Η ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ: Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΜΙΑΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Προσεγγίζοντας από μία άλλη οπτική το βιβλίο της Σίσσυς Δουτσίου, μια συλλογή διηγημάτων ακραίων σεξουαλικών καταστάσεων με τον ελπιδοφόρο τίτλο «η ηδονοβλεψίας» είναι πρώτα από όλα ξεκάθαρο κα απαραίτητο να μην πέσουμε στα συνήθη ατοπήματα για τέτοιου είδους κείμενα.
Είναι λογοτεχνία ή πορνογραφία; Είναι η πορνογραφία στις παρυφές της λογοτεχνίας; Τι ορίζει ένα κείμενο ως πορνογράφημα και άλλα τέτοια ανούσια ερωτήματα φιλολογικής τέρψης που προορίζονται για απογευματινές παρουσιάσεις του τύπου βιβλίο, τσάι και συμπάθεια…
Πρέπει λοιπόν να σταθούμε σε μια άλλη οπτική: πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της ηδονοβλεψία. Βρισκόμαστε με ένα βιβλίο που έρχεται όχι να προκαλέσει, κάτι τέτοιο είναι πια αρκετά ξεπερασμένο αλλά να μιλήσει απροκάλυπτα για πάθη, βίτσια, ηδονές, πόνους και ενοχές, ένα βιβλίο που βάζει τον αναγνώστη σε θέση ματάκια, εμείς είμαστε που βλέπουμε κρυμμένοι πίσω από κουρτίνες στο απέναντι δωμάτιο να εξελίσσεται μια ταπείνωση, ένας βιασμός, μια σαδομαζοχιστική συνεύρεση. Ο αναγνώστης γίνεται συνένοχος καιμαζί με τη συγγραφέα οδηγείται απελευθερωμένος στις σελίδες που στάζουν από παντού μια σεξουαλική μυρωδιά, μια αποφορά ερωτικής προσβολής, ταπείνωσης και απόλυτου ερεθισμού.
Η Σίσσυ Δουτσίου δε μασάει τα λόγια της, τα φτύνει. Μέσα στα επτά διηγήματα του βιβλίου αυτού από τις εκδόσεις «κενότητα» συναντάμε μια κατάσταση που θέτει τη βωμολοχία ως αξίωμα και την ηθική ως δύσκαμπτο εμπόδιο στο δρόμο για την ηδονή και την απόλαυση του σώματος, μονάχα του κορμιού, όχι του πνεύματος. Και δε χρειάζεται, δεν απαιτείται πλέον, να θέτουμε ερωτήματα. Μονάχα απαντήσεις, χωρίς την ερώτηση.
Στο διήγημα ‘’Ερίκ Σατί’’ γράφει: «Οι άνθρωποι δεν αφιερώνουνε πολύ χρόνο στον έρωτα. Η διάρκεια του σεξ είναι από είκοσι λεπτά μέχρι 2 ώρες το πολύ όταν είναι ερωτευμένοι. Δεν μπορούν να δωρίσουνε τη σκέψη τους μόνο στο σεξ τουλάχιστον για μια μέρα ολόκληρη. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν οι άνθρωποι να τιμούν τη ζωή. Με το σεξ, όχι μόνο με την αγάπη. Με το ατελείωτο σεξ. Αλλά ο μεγάλος εγωισμός του καθενός μας ζαλίζει τη σεξουαλική επιθυμία και αυτή τελικά μαραίνεται σε μια φορά την εβδομάδα γρήγορο σεξ ή το πολύ 3 φορές το μήνα, όταν ηγυναίκα περιμένει περίοδο, τις ημέρεςπου έχει τρελές καύλες χωρίς να ξέρει πως έχει απλά ωορρηξία».
Η θέση της επίσημης λογοτεχνίας είναι πως τα γραφήματα που εισάγουν ακριβείς λεπτομέρειες σεξουαλικών καταστάσεων είναι ένα υποείδος τέχνης, ωστόσο αυτή η τοποθέτηση είναι πολύ συντηρητική όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κριτικοί τέχνης.
Η πορνογραφία έχει πολλές αναφορές ακόμη και σε βιβλία του αρχαίου κόσμου ωστόσο οι συγγραφείς που την ανεβάζουν και την τοποθετούν στα χέρια πολλών αναγνωστών είναι φυσικά ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ με την περίφημη «φιλοσοφία του μποντουάρ» και τη «Ζιστίν», ο Λεοπόλδος Φον Ζάχερ Μαζόχ στην «Αφροδίτη με τις γούνες» ο Λόρενς . ο Χένρι Μίλλερ, η Αναϊς Νιν. Αυτός όμως που πραγματικά στοχάζεται απέναντι στο γυμνό με τη γραφή του χωρίς στιγμή να γίνεται χυδαίος είναι ο μεγάλος αμερικανός Τσαρλς Μπουκόφσκι. Μετά από αυτόν τα πράγματα δεν είναι ποτέ πια τα ίδια.
Ο Philip Roth, εισάγει ένα κριτήριο μεταξύ του ερωτικού και του πορνό· ισχυρίζεται ότι το πρώτο έχει να κάνει με την αμοιβαιότητα ενώ το δεύτερο με την επικυριαρχία (κυρίως του άρρενος). Ο νομπελίστας συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα έχει πει ότι «το όριο ανάμεσα στον ερωτισμό και την πορνογραφία μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με όρους αισθητικής. Κάθε λογοτεχνικό έργο, που αναφέρεται στη σεξουαλική απόλαυση και το οποίο προσεγγίζει έναν προκαθορισμένο βαθμό αισθητικής, μπορεί να χαρακτηριστεί ερωτική λογοτεχνία. Αν δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το όριο αυτό, τότε πρόκειται για πορνογράφημα. Αν το υλικό είναι σημαντικότερο από την έκφραση, τότε το κείμενο μπορεί να είναι κάποιο πόνημα ιατρικό ή κοινωνιολογικό, αλλά δεν θα έχει λογοτεχνική αξία. O ερωτισμός είναι ο εμπλουτισμός της ερωτικής πράξης και όσων τον περιβάλλουν μέσα από την κουλτούρα και την αισθητική μορφή. Το ερωτικό προικίζει τη σεξουαλική πράξη με στολίδια, με μια θεατρικότητα, τα οποίαχωρίς να διαλύουν την απόλαυση- του δίνουν μια αισθητική διάσταση».
Πιο καθαρά: η θέα ενός φαλλού σε στύση ή ενός αιδοίου έτοιμου να κατακτηθεί, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ένα κρυμμένο μυστικό, καταχωνιασμένο κάπου στο άβατο μιας αστικής κρεβατοκάμαρας. Το σεξ είναι τέχνη, είναι γραφή, είναι είδος και αντικείμενο προς λατρεία, πώληση και εξαγορά, το σεξ ως λόγος δια χειρός Δουτσίου είναι σκληρό, διονυσιακό, φέρνει πόνο, γυρεύει τον τόκο της ηδονής, διαπραγματεύεται τον ηθικό εξευτελισμό, παίρνει μάτι και φτιάχνεται, σπρώχνει δυνατά, τελειώνει με πάθος, πεθαίνει κι ανασταίνεται με πάθος, λέει ψέματα, γιατί στο σεξ χωράνε τα πιο μεγάλα ψέματα που μπορεί να στοιβάξει μέσα του το ανθρώπινο μυαλό, απατά γιατί η απάτη είναι μέρος της καθημερινότητας, παραδίδεται πορνικά στα χέρια και στα κορμιά των άλλων κι αυτή τη φορά εμείς δεν είμαστε οι άλλοι, είμαστε αυτοί που ανήκουν στους άλλους, καταστρεφόμαστε με τη θέλησή μας σε κάτι ανίερο που απλώνεται πέρα από τις νωθρές κοιλάδες του έρωτα, σε κάτι ανήθικο που έρχεται να μας αγκαλιάσει μόνο και μόνο για να μας κακοποιήσει σεξουαλικά. Σε μια αναζήτηση και υπέρβαση ηδονής όπου το υποκείμενο στέκεται εκεί και μας περιμένει με την ισχυρή του θέληση για να το γυμνώσουμε και να το κάνουμε δικό μας με όποιο τρόπο ενδόμυχα επιθυμούμε αλλά δεν τολμάμε στο όνομα μιας καθώς πρέπει αστικής ντροπής και συνήθειας να αποκαλύψουμε.
Γιατί «η ηδονοβλεψίας» τελικά έχει νακάνει με αυτό ακριβώς το θέμα της επιλογής. Όχι της σεξουαλικής επιλογής αλλά του εάν θα ζήσουμε, στο όνομα μιας ψεύτικης αξιοπρέπειας, ενός χυδαίου μικροαστισμού που στοιβάζει σε κουτάκια τα ανθρώπινα θέλω και πάθη ή θα επιλέξουμε αυτό που τόσο απλόχερα η συγγραφέας μας αποκαλύπτει και δεν είναι παρά μια έως θανάτου φιλήδονη προοπτική ζωής όπου το κορμί ξεδίνει, χύνει και καταστρέφεται διαρκώς χωρίς αιδώ και χωρίς Αργείους.
Και εδώ μπαίνει το αιρετικό στοιχείο τούτου του βιβλίου: ο θάνατος. Τίποτε δεν μπορεί να διανοηθεί και να αναλυθεί χωρίς την οπτική του θανάτου. Το ίδιο το σεξ είναι ένα χάρισμα θανάτου, μια μικρή πρώτη γεύση από σπασμούς, οδύνες και σκοτάδι, η σεξουαλική πράξη πέρα από μυρωδιές και υγρά, αφηγείται σε πρώτο ενικό πρόσωπο το αγκάλιασμα του θανάτου, αυτού του άρχοντα που αγορεύει ακούραστα πάνω από ψυχές που κτυπιούνται μεταξύ τους άδικα και κακοπροαίρετα, αγνοώντας πως σύντομα θα χαθούν κι επομένως θα φύγουν χωρίς να έχουν δοθεί έστω και μια φορά στα ανομολόγητα πάθη τους.
Ο έρως είναι θάνατος. Το σεξ το επιστέγασμα του τάφου. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να σας πω λοιπόν αν «οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» κι άλλα τέτοια γλυκανάλατα λογοτεχνικά κουραφέξαλα, σας λέω όμως ότι όπως γράφει η Δουτσίου στο διήγημα ‘’θερμή νύχτα’’ «μια γυναίκα ψάχνει απεγνωσμένα τον έρωτα, τη σαρκική απόλαυση μόνο και μόνο για να ακούει από δεκάδες άντρες ότι είναι όμορφη, πολύ όμορφη». Όμορφη όπως ο θάνατος κι ο έρωτας, θα μπορούσαμε ίσως να συμπληρώσουμε εμείς.
Επομένως η γραφή της Δουτσίου που πολιτογραφείται ως ποιήτρια πρωτίστως στον χώρο της λογοτεχνίας, έρχεται ολόγυμνη και αντιμέτωπη με την υποκρισία της τυπικής αστικής ηθικής. Απέναντι στο μικροαστισμό και τη σεξουαλική καταπίεση αντιπαρατάσσει την αθυροστομία και την παντός τρόπου σωματική ικανοποίηση. Απέναντι στην αξιοπρέπεια των υποκριτών δείχνει ένα σώμα έτοιμο για όλα. Μέσα σε μια κοινωνία που έχει χαθεί σε ένα καινούργιο σύστημα όπου όλοι και όλες θέλουν να είναι μόνοι και μόνες, σε ένα κόσμο που δείχνει να καταργεί τα συναισθήματα και χρόνο το χρόνο να βρισκόμαστε ολοένα και πιο κοντά στο τέλος των ανθρώπινων σχέσεων και αξιών, μέσα σε μια θολή κουλτούρα όπου κυριαρχεί ως αξίωμα η επικοινωνία ως μη επικοινωνία και η ανθρωπιά ως κανιβαλιστικό μοντέλο, η «ηδονοβλεψίας» ανοίγει ένα μικρό παράθυρο πέρα από βυζιά και κώλους, στην πραγματικότητα θέλει να καθορίσει την αισθητική του υποκειμένου με μια ψυχαναλυτική στροφή: οι εραστές έχουν ηττηθεί γιατί ποτέ δε γνώρισαν αληθινά ο ένας τον άλλο, γιατί ποτέ δεν έκαναν τίποτε άλλο από προβολές πάνω στον καθρέφτη τους, γιατί προτίμησαν να γίνουν αδίστακτοι σε μια ένοχη ζωή.
Έτσι, από τη μία μεριά έχουμε την επιλογή της καταπιεσμένης αλλά κοινωνικά αποδεκτής ζωής και από την άλλη, σε τούτη τη ζυγαριά που μας προσκαλεί η Δουτσίου, έχουμε τη φαντασίωση, το ελεύθερο σεξ, την αχαλίνωτη ερωτική πράξη στα όρια του πόνου που κρύβειμέσα του μερίσματα ηδονής και πάθους. Είμαστε όλοι μόνοι σε μια ζωή που κατακλύζεται από κακοήθειες της μεγαλοαστικής τάξης, χριστιανικές ανοησίες, διατάξεις και κανόνες που οριοθετεί μια αναίσχυντη εξουσία, φαλλούς που δεν λατρεύονται, κορμιά που δεν πυρπολούνται ή όπως η συγγραφέας κάπου σημειώνει, «η μήτρα μου καίγεται».Όμως στην πράξη δεν υπάρχει επιλογή, υπάρχει μόνο η κατεύθυνση που μας δίνεται κι εμείς, άχρωμα κι ανέραστα στρατιωτάκια, τρέχουμε στο άπειρο δίχως κατάληξη. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε όλοι μόνοι τότε θα πρέπει και να μάθουμε ν’ αρκούμαστε σε ψίχουλα ζωής κι αισθητικής, αποκλεισμένοι σε σαλόνια για ένα γρήγορο σεξ σαν εκπορνευμένοι σειληνοί, μόνοι και πάλι μόνοι περιμένοντας το δήμιο που λέγεται γήρας, αρρώστια, θάνατος.
Ενάντια σε όλα αυτά, η «ηδονοβλεψίας» βγάζει κραυγές από παντού. Κραυγή ενάντια στο σύστημα, ενάντια στην εξουσία, ενάντια στο μέτριο, ψόφιο κυριακάτικο μεσημεριανό σεξ των ετοιμοθάνατων γάμων και των από ανάγκη συμβιώσεων.
Απομένει τώρα, κλείνοντας την παρουσίαση, να δώσουμε και την άποψη μας πάνω στη σκέψη που τοποθετεί ο δοκιμιογράφος Δημήτρης Τσινικόπουλος στο συντηρητικό του κατά κάποιο τρόπο κείμενο «Λογοτεχνία και πορνογραφία». Μας λέει λοιπόν:
«Ποια εντύπωση μπορεί ν’ αποκομίσει ο αναγνώστης, και γιατί να επιζητεί να διαβάσει, ένα τέτοιο βιβλίο. Και ακόμα, αν τελικά, προσθέτει κάτι στην πνευματικότητά του, αν τον εξευγενίζει, αφού κατά γενική αναγνώριση σκοπός της τέχνης είναι να προκαλέσει την αισθητική συγκίνηση και όχι τη σεξουαλική έξαψη μέσω της φαντασίας που, στην περίπτωση της ανάγνωσης, λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από την εικόνα»
Πιο απλά: είναι τέχνη αυτά τα διηγήματα; Ή είναι μια αιρετική άποψη, ξεπερασμένη ίσως, αφού μας παραδίδει το σεξ σε κοινή θέα, κάτι που έχει ξαναγίνει πολλές φορές. Ή, εν τέλει, θέλει η συγγραφέας να προκαλέσει τα χρηστά κι επώνυμα ήθη; Αν βέβαια μπορούμε, χωρίς να είμαστε δύσκαμπτοι στο μυαλό, να ορίσουμε τις άκρες και τα όρια της τέχνης, θέμα που αποτέλεσε παγίδα και για το κοινό μα, δυστυχώς, και για πολλούς καλλιτέχνες.
Ας σταματήσουμε εδώ, πριν δώσουμε μορφή και στάση σε κάποιο ατόπημα λόγου. Η «ηδονοβλεψίας» είναι ακριβώς αυτό που η λέξη προδίδει. Γιατί οι λέξεις προδίδουν. Όχι τα αισθήματα. Είναι τολμηρό πόνημα που σπάει τους κανόνες και της πρέπουσας εποχικής ηθικής και της γραφής. Καταφεύγει στην ανωμαλία γιατί δεν αντέχει τους φυσιολογικούς κανόνες γύρω μας. Επαιτεί το ερωτικό βασανιστήριο για να μην ξεπέσει στη ζωή μιας κυράτσας. Προσβάλλει και ταπεινώνει την αθωότητα, γιατί κανείς μας δεν είναι αθώος. Θέλει σε πρώτο επίπεδο να σας φτιάξει, γιατί όχι; Και σε δεύτερο να σας θέσει το (υπαρξιακό) ερώτημα: υπάρχει κάτι χυδαίο στη σεξουαλικότητα;
Την απάντηση θα τη δώσετε εσείς οι ίδιοι διαβάζοντας το βιβλίο γιατί το ερώτημα υφίσταται για τον καθένα μας ατομικά. Όσο για το αν είναι τέχνη, κατά την ταπεινή μου άποψη είναι μια ακραία και εξτρεμιστική γραφή που μας δίνει τη δυνατότητα να μπούμε στη θέση ενός peepingtom, ενός ματάκια κι από εκεί να ξετρυπώσουμε, μέσα από βογγητά, σπέρματα και μαστιγώματα, μια άλλη ζωή, πιο τολμηρή, ενάντια σε μια καθεστηκυία κι αντιερωτική τάξη πραγμάτων.
γράφει ο Γιάννης Τσιτσίμης