilias Koutrotsios του DEStv.

Το σχέδιο στην αφίσα και στο εξώφυλλο του 2ου τεύχους είναι της εικαστικού και tattoo artist Όλγας-Μαρίας Μάγγελ. Olga-Maria Nicotattoocrew
Το στήσιμο της αφίσας και του banner έγινε από τον Παναγιώτη Ξάνθο.

20.9.15

Κενό Δίκτυο: Το Χρονικό μιας Ήττας / Εκλογές 2015 // Void Network: Chronicle of a Defeat / Greek Election s 2015



























“Η μεγάλη ήττα, σε όλα τα πράγματα, είναι να ξεχνάς προπαντός τι σε έκανε να ψοφήσεις […] Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας, δεν πρέπει να κάνουμε ούτε τους καμπόσους, ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη…”

Céline, Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας


Κάθε κατάτμηση της ιστορίας σε περιόδους είναι ριψοκίνδυνη και, έως ένα βαθμό, αυθαίρετη. Παρόλα αυτά, η υπογραφή ενός νέου Μνημονίου από μια κυβέρνηση που αποκλείεται να συγκυβερνούσε έξω από την αξίωση πολιτικής εκπροσώπησης των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο και η συνακόλουθη προκήρυξη εκλογών ώστε να συγκροτηθεί μια νέα κυβέρνηση που θα υλοποιήσει τις προβλεπόμενες πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι κλείνει μια περίοδος κατά την οποία ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός συμπυκνώθηκε και σφραγίστηκε από το δίπολο “μνημόνιο/αντιμνημόνιο”. Εκ των πραγμάτων, για όποιον επηρεάζεται από τις “μνημονιακές” πολιτικές, και ακόμα περισσότερο για όποιον βρέθηκε στο δρόμο απέναντι στην υλοποίηση τους, ένας απολογισμός του τι έγινε παίρνει τη μορφή της εξιστόρησης μιας ήττας. Επειδή όμως το κλείσιμο μιας περιόδου υπονοεί άνοιγμα μιας άλλης, ένας τέτοιος απολογισμός δεν κοιτάει μόνο πίσω αλλά και μπροστά, μεταβαίνοντας από αυτό-που-έγινε σε αυτό-που-μπορεί-να-γίνει.

Μέσα στους κύκλους της αναρχίας, της αυτονομίας και της άκρας αριστεράς είναι διαδεδομένη η απαξίωση του αντιμνημονιακού κινήματος ως “μικροαστικού όχλου” ή “διαταξικού χυλού”. Φυσικά, καθαυτό το γεγονός της “διαταξικότητας” όχι μόνο δεν είναι ιστορικά πρωτότυπο – το κάθε άλλο – αλλά ήταν και πλήρως αναμενόμενο. Το Μνημόνιο (από το “1” έως το “3”) αποτελεί απαραίτητη νομική έκφραση μιας καθόλα πραγματικής διαδικασίας, “αληθινό” όσο και η κατά 25% πτώση του βιοτικού επιπέδου που επικύρωσε. Στο βαθμό που αυτή η πτώση δεν αφορούσε μόνο μια τάξη αλλά διάφορες κοινωνικές ομάδες – ιδιαίτερα τα λεγόμενα “λαϊκά στρώματα” (μισθωτούς, ανέργους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, μικροϊδιοκτήτες) – ήταν αναπόφευκτο ότι οι ροές άρνησης των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης θα έπαιρναν τη μορφή μιας ετερογενούς – ή αλλιώς “διαταξικής” – συνάρμοσης.[1] Έπεται ότι ως εμπειρική διαπίστωση η κατηγορία της διαταξικότητας στερείται νοήματος.

Φυσικά, επειδή κάτι παράγεται ιστορικά, εν προκειμένω το αντιμνημονιακό κίνημα, (ή πιο συγκεκριμένα το περιλάλητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου) δεν σημαίνει ότι πρέπει και να το αποδεχτούμε. Οφείλουμε εν τούτοις να κατανοήσουμε τα γιατί του. Επειδή, όμως, δεν είμαστε ουδέτεροι θεατές αλλά επιθυμητικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτό που προσπαθούν να κατανοήσουν υπάρχει πάντα μπροστά μας η παγίδα να εντάσσουμε και εξηγήσουμε αυτό που έγινε μέσα από τις προϋποθέσεις της δικής μας επιθυμίας· φερειπείν, αν θεωρούμε προϋπόθεση για να γίνει αυτό που θέλουμε την “ορθή” ταξική συνείδηση, η έλλειψη της να εξηγεί το ότι δεν έγινε αυτό που θέλαμε. Μέσω αυτής της κυκλικής – και εντελώς αντί-διαλεκτικής – λογικής, που συγχέει είναι και δέον, πραγματικό και επιθυμία, δεν αποτυγχάνουμε μόνο να κατανοήσουμε επαρκώς γιατί έγινε αυτό που έγινε -δηλαδή πως παράχθηκε ιστορικά· εξίσου σημαντικά, όσοι αγώνες δεν εναρμονίζονται στα “πρέπει” μας ερμηνεύονται με αρνητικούς όρους, με βάση αυτό που τους λείπει. Έτσι, η ιστορία μετατρέπεται σε θλιμμένο χρονικό μιας Έλλειψης ενώ στην πορεία εξαφανίζεται η όποια θετικότητα των αγώνων, οι μικρές αρνήσεις και οι μεγάλες προσδοκίες, οι γραμμές έντασης και φυγής που παρήχθησαν, οι μορφές παρέμβασης και επιρροής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Υπονοούν, άραγε, αυτές οι παραδοχές κάποια άκριτη αποδοχή των αντιμνημονιακών αγώνων; Καθόλου. Αν η διαταξικότητα ως εμπειρική διαπίστωση δεν έχει κριτικό χαρακτήρα, ως πολιτική κριτική ενέχει πολλά βάσιμα στοιχεία· πάνω από όλα, η πολιτική αφήγηση που επικράτησε σε διάφορες αποχρώσεις – δεξιές και αριστερές – εντός της αντιμνημονιακής συνάρμοσης χαρακτηριζόταν από έναν εθνολαϊκισμό που αφενός νομιμοποιούσε τα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που ωφελήθηκαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης και του εκσυγχρονισμού μέσω των προνομιακών (πελατειακών) σχέσεων που απέκτησαν με το κράτος-κόμμα και αφετέρου εμπόδιζε την παραγωγή εσωτερικών αποκλίσεων που θα προέκριναν τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικού μετασχηματισμού προς όφελος των υποτελών τάξεων. Τα προβλήματα με την κριτική ξεκινάνε όταν αρχίζει να τίθεται ως έπρεπε των αγώνων άρα και ως βασική έλλειψη τους, η (μη) πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης και η (μη) κάθοδος της στους δρόμους ως συνειδητή και αυτόνομη δύναμη.[2] Για να αποφευχθεί εδώ μια ιδεαλιστική συνάρθρωση επιθυμίας και πραγματικού πρέπει να απαντηθούν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα. Γιατί η προοπτική μιας πολιτικά συγκροτημένης εργατικής τάξης εμφανίστηκε μόνο ως μειοψηφική προτροπή χωρίς αποδέκτη και όχι ως πρακτική δυνατότητα που εγγραφόταν σε μια μαζική ροή; Γιατί σήμερα ο μόνος δημοφιλής πολιτικά αντί-λόγος στον νεοφιλελευθερισμό είναι ο (αριστερός ή δεξιός) λαϊκισμός ενώ όσο πιο εργατιστικός ένας λόγος τόσο πιο περιθωριακός είναι; Ελλιπής ταξική συνείδηση, είναι η εύκολη απάντηση. Τι σημαίνει όμως ακριβώς αυτό; Αν αφορά μια προβληματική κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, είναι δύσκολο όντως να αρνηθεί κανείς τη φτώχεια και το χαμηλό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Αν από την άλλη υπονοείται κάποια “προλεταριακή αυθεντικότητα” σε αντιπαραβολή με τον “μικροαστισμό” του αντιμνημονιακού όχλου, κινούμαστε στα πλαίσια ενός κανονιστικού ιδεαλισμού. Όσοι κατέβηκαν στο δρόμο μια χαρά “συνείδηση” των συμφερόντων τους είχαν είτε ως μικροϊδιοκτήτες, μισθωτοί ή άνεργοι· δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις κορυφώσεις του αντιμνημονιακού αγώνα, που μορφολογικά θα μπορούσε να αποτελεί το ξέσπασμα μιας μαζικής εξέγερσης, – η 12η Φεβρουαρίου – συνέβη τη μέρα ψήφισης της μείωσης του βασικού μισθού και του επιδόματος ανεργίας. Αυτή όμως η συνείδηση εντάσσεται και διαχέεται στις ροές όπου τα εργατικά στρώματα συναρμόζονται με αυτό το ετερογενές πλήθος που μοιράζεται μεταξύ του πολλά (χρέη, υποχρεώσεις, εξαρτήσεις, επισφάλεια, ματαιωμένες προσδοκίες) αλλά και που το χωρίζουν αρκετά ώστε να μη συγκροτεί (πολιτική) τάξη όσο μια “αόρατη πλειοψηφία” – την οποία και η έννοια του Λαού προσπαθεί να φέρει στη δημόσια σφαίρα, με όλα τα προβλήματα και τους αποκλεισμούς που περιέχονται.[3]

Φυσικά, η ποσότητα δεν είναι και ποιότητα. Ακόμα περισσότερο, εφόσον η επιθυμία είναι μια παραγωγική διαδικασία τίποτα δεν εμποδίζει να επιχειρηθεί αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο να γίνει εφικτό. Αυτή δεν είναι και η ουσία κάθε πολιτικής χειραφέτησης; Από την άλλη, επειδή δεν μπορούμε να υπερπηδήσουμε την ιστορία – δηλαδή τις υλικές συνθήκες στις οποίες ζούμε – η “πολιτική ανασυγκρότηση της τάξης”[4] δεν μπορεί να γίνει με όρους του παρελθόντος αλλά πρέπει να αντιμετωπίσει μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα: τον κατακερματισμό και τη διαφοροποίηση των εργατικών τάξεων που έχει προσλάβει διεθνή έκταση, τη διευρυμένη επισφάλεια, την εξάπλωση δουλειών που δεν παράγουν κανένα “class-pride”, την παρακμή του κοινωνικού κόσμου της εργασίας και των κοινοτήτων που τον αναπαρήγαγαν, τις σύγχρονες μορφές και τεχνικές εξουσίας, εξάρτησης και υποκειμενικοποίησης που τέμνουν παραδοσιακούς ταξικούς διαχωρισμούς, τη σύμφυση ανθρώπινου/τεχνικού και υποκειμένου/αντικειμένου σε ροές και μορφές που δυσκολεύουν τη θεμελίωση ενός πολιτικού προτάγματος στη “ζωντανή εργασία” κ.α. Σε κάθε περίπτωση, η “συνείδηση” είναι μια υλική διαδικασία συμμετοχής σε έναν δεδομένο κόσμο· εφόσον αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στατική διαρρύθμιση πραγμάτων αλλά ροές έντασης (συλλογικών και ατομικών, οργανικών και ανόργανων) σωμάτων, η συνείδηση, ως μια τέτοια σωματική ροή, υπόκειται σε διαδικασίες μεταλλαγής και ριζοσπαστικοποίησης οι οποίες όμως συντελούνται μόνο εν τω γίγνεσθαι του κόσμου άρα και των αγώνων που παράγονται ιστορικά. Έξω από αυτό το πλαίσιο, κάθε αναφορά σε “ταξική συνείδηση” ως αυτό-αναγνώριση που εμπεριέχει αυταπόδεικτες αλήθειες και κανονιστικές συμπεριφορές είναι απλά ιδεαλισμός (είτε ρομαντικής είτε ορθολογικής απόχρωσης) που έρχεται από τον 19ο αιώνα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στους αντιμνημονιακούς αγώνες, στη δεδομένη συγκυρία της ελληνικής κοινωνίας όπως έβγαινε από 20 χρόνια “εκσυγχρονισμού”, δεν θα μπορούσε να παραχθεί ιστορικά κάτι άλλο από ένα κοινωνικά και πολιτικά ετερογενές κίνημα που συναρμοζόταν στη βάση ενός αρνητικού παρανομαστή – ενάντια δηλαδή στο Μνημόνιο. Συγχρόνως, επειδή ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που βγήκαν στους δρόμους ήταν υλικά και ψυχικά προσδεμένοι στους όρους ζωής τους, αναμενόμενα ήθελαν να τους υπερασπίσουν ή να τους αποκαταστήσουν.[6] Ο αναγκαστικά αμυντικός χαρακτήρας που προσέλαβε το αντιμνημονιακό κίνημα όμως δεν εξάντλησε τη δυναμική του· επειδή οι πολιτικές διαμεσολαβήσεις που επικύρωναν τους υπάρχοντες όρους ζωής διαλύονταν μέσα από το Μνημόνιο – με πλέον χτυπητό παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ – μια τέτοια υπεράσπιση/αποκατάσταση απαιτούσε και έναν μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, ανοίγοντας έτσι ένα ορίζοντα αλλαγής.

Εντός αυτού του δυναμικού πεδίου αναδείχθηκαν μειοψηφικά κομμάτια που επένδυσαν την επιθυμία για άρνηση και αλλαγή με ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό περιεχόμενο, συντελώντας, ειδικά όσον αφορά το συγκρουσιακό στοιχείο, ώστε και η μάζα των αγωνιζομένων να πάει πολύ πέρα από την αφετηρία της. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την παρουσία αυτών των μειοψηφιών ούτε τις εκτεταμένες συγκρούσεις ως υλική υπενθύμιση και κατώφλι μιας δυνατότητας· ποτέ δεν συναρμόστηκε όμως μια πολιτική δύναμη ικανή να γίνει φορέας ενός επαναστατικού μετασχηματισμού. Στην κρίσιμη μάζα του το αντιμνημονιακό κίνημα διατήρησε τον συντηρητικό (υπό την έννοια της επιθυμίας συντήρησης μιας υπάρχουσας συνθήκης) και ρεφορμιστικό χαρακτήρα του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο από αυτό που έγινε, ούτε είναι άχρηστες τέτοιες υποθέσεις στο πλαίσιο επινόησης νέων πολιτικών ακολουθιών, στρατηγικών και τακτικών. Όσο όμως ανοιχτοί και αν ήταν οι αγώνες σε περαιτέρω ροές ριζοσπαστικοποίησης οι ψυχικές, υλικές και πολιτικές συνθήκες για μια κοινωνική (και δη ελευθεριακή-κομμουνιστική) επανάσταση απλά δεν υπήρχαν.

Η όποια δυναμική μετασχηματισμού συνεπώς παρέμεινε κατά βάση ενταγμένη στο τρίπτυχο άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής, το οποίο, διαποτισμένο με όλα τα σχετικά (μίκρο- ή μάκρο-) συμφέροντα και προσδοκίες, όριζε τις ροές επιθυμίας που συνέθεταν το αντιμνημονιακό κίνημα, όπως και τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, εντάσεις και αντιφάσεις του. Αυτό το τρίπτυχο μπορεί να ανιχνευθεί σε όλα τα ορόσημα του κινήματος: στην αγριεμένη μάζα της 5ης Μάη του ΄11, στις πλατείες της αγανάκτησης[7] αλλά και της δημοκρατικής παραγωγής (όπως και του διαχωρισμού “πάνω και “κάτω” Συντάγματος), στην εξεγερτική έκρηξη της 12ης Φεβρουάριου του ΄12, στο Όχι του δημοψηφίσματος. Από αυτά τα “μεγάλα” συμβάντα μέχρι τις “μικρές” αντιστάσεις – τις αρνήσεις αξιολόγησης και πληρωμών, τις επανασυνδέσεις κλπ – το εν λόγω τρίπτυχο παρήχθη ως υλική δύναμη που παρεμπόδιζε την υλοποίηση του Μνημονίου και που δεν προκάλεσε απλά τεράστια κρατική καταστολή αλλά ώθησε το ντόπιο και διεθνές κατεστημένο σε συνεχείς πολιτικούς ελιγμούς και αναδιατάξεις.

Εδώ εντάσσεται και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Όσοι λένε ότι η “πρώτη φορά Αριστερά” ήταν ένα αποκούμπι του συστήματος έχουν δίκιο. Ήταν όντως μόνο μια κυβέρνηση με βάση ένα αριστερό κόμμα που (θα) μπορούσε να συνεχίσει την αναδιάρθρωση μέσω της υπογραφής ενός τρίτου Μνημονίου. Αλλά αν μια διαλεκτική ανάλυση προσπαθεί να κατανοήσει το δομικό και το υποκειμενικό ως τροπικές εκφάνσεις της ίδιας πραγματικότητας και όχι ως διακριτούς παράγοντες, δεν πρέπει να τα συγχέει μεταξύ τους, καταλήγοντας έτσι να αναγιγνώσκει πολιτικές διαδικασίες και γεγονότα -όπως τη διαβόητη διαπραγμάτευση- ως φαινομενικότητες που κρύβουν σκοτεινά σχέδια “των εξουσιαστών”. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην κυβερνητική εξουσία δεν ήταν καθόλου μέρος κάποιου πλάνου των διεθνών ελίτ και της ντόπιας ολιγαρχίας και για αυτό άλλωστε επί της ουσίας δεν έγινε – όσον αφορά ό, τι αντιπροσώπευε και την έφερε εκεί – ποτέ αποδεκτή. Αν, λοιπόν, στην Ελλάδα, μόνο η “αριστερά του κεφαλαίου” μπορούσε να υπογράψει ένα νέο Μνημόνιο αυτό δείχνει όχι μόνο το βάρος της ιστορίας αλλά και τη δύναμη του αντιμνημονιακού κινήματος. Υπό αυτή την έννοια, η 25η Ιανουαρίου ήταν σαφέστατα μια νίκη του τελευταίου, αφού σηματοδότησε την άνοδο στην κυβέρνηση πολιτικών δυνάμεων που από τα Αριστερά και τα Δεξιά διαμεσολαβούσαν και εξέφραζαν την επιθυμία άρνησης/ αποκατάστασης/αλλαγής.

Το γεγονός όμως, τότε, ότι η κυβέρνηση που εξέλεξε η αντιμνημονιακή συνάρμοση υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο, χρησιμοποιώντας μάλιστα όλα τα αντιδημοκρατικά τρικ που υπάρχουν στη φαρέτρα του κοινοβουλευτισμού, συμπυκνώνει αυτό που φάνηκε σε όλες τις άλλες στιγμές-ορόσημα, με τελευταίο πάλι το δημοψήφισμα, δηλαδή την αδυναμία αποτροπής των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι εκδηλώσεις της δύναμης του αντιμνημονιακού κινήματος ως συνάρμοση άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής ήταν συγχρόνως εκδηλώσεις της αδυναμίας του και των ορίων του. Το θέμα εδώ δεν είναι να δικαιολογηθεί η κυβέρνηση ρίχνοντας την ευθύνη στο κίνημα, κατά το κλασικό “αυτό θέλει ο κόσμος”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατατρόπωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και ειδικότερα της προοπτικής μιας αριστερής κυβερνητικότητας που κόμιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη μη-επιθυμία ρήξης και σύγκρουσης των κυβερνόντων, μια μη-επιθυμία που είναι συνυφασμένη με τον πολιτικό ρεφορμισμό. Με άλλα λόγια, στον πυρήνα της υπογραφής του νέου Μνημονίου υπάρχει μια χαμηλής έντασης επιθυμία, κάτι που δεν πρέπει να προσληφθεί ως ψυχολογικοποίηση αλλά ως ρητή πολιτική κριτική. Η ίδια όμως πολιτική κριτική αφορά και το αντιμνημονιακό κίνημα. Η “μνημονιακή συμμόρφωση” του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, είναι κάτι παραπάνω από ήττα της επίδοξης νέας σοσιαλδημοκρατίας, του αριστερού κυβερνητισμού και του πολιτικού ρεφορμισμού. Μαζί με όλα αυτά είναι και ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων, μια ήττα που αντανακλά την αδυναμία (πραγμάτωσης) της επιθυμίας άρνησης/αποκατάστασης/αλλαγής. Το αντιμνημονιακό κίνημα δεν μπορούσε να αρνηθεί το Μνημόνιο διότι η αλλαγή που επέφερε δεν μπορούσε να υπερασπιστεί και να αποκαταστήσει αυτό που υπήρχε.

Αυτή η ήττα του ρεφορμισμού όχι μόνο ως πολιτική προοπτική αλλά και ως ψυχική επένδυση, είναι επίπονη στις άμεσες επιπτώσεις της αλλά από την άλλη ανοίγει νέους ορίζοντες. Δυστυχώς, στον α/α χώρο και στην άκρα αριστερά υπάρχει η τάση να σταματά η ανάλυση εδώ και να αποδίδεται πλήρως η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και του αντιμνημονιακού κινήματος στον ρεφορμισμό τους (ή ακόμα χειρότερα όσον αφορά τον πρώτο στις δόλιες του εξουσιαστικές προθέσεις). Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι, χωρίς να αναγνωρίζεται, διαπράττεται το σφάλμα που κάνει από τη δική του σκοπιά ο συντηρητικός αναθεωρητισμός αναφορικά με την επαναστατική παράδοση: διαγιγνώσκει ένα φαινόμενο ως εγγενές αποτέλεσμα της εσωτερικής λογικής μιας πολιτικής και ιδεολογικής προοπτικής αγνοώντας έτσι τις ιστορικές συνθήκες.[8] Από μια διαλεκτική σκοπιά, φυσικά, οι τελευταίες δεν είναι καθαρή εξωτερικότητα, αλλά ένα πεδίο που περιέχει τη δράση των υποκειμένων. Από αυτή τη σκοπιά, είναι η εξαρχής συγκαταβατική στάση της κυβέρνησης που συντέλεσε να οδηγηθεί η κατάσταση σε τόσο οριακό σημείο. Ήταν όμως το ενδεχόμενο οικονομικής ασφυξίας και κοινωνικής κατάρρευσης απλά ιδεολογήματα; Όσο σημαντικό και αν είναι να τονίζεται ότι η κρίση δεν αποτελεί φυσικό γεγονός την κάνει αυτό λιγότερο αντικειμενική; Ο κόσμος, πάντως, μπορεί να έχει έλλειμμα κριτικής κατανόησης και μπόλικες αυταπάτες αλλά δεν είναι μπούφοι: κατάλαβαν ότι μια μη-συμφωνία είναι άλμα στην αβεβαιότητα και για αυτό δεν αντέδρασαν μετά τη σύναψη συμφωνίας παρόλο που την είχαν καταψηφίσει στο δημοψήφισμα. Αυτό δεν ακυρώνει το Όχι αλλά το βάζει στη σωστή του διάσταση: ήταν μια στιγμή συλλογικής άρνησης, σημαντική αν ληφθεί υπόψη η περιρρέουσα τρομοκρατία αλλά χωρίς τη δύναμη να πάρει τη μορφή κατάφασης άρα και (τη δεδομένη στιγμή) έναν αντικυβερνητικό χαρακτήρα. Όταν η ρήξη επενδύεται τόσο ώστε να γίνει πυρηνική έννοια του φαντασιακού είναι εύκολο να υποβαθμίζονται οι πραγματικές επιπτώσεις όπως και ότι δεν είναι όλοι πρόθυμοι να τις αντιμετωπίσουν, ειδικά όταν οι εναλλακτικές που προσφέρονται αδυνατούν να εμπνεύσουν ή να πείσουν ότι θα επιφέρουν κάποια σημαντική βελτίωση της ζωής.

Εδώ βρίσκεται, από τη σκοπιά μιας ριζικής κριτικής στο υπάρχον και η ουσία του ζητήματος: όχι μόνο το ότι οι αγώνες ενάντια στη λιτότητα και την υποτίμηση δεν αποτέλεσαν μονάδες παραγωγής μιας συνολικής εναλλακτικής αλλά και η μεγάλη αδυναμία των διάφορων ριζοσπαστικών/επαναστατικών τάσεων να γίνουν κομιστές μιας τέτοιας εναλλακτικής και να πάνε πέρα από τη συνθηματολογία, μια παθιασμένη όσο και αφηρημένη ρητορική καταστροφής ή μια ρομαντική και αισθητικοποιημένη “άρνηση”.

Υπάρχει πχ. μια επένδυση στους “αδιαμεσολάβητους” ταξικούς αγώνες, ιδιαίτερα στον μαχητικό συνδικαλισμό. Το ερώτημα εδώ δεν είναι αν ο τελευταίος είναι εφικτός, κάτι που άλλωστε απαντιέται καταφατικά στο πρακτικό επίπεδο μέσα στους αγώνες που δίνονται. Όμως ως συνδικαλισμός – ως αγώνας επί των όρων διεξαγωγής της μισθωτής εργασίας – εγγράφεται, αναδύεται και καθορίζεται από μια δεδομένη οικονομική-νομική-πολιτική συνθήκη. Η εντατικοποιημένη διεθνοποίηση των ροών του κεφαλαίου, η χρηματιστικοποίηση, οι διεθνείς θεσμοί και δομές εξουσίας με τους μηχανισμούς επιβολής που διαθέτουν, η κρίση και η υπέρ-συσσώρευση, η υποτίμηση και η λιτότητα ως νομικό-υλική οργάνωση τους, ορίζουν την οικονομική συγκυρία και το δικαιϊκό-πολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την πραγματικότητα των όποιων εργατικών αγώνων. Αν ο “αγώνας ενάντια στα αφεντικά” δεν λάβει υπόψη του αυτές τις προκείμενες είναι απλά μια αφαίρεση που υποδύεται το υπέρ-ιστορικό αξίωμα. Πως μέσα στις συνθήκες επιθετικής αναδιάρθρωσης που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα, και αδιαφορώντας για το γενικό καθεστώς λιτότητας και ύφεσης που έχει επιβληθεί, είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια μη-αποσπασματική ανατίμηση της εργατικής δύναμης; Μπορεί επιμέρους αγώνες να νικήσουν και να δικαιωθούν αλλά ο συνδικαλισμός αναπόφευκτα αναδύεται σε μια πραγματικότητα όπου πολύ χειρότερο από το να σε εκμεταλλεύονται είναι το να μην σε εκμεταλλεύονται.[9] Σε τέτοιες συνθήκες η ανάδυση ενός προωθητικού μαζικού εργατικού κινήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμα όμως και αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο εργατικό κίνημα αδυνατώ να δω πως μια βαθιά κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ της εργασίας θα μπορούσε να ευδοκιμήσει έξω από την εγγραφή της σε μια συνολικότερη εναλλακτική στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης και κυβερνολογικής.

Ως μέρος μιας τέτοιας συνολικότερης εναλλακτικής προτάσσεται η δημιουργία και επέκταση αυτόνομων αντί-δομών έξω από τα υπάρχοντα θεσμικά πλαίσια. Τι ακριβώς όμως οργανώνουν, διαχειρίζονται και αρνούνται αυτές οι (αντί)δομές; Οι συλλογικές κουζίνες μαγειρεύουν προϊόντα που ακόμα και αν απαλλοτριωθούν έχουν παραχθεί ως εμπορεύματα. Οι καταλήψεις κλέβουν ρεύμα το οποίο παράγεται σε εργοστάσια. Αρνούμαστε να πληρώσουμε εισιτήρια σε μεταφορικά μέσα που θέλουν καύσιμα για να κινηθούν· και ούτω καθεξής. Ακόμα και η επέκταση στην παραγωγή, όπως δείχνει η ΒΙΟ.ΜΕ, με κανένα τρόπο δεν αποσπά μια δομή αυτοδιαχείρισης από την αγορά και τους καταναγκασμούς της πχ. την ανάγκη εύρεσης κεφαλαίου κίνησης. Εδώ ενυπάρχουν δυο κρίσιμα συμπεράσματα: στην παρούσα συγκυρία οι αντί-δομές (α) προϋποθέτουν μια στοιχειωδώς λειτουργική οικονομία άρα και ένα λειτουργικό κράτος· (β) αποτελούν εναλλακτική μορφή αντιμετώπισης της λιτότητας. Υπάρχουν, φυσικά, ποιοτικές διαφορές με άλλες μορφές διαχείρισης της φτώχειας, πχ. αυτές της οργανωμένης φιλανθρωπίας, διαφορές που διακρίνουν τις κινηματικές αντί-δομές ως ανταγωνιστικά εγχειρήματα. Αλλά πρέπει να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων και του μεγέθους τους. Σημαντικά ως πειραματισμοί, αλλά για κανένα λόγο ακόμα στο επίπεδο διευρυμένης ροής κοινωνικής μεταρρύθμισης ή μετασχηματισμού, τα όποια αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα είναι αναγκασμένα να διαπραγματεύονται συνεχώς με τα όρια και τις αντιφάσεις τους.

Φυσικά, η επανάσταση υποτίθεται ότι είναι η λύση σε αυτά τα ζητήματα, το ποιοτικό άλμα που θα ξεπεράσει καταστρέφοντας τις μορφές πραγμάτωσης του κεφαλαίου άρα και τους καταναγκασμούς που προκύπτουν εξ αυτών. Έξω όμως από έναν άκρατο βολονταρισμό ή το αποκαλυπτικό όραμα της παγκόσμιας ανάφλεξης που θα κάψει τον “παλιό κόσμο”, ένα επαναστατικό ξέσπασμα, ακόμα και αν εξελιχθεί σε διεθνές επαναστατικό κύμα, δεν μπορεί να παρακάμψει την ιστορική του πραγματικότητα πχ. το ρόλο που έχει σήμερα το χρήμα στην αναπαραγωγή της (κοινωνικής) ζωής. Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι ενώ ενίοτε τονίζεται ως παραδειγματική η μονομερής διαγραφή του χρέους από τους Μπολσεβίκους δεν αποδίδεται το ίδιο βάρος στο ότι μετέπειτα αναγκάστηκαν να ψάξουν νέα δάνεια (αλλά και τεχνογνωσία) από τις καπιταλιστικές δυνάμεις. Στη σημερινή εποχή ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπου οι ροές παραγωγής εγγράφονται σε και διαμεσολαβούνται από ροές πίστωσης που εμπλέκουν κάθε επιμέρους δραστηριότητα (είτε παραγωγική είτε καταναλωτική) στα παγκόσμια κυκλώματα του κεφαλαίου, η ανάγκη για δανεισμό θα ήταν ακόμα επιτακτικότερη για μια επαναστατημένη επικράτεια, εφόσον φυσικά δεν θα ήθελε να γνωρίσει καταστάσεις που θα κάνανε το “Μεγάλο Άλμα Εμπρός” να μοιάζει με σχολική εκδρομή. Φυσικά, αυτό θα σηματοδοτούσε εγγραφή σε μια σχέση χρέους, ενώ αντιστρόφως όσο περιοριζόταν ο δανεισμός και επιχειρείτο κάποια μορφή παραγωγικής αυτοδυναμίας θα αναπαραγόταν και κάποια μορφή λιτότητας. Προφανώς, αυτή η λιτότητα δεν θα ήταν ίδια με τη λιτότητα που επιβάλλεται σήμερα ως τεχνική νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Αλλά θα παρέμενε μια τεχνητή εν σχέση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, με όλες τις εντάσεις που αναπόφευκτα αυτό θα παρήγαγε. Κάτι τέτοιο, εν τέλει, σημαίνει ότι όπως και ο ρεφορμισμός έτσι και η επανάσταση (θα) μετέχει σε μια εκ των βασικών αντιφάσεων της εποχής: ενώ υπάρχουν τεράστιες παραγωγικές και τεχνικές δυνατότητες ο ιστορικός ορίζοντας καθορίζεται από τη διευρυμένη αναπαραγωγή χρέους και λιτότητας.

Όλα αυτά δεν ταυτίζουν την επανάσταση με τον ρεφορμισμό, απλά τονίζουν ότι οι δυο αυτές πολιτικές προοπτικές μοιράζονται την ίδια πραγματικότητα άρα μετέχουν των αντιφάσεων της. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοχή ότι η επανάσταση δεν μπορεί απλά να παρακάμψει με μια πράξη βούλησης τον κύκλο της λιτότητας και του χρέους δεν σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Αντιθέτως, ο (ελευθεριακός) κομμουνισμός είναι μια αντικειμενική δυνατότητα της εποχής που όχι μόνο πιστοποιείται ως γίγνεσθαι σε πλείστες διαδικασίες αλλά σχετίζεται άμεσα με την προαναφερθείσα αντίφαση και τις εντάσεις που τη συνοδεύουν και παράγει. Η πραγμάτωση, όμως, μια τέτοιας δυνατότητας δεν μπορεί παρά να αφορά μια μακρά και αβέβαιη διαδικασία που θα πρέπει να διαβεί την ιστορική συγκυρία χωρίς να στηρίζεται μόνο σε ένα ηρωικό ήθος διαρκούς επαναστατικής επιστράτευσης.

Για την ώρα, πάντως, βρισκόμαστε στο χείλος της τρύπας· εκτείνοντας το βλέμμα φαίνεται μια παγκόσμια οικονομία σε κατάσταση νευρικής κρίσης ενώ η εξαθλίωση, η βαρβαρότητα και το κοινωνικό χάος ως αποτελέσματα αλλά και τεχνικές διαχείρισης των παγκόσμιων ροών του κεφαλαίου διευρύνονται. Επικεντρώνοντας στον ελλαδικό χώρο διακρίνεται ο ορίζοντας μιας μακράς λιτότητας και κάμποσα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα. Η εκτίμηση μου είναι ότι, έξω από μια σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας, ο εσωτερικός ανταγωνισμός θα συμπυκνωθεί σταδιακά στο δίπολο “μέσα/έξω από την Ε.Ε.”, άρα και στο δίπολο Ευρώ/Δραχμή. Όπως και με το “μνημόνιο/αντιμνημόνιο” είναι δεδομένο ότι αυτό το δίπολο εμπεριέχει πολλές παγίδες και όρια όσον αφορά τη βελτίωση της ζωής των υποτελών τάξεων. Αλλά αν όντως παραχθεί ιστορικά θα πρέπει να το διαβούμε προσπαθώντας να διαπραγματευτούμε με αυτά του τα όρια, ανιχνεύοντας τις όποιες δυνατότητες και ορίζοντες (θα) ανοίγονται. Ό, τι όμως και αν βρίσκεται μπροστά μας θα κουβαλάει τις (θετικές και αρνητικές) παρακαταθήκες του αντιμνημονιακού κινήματος, αρνήσεις που αναζητούν τις καταφάσεις τους και ήττες που ζητάνε τη δικαίωση τους, από τη μακρινή 5η Μάη μέχρι την όψιμη 5η Ιούλη.

(Και κάτι σαν) Επίλογος

“Ακόμα και ένα αδιέξοδο είναι καλό αν αποτελεί μέρος ενός ριζώματος”.

G. Geleuze & F. Guattari, Κάφκα: Προς μια ελάσσων λογοτεχνία


Η μη-ανταπόκριση μεταξύ πραγματικού και επιθυμίας αποτελεί οντολογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού άρα και καταστατική συνθήκη της ανθρώπινης ιστορικότητας. Αποτελεί όμως και γενεσιουργό συνθήκη εντάσεων και αντιφάσεων. Όσοι ειδικά επενδύουν σε ένα ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας καλούνται να ισορροπήσουν στο χάσμα επιθυμίας και πραγματικού, αντιμετωπίζοντας ή απωθώντας το δυσάρεστο (;) γεγονός ότι οι υποτελείς τάξεις συνήθως δεν δρουν όπως θέλουμε. Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αντιπαραβληθεί κάποιο “αγνό” κοινωνικό υποκείμενο ή μια “αδιαμεσολάβητη” κοινωνική παρουσία σε “παραμορφωτικές” πολιτικές μεσολαβήσεις και ιδεολογίες με το (υποτίθεται) καταπιεστικό πάθος τους για ολότητα. Τίποτα από ό, τι ειπώθηκε δεν αναιρεί την επιθυμία αλλά και ανάγκη να υποβάλουμε τον κόσμο σε συνολική κριτική, να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο και να τον προετοιμάζουμε πρακτικά. Αλλά πρέπει να το κάνουμε χωρίς έπαρση, αναγνωρίζοντας τον περιθωριακό χαρακτήρα των φορέων επαναστατικής ιδεολογίας όπως και το ότι ούτε κατά διάνοια δεν έχουμε επεξεργαστεί επαρκώς τρόπους επίλυσης των τεράστιων δυσκολιών που θέτει η συγκυρία. Ακόμα γονιμότερο, όμως, θα ήταν να αναγνωριστεί ο προβληματικός χαρακτήρας της κατάστασης, καθώς ένα πρόβλημα δεν αποτελεί μια δυσκολία – την οποία απλά πρέπει να ξεπεράσουμε για να φτάσουμε κάπου που γνωρίζουμε – αλλά μια ανοιχτή διαδικασία της οποίας την απάντηση δεν ξέρουμε εκ των προτέρων. Μια τέτοια έλλειψη απάντησης αναπόφευκτα θα βιώνεται ενίοτε με όρους αδυναμίας και αδιεξόδου. Αλλά δεν υπονοεί παραίτηση. Αντιθέτως ίσως επιτρέψει την παραγωγή ενός προγράμματος που θα θεμελιώνεται στην ιστορική συγκυρία αλλά και στις υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις που δρουν εντός της χωρίς να αυταπατάται ότι όλα τα φλέγοντα ζητήματα που τίθενται μπορεί να επιλυθούν εκ των προτέρων.

Στο κατώφλι που ο πραγματισμός συναντά την ουτοπία…

[1] Η ορολογία δεν είναι τυχαία. Το αντιμνημονιακό μπλοκ ήταν μια συνάρμοση και όχι μια “συμμαχία”. Η τελευταία αποτελεί μια πολιτική πράξη μεταξύ δυο ή περισσότερων συλλογικών φορέων στη βάση κάποιων ρητά διατυπωμένων συμφωνιών ή στόχων. Η συνάρμοση αποτελεί μια πιο γενική κατηγορία που αφορά την παραγωγή ιστορικών μορφών μέσα από δυναμικές ροές έντασης και η οποία δεν είναι απαραίτητα προϊόν συνειδητού υπολογισμού και στοχοθεσίας. Ενώ λοιπόν η σύναψη μιας συμμαχίας παράγει μια νέα συνάρμοση δεν είναι κάθε συνάρμοση και μια συμμαχία.

[2] Κάποιες τάσεις φυσικά όταν μιλάνε για την “τάξη μας” και την ανάγκη πολιτικής της συγκρότησης δεν αναφέρονται στην εργατική τάξη αλλά γενικότερα στους “καταπιεσμένους”. Δυστυχώς εδώ τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα, καθώς η καταπίεση, υπαρκτή όσο και αν είναι, είναι τόσο γενική σαν κατηγορία και περιέχει τόσες διαφοροποιήσεις που δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει ένα ταξικό ανήκειν, εφόσον φυσικά δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “τάξη” με ένα εντελώς αφηρημένο ή βολονταριστικό τρόπο π.χ. “όσοι αγωνίζονται ενάντια στο κεφάλαιο”. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν κοινότητες αγώνα μεταξύ των υποτελών τάξεων, αλλά επειδή μιλάμε πάντα για μια πολλαπλότητα αυτή δεν μπορεί να συγκροτηθεί κάτω από μια υποτιθέμενη ταυτότητα συμφερόντων.

[3] Ο μεγάλος απών από το σχήμα του (εθνικού) Λαού είναι φυσικά και ο μεγάλος απών του αντιμνημονιακού κίνηματος, οι μετανάστες, μια απουσία που καταδεικνύει από μόνη τα όρια αυτού του κινήματος. Πρόκειται για ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο δεν ξεμπερδεύεται σε μια υποσημείωση.

[4] Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον ότι όταν μιλάμε για πολιτική συγκρότηση χρησιμοποιείται πάντα ο ενικός ενώ ιστορικά όταν παράχθηκε ένα ισχυρό ταξικό ανήκειν μέσα στα εργατικά στρώματα, η εργατική τάξη διαφοροποιήθηκε πολιτικά. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

[6] Ούτε αυτό είναι καινοφανές, όπως και δεν αναιρεί την παραγωγή ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών και τάσεων εντός ενός τέτοιου κινήματος υπεράσπισης/αποκατάστασης. Πρβλ., πχ., την μελέτη των λαϊκών κινημάτων της πρώιμης βιομηχανικής περιόδου από τον Craig Calhoun, The Question of Class Struggle: Social Foundations of Popular Radicalism during the Industrial Revolution, (Chicago: The University of Chicago Press, 1982)

[7] Η ονομασία “Αγανακτισμένοι” προκάλεσε αρκετά επικριτικά και ειρωνικά σχόλια, ως σύμπτωμα υποτίθεται του μικροαστισμού και της ελλειμματικής πολιτικής συγκρότησης και ταξικής συνείδησης των συμμετεχόντων. Όμως, όπως ο Σπινόζα έχει προ πολλού παρατηρήσει, η αγανάκτηση δεν είναι ένα ποταπό ατομικό ή ηθικό συναίσθημα αλλά ένα πολιτικό πάθος ικανό να κινητοποιήσει και εγγραφεί σε συλλογικές διαδικασίες εξέγερσης ή μετασχηματισμού. Για όποιον θέλει να το επιβεβαιώσει αυτό θα συνιστούσα απλά να δει το Θωρηκτό Ποτέμκιν.

[8] Πρβλ. την εξαιρετική μελέτη του Domenico Losurdo, War and Revolution: Rethinking the 20th Century, (London and New York: Verso, 2015).

[9] Σύμφωνα με την ρήση ενός στοχαστή, Γάλλου νομίζω, το όνομα του οποίου τώρα δεν θυμάμαι. Φυσικά αυτή η αντίφαση είναι εγγενής στον καπιταλισμό, αλλά εντείνεται όσο βαθαίνει η πραγματική υπαγωγή της ζωής στο κεφάλαιο.


ΚΕΙΜΕΝΟ: Silence_Infinis / Κενό Δίκτυο

περισσότερες αναλύσεις από το μέλος της συλλογικότητας Κενό Δίκτυο  μπορείτε να διαβάσετε εδώ: http://www.provo.gr/author/silence_infinis/ 

2.7.15

Κενό Δίκτυο: Ω! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ | Πανσέληνος στην ταράτσα του Εμπρός | Πεμ. 2/7/2015 FULL MOON Μulti Media Live Concert and Poetry Action at the tarace of Occupied Theatre Embros















Το ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ 
και οι Εκδόσεις Κενότητα 
παρουσιάζουν την νέα ποιητική συλλογή
"Ω! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ" της Σίσσυ Δουτσίου

Η ποιήτρια και ηθοποιός Σίσσυ Δουτσίου διαβάζει ποιήματα της από την νέα ποιητική της συλλογή  Ω! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ 
στο οπτικό και ηχητικό περιβάλλον του Κενού Δικτύου, κάτω από την μαγική πανσέληνο του καλοκαιριού 
στην πιο όμορφη ταράτσα της πόλης.

Προλογίζουν ο Γιώργος Γιαννόπουλος, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ 
και ο Τάσος Σαγρής, επιμελητής της ποιητικής σειράς "Ο Ήχος του Κενού" από τις αυτοδιαχειριζόμενες εκδόσεις Κενότητα.

Θα ακολουθήσει ολονύχτια συναυλία, djsets, video art show και ποιητικές αναγνώσεις.
+FULL MOON ΝΙGHT MULTI MEDIA POETRY ACTION

ΠΟΙΗΣΗ:
 Τάσος Σαγρής . Γιάννης Ραουζαίος . Ιωάννα Γαϊτανάρου 

Ορέστης Μπατάκης . Κατερίνα Ζησάκη . Πηνελόπη Δ.

LIVE: ODIOLAB


SOUND: War . Junior X . Crystal Zero

VISUAL ART: Void Optical Art Laboratory

ΠΕΜΠΤΗ 2 ΙΟΥΛΙΟΥ2015
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ / έναρξη: 21.00


ΤΑΡΑΤΣΑ 
Ελεύθερο Aυτοδιαχειριζόμενο 
Θέατρο EMΠΡΟΣ 
Ρ. ΠΑΛΑΜΗΔΗ 2, ΨΥΡΡΗ

διοργάνωση:
ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ
[Θεωρία, Ουτοπία, Συναίσθηση, Εφήμερες Τέχνες]
http://voidnetwork.blogspot.com/

Ποίηση και κείμενα της Σίσσυς Δουτσίου: 


Οι Εκδόσεις Κενότητα 
παρουσιάζουν την ποιητική συλλογή

"Ω! Απόκρυφον!" Σίσσυ Δουτσίου

Άνθρωποι - ήρωες και ηρωίδες - που δεν φοβούνται να πεθάνουν. Η περιέργεια τους για την ζωή και τον κόσμο φέρει μαζί της την απόκοσμη ηρεμία που προξενεί η μνήμη του θανάτου, ένα βίωμα που διαπερνά ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων. Αναμνήσεις και σημασίες από τα παιδικά μας χρόνια και την ενήλικη φαντασία ελευθερώνονται από κάθε περιορισμό. Οι εικόνες ξεδιπλώνονται ανεξέλεγκτα, πληθαίνουν με μια κίνηση που δεν σταματά ποτέ. Ο κόσμος εκδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας όπως λίγο πριν την στιγμή του θανάτου. Μερικά από τα πιο τρυφερά και τραγικά πρόσωπα που κρύβονται στην μνήμη μας, φανερώνουν πως η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος λαμπυρίζουν μέσα στην ανάδυση κάθε σκέψης.

Ο χρόνος και το πέρασμα του. Όλα όσα ξέραμε τώρα αποκαλύπτουν ένα πιο ξεκάθαρο νόημα. Η στιγμή του θανάτου, η αμοιβαιότητα του έρωτα, οι παιδικές αναμνήσεις, το παρελθόν που γίνεται ξαφνικά παρόν και επηρεάζει ψυχικά τις συνειδήσεις, η άβυσσος της ζωής, οι ψευδαισθήσεις που καταρρέουν. 

Η Σίσσυ Δουτσίου εμφανίστηκε στον συντηρητικό κόσμο της ελληνικής ποίησης το 2012 με το βιβλίο της "ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΙΔΟΥΣ" από τις εκδόσεις Κενότητα, η οποία γνώρισε 3 επανεκδόσεις. Στο ποίημα-εισαγωγή που ο Νάνος Βαλαωρίτης αφιέρωσε στην Σίσσυ Δουτσίου υποδέχεται τον ηλεκτρισμένο ερχομό της γράφοντας: "...θα σου πάρω ένα στυλό να γράφεις με το αριστερό / και σαν να μην έφτανε αυτό: θα λάβεις συντόμως χαρτί τηλεφωνικό μόνο για αναφορές / και όταν φτάσει το γραπτό στο τέλος της σελίδας / θα πούμε πως ήταν γραφτό να γίνει αυτό / που δεν είχε ξαναγίνει: να σε χαιρετώ / Σίσσυ Δουτσίου / (ΚΑΛΩΣ ΤΗ ΘΕΟΜΗΝΙΑ)!" Ο σπουδαίος δάσκαλος της ποίησης της απελευθέρωσης, διαβλέπει και καλωσορίζει την ποίηση της Σίσσυς Δουτσίου ως μια θεομηνία. Στο πρώτο της βιβλίο, οι καταγραφές που μας στέλνει με "τον στυλό και το τηλεφωνικό χαρτί για αναφορές" είναι από ένα κόσμο σεξουαλικής, οργιαστικής υπερδιέγερσης και βλάσφημης εκστατικότητας. 

Στο βιβλίο της "Ω! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ" η Σίσσυ Δουτσίου καταγράφει την άβυσσο των φόβων και των επιθυμιών, έρχεται αντιμέτωπη με όσα δεν τολμάμε να σκεφτούμε ή να εκφράσουμε, περιγράφει την σκοτεινή πλευρά της κοινωνικής κρίσης, την κρίση του υποκειμένου. 
Ο γνωστός και συμπαγής κόσμος σε μια στιγμή διαλύεται και σε μια στιγμή επανα-συντίθεται ξανά,.. και όμως μια στιγμή αρκεί, μια στιγμή μετά, όλα έχουν αλλάξει για εσένα. Σε αυτό το βιβλίο η ποιήτρια και ηθοποιός Σίσσυ Δουτσίου συλλέγει τις σκοτεινές εντυπώσεις και τις απόκοσμες, μύχιες σκέψεις της από το τελευταίο της ταξίδι στην παγανιστική, ειδωλολατρική Ινδία και στους Αδαμάντινους Νήσους του τροπικού Ινδικού Ωκεανού. 
Καταγράφει επίσης την ψυχική καταβύθιση και την υπαρξιακή εξερεύνηση που απαιτήθηκε κατά την περίοδο ετοιμασίας και επιτέλεσης της θεατρικής παράστασης "Ψύχωση! [4.48 Psychοsis] της Sarah Kane στην οποία πρωταγωνιστεί από το 2013 έως και την επόμενη θεατρική περίοδο. 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΝΟΤΗΤΑ 
http://voidnetwork.blogspot.com/

"Ω! ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ!" της ΣΙΣΣΥ ΔΟΥΤΣΙΟΥ
κυκλοφορεί Ιούνιο 2015 σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία, 
στις εκδηλώσεις της συλλογικότητας ΚΕΝΟ ΔΙΚΤΥΟ, 
σε αυτοδιαχιεριζόμενους χώρους και στις παραστάσεις του 
+the Institute [for Experimental Arts] www.theinstitute.info



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...