Αναδημοσίευση από: communisation
Αδειάσανε τα σύννεφα αυτές τις
μέρες καθώς αποκαλύφηκαν ταυτόχρονα διάφορα πράγματα: Ο Σαμαράς είναι
φιλοχρυσαβγίτης, ο Μπαλτάκος είναι κανονικός χρυσαβγίτης και «το κράτος μας»
είχε έτοιμες μονάδες στρατού να επέμβουν στην παρέλαση της 28ης
Οκτωβρίου του 2012 μη τυχόν και ξαναπάθει τα ίδια με την παρέλαση της εθνικής
ημών εορτής του 2011. Όλα αυτά παρουσιάζονται ως «εκτροπή», αρκετοί επιβεβαιώνουν
ο ένας στον άλλον ότι πλέον έχουμε «κράτος έκτακτης ανάγκης» και μεταξύ άλλων
όλοι δυσκολεύονται πια να λένε ότι οι Ουκρανοί μνημονιακοί είναι ναζί και ο
Πούτιν δημοκράτης, γιατί δεν μπορούν να απαντήσουν στην ερώτηση γιατί δεν
έλεγαν από την αρχή ότι ο Σαμαράς είναι ναζί (και ότι ο Πούτιν είναι ο μόνος
δημοκράτης στον πλανήτη). Βέβαια, κάτι εθνίκια που παριστάνουν τους συντρόφους
θα πουν «εμείς το λέγαμε».
Το ζήτημα είναι να αναρωτηθούμε
«εκτροπή από τι;». Ή «αφού έχουμε κράτος έκτακτης ανάγκης» ποιο ήταν το «κράτος
δικαίου»; Εκείνο που σκότωνε τον Καλτεζά και τον Τεμπονέρα, εκείνο που έμπαινε
στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’95, εκείνο που δολοφονούσε κόσμο που δεν
σταματούσε στα μπλόκα, εκείνο που έχει δολοφονήσει χιλιάδες προλετάριους που
προσπαθούσαν να μπουν στη χώρα ή όταν μπήκαν γιατί δεν του άρεσε το χρώμα ή η
γλώσσα που μιλούσαν, που έχει βγάλει μίζες από το trafficking χιλιάδων
γυναικών;
Οι ερωτήσεις αυτές για όλους τους
συντρόφους και συντρόφισσες που είναι ακόμη μέσα στο δίπολο «φασισμός-αντιφασισμός»
είναι δύσκολο να απαντηθούν. Τώρα γίνεται ακόμη πιο δύσκολο καθώς όπως ο
αντιφασισμός ήταν η δύναμη αλλά και το όριο του κινήματος μέχρι τη
διάλυση της Χρυσής Αβγής, έτσι και ο «χρυσαβγιτισμός» του δημοκρατικού
κράτους υπόκειται στη δυναμική της ταξικής πάλης, δηλαδή, της αναδιάρθρωσης και
των ταξικών αγώνων που την αντιμάχονται. Επιπλέον ο «χρυσαβγιτισμός» δεν
είναι φαινόμενο του 2012 αλλά ξεκινάει αρκετά νωρίτερα όπως έχει δείξει και το
κείμενο Μορφή
και περιεχόμενο της κρατικής καταστολής στις καταλήψεις.
Η δυσκολία στην ερώτηση «γιατί δε
λέγατε από την αρχή ότι ο Σαμαράς είναι ναζί» (κάτι που τόσο εύκολα ειπώθηκε
για τον Ουκρανο πρωθυπουργό, ευκολότερα με τη βοήθεια της παραποίησης μιας
φωτογραφίας στην οποία δήθεν χαιρετάει ναζιστικά) βρίσκεται στο ότι
η ειλικρινής απάντηση είναι ότι ο Σαμαράς (ως πολιτική πρακτική και όχι ως
πρόσωπο) ΔΕΝ είναι ναζί. Ακόμη πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα όταν
παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει ναζισμός σήμερα, ο φασισμός και ο ναζισμός ήταν
ένα ιστορικό κίνημα καταστολής των ταξικών αγώνων των δεκαετιών του ’20 και του
’30. Αυτό που γίνεται όταν ο λόγος του κινήματος σήμερα μιλάει για φασισμό και
ναζισμό είναι μια μετωνυμία. Ονομάζει ναζισμό ή ακόμη συχνότερα φασισμό τη
σύγχρονη μορφή καταστολής των ταξικών αγώνων, αλλά και γενικότερα τη μορφή του
σύγχρονου καπιταλισμού που βρίσκεται σε φάση ταχύτατης αναδιάρθρωσης, μορφή για
την οποία δεν έχει βρει ακόμη όνομα της εποχής μας και χρησιμοποιεί ένα παλιό.
Το να μιλάμε για μετωνυμία και να
επιμένουμε ότι δεν υπάρχει σήμερα φασισμός, ή καλύτερα ότι αυτό που υπάρχει ως
πολιτική μορφή πρέπει να το διακρίνουμε από το φασισμό για να μπορέσουμε να του
ασκήσουμε ριζική κριτική, δεν είναι σχολαστικισμός. Το πρόβλημα δε βρίσκεται
στην ακρίβεια ή μη των όρων που χρησιμοποιούνται στα συνθήματα και στις αφίσες
αλλά στο περιεχόμενο που παίρνει η κριτική της πραγματικότητας της ταξικής
πάλης με τη χρήση των όρων αυτών. Αν η σημερινή κατάσταση ορίζεται ως φασισμός
(πιο εύκολα στην Ουκρανία, πιο δύσκολα εδώ) τότε απευθείας η άρνηση της είναι ο
αντιφασισμός, δηλαδή, για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, η δημοκρατία, ένας
καπιταλισμός χωρίς απαγόρευση κυκλοφορίας, στρατοκρατία, εξορίες, πολιτικές
καταδίκες κτλ. Oπως αναφέρεται και στο κείμενο Φασισμός
και Εκπαίδευση όμως, «ένα φασιστικό καθεστώς σήμερα δεν μπορεί να είναι
ίδιο με αυτά του μεσοπολέμου, τα οποία μοιράζονταν με τις δημοκρατίες της
εποχής τον ορίζοντα του προνοιακού κράτους και της αναγνώρισης της εργατικής
τάξης ως συλλογικό υποκείμενο, φαινόμενα που ο «νεοφιλελευθερισμός» αρνείται.
Σήμερα παράγεται μια μορφή ολοκληρωτισμού που για την ώρα δεν χρειάζεται να
οδηγήσει σε μια αναίρεση της δημοκρατίας, όσο και να ξευτελίζεται κατά την
πορεία αυτός ο όρος».
Η σημερινή πολιτική μορφή της
καταστολής της ταξικής πάλης λοιπόν αλλά και η μορφή που παίρνει η διαδικασία
αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης είναι δημοκρατική.
Η έξωση των θεσμών της εργατικής τάξης από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά
και από το κράτος γενικά, το καθεστώς μηδενικής ανοχής διεκδικήσεων, η
στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, η αύξηση των κάθε είδους μπάτσων κατά 25-30%
από το 2009 μέχρι το 2013, η αναγωγή του μάχιμου ακτιβισμού σε επίσημο
εσωτερικό εχθρό, οι μαζικές φυλακίσεις και δολοφονίες πλεονάζοντος εργατικού
δυναμικού, οι εισβολές στα σπίτια αναρχικών, όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη δημοκρατία
(όπως άλλωστε είχε προκύψει και ο ναζισμός το ’30) αλλά το κυριότερο είναι ότι
παρέμειναν μέσα στη δημοκρατία. Ο «ελληνικός λαός», αυτή η διαταξική
εθνική κοινότητα που ψηφίζει αποφάσισε το 2012 μέσα στα όρια του παιχνιδιού της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η κατασταλτική μορφή του κράτους να είναι αυτή που
είναι σήμερα, της Χρυσής Αβγής συμπεριλαμβανομένης. Δημοκρατία είναι
αυτό που ζούμε σήμερα. Αν είχαμε δικτατορία θα το ξέραμε πολύ καλά και αυτό το
κείμενο δε θα μπορούσε να γραφτεί εδώ.
Αυτή η «χρυσαβγίτικη» μορφή της
δημοκρατίας ήταν απολύτως απαραίτητη για να προωθηθεί η τρέχουσα φάση της
αναδιάρθρωσης. Οι χρυσαβγίτες με στολή ή χωρίς έπρεπε να ξαμολυθούν, σα
μαντρόσκυλα των αφεντικών που είναι, και να τσακίσουν μετανάστες, να χτυπήσουν
ακτιβιστές, να τραμπουκίσουν συνδικαλιστές, να προσπαθήσουν να παίξουν έναν
ειδικό κατασταλτικό ρόλο στη ζώνη που δραστηριοποιείται το εφοπλιστικό κεφάλαιο
το οποίο επένδυσε απευθείας επάνω τους. Κρίθηκε από τους μηχανισμούς του
κράτους σκόπιμο να βγει η συμμορία στο φως και πήρε το κράτος το ρίσκο να
δημιουργηθεί χρυσαβγίτικο προλεταριακό κίνημα, κάτι που βέβαια δεν έγινε ποτέ.
Η κρίση της πολιτικής ως
διαμεσολάβησης ανάμεσα στην εργατική τάξη και στο κράτος επηρέασε και τη Χρυσή
Αβγή και μάλιστα περισσότερο από ότι επηρέασε την αριστερά. Το προλεταριάτο δεν
τσίμπησε στην «ενοικίαση μόνο εργασιακής δύναμης με ελληνικό αίμα» που πουλούσε
η Χρυσή Αβγή ως πρόγραμμα, δε βγήκε στο δρόμο να υπερασπιστεί το «δικαίωμα του
στη δουλειά αντί για τους μετανάστες». Ήταν και είναι σαφές ότι οι μετανάστες
δεν είναι δυνατόν να φύγουν μαζικά όπως ευαγγελίζεται η Χρυσή Αβγή και διάφοροι
άλλοι εθνικιστές που το παίζουν αριστεριστές όσο τους παίρνει ακόμη. Οι
μετανάστες χωρίς χαρτιά είναι ακόμη απαραίτητοι γιατί ακόμη επιτελούν το βασικό
τους ρόλο, δηλαδή, να χρησιμοποιούνται (μέσω του γεγονότος ότι απασχολούνται σε
συντριπτικό στη μαύρη εργασία και δεν είναι πολίτες) ως μοχλός για την
περαιτέρω συμπίεση της εργασιακής δύναμης των προλετάριων που είναι έλληνες
πολίτες. Οι μετανάστες πρέπει να είναι παρόντες, εξαθλιωμένοι, και να αποτελούν
ζοφερές εικόνες για το μέλλον όσων από τα κατώτερα προλεταριακά στρώματα των
ελλήνων αρνούνται να πειθαρχήσουν στην υποτίμηση της εργασιακής τους δύναμης.
Ο χρυσαβγιτισμός δεν έγινε ποτέ
κίνημα του δρόμου. Μια φορά τόλμησαν λίγοι φασίστες να εμφανιστούν σε μια
γενική απεργία ως οργανωμένη δύναμη και τους πήρε ο διάολος και τους σήκωσε.
Κατόρθωσαν όμως να τρυπώσουν στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό γιατί έτσι αποφάσισε
ρητά το κράτος. Η Χρυσή Αβγή αποτέλεσε τη συμπύκνωση όλης της ιδεολογίας του
σεξισμού, του ρατσισμού, του μανατζερισμού, του βλαχομπαρόκ ελληνικού επαρχιωτισμού
που άνθισε στα σκυλάδικα, που με βάση αυτή σημαντικό μέρος του ντόπιου αντρικού
πληθυσμού βίασε χιλιάδες γυναίκες στα κρυφά-φανερά μπουρδέλα, πήρε
πλαστικές κάρτες και μ’αυτές «έγινε κάποιος» και όχι «φτωχομπινές πακιστανός».
Η Χρυσή Αβγή όταν ξαμολύθηκε από τα υπόγεια της Κρατικής Ασφάλειας και της
Κατεχάκη έδωσε το δικαίωμα να έχει πολιτική ταυτότητα στον κάθε «απολιτίκ»
(συνήθως άντρακλα) έλληνα που είχε μάθει να είναι «εθνικός τσαμπουκάς
αλλά στη δουλειά μαλάκας» που κυνήγησε «ξένους αλβανούς» το 2004 όταν «χάσαμε
εδώ μέσα» ή χάρηκε μ’ αυτά τα καθίκια που τους κυνήγησαν, που απειλούσε το
μετανάστη εργάτη ότι θα τον δώσει στην αστυνομία και τόσα και τόσα άλλα.
Ο «χρυσαβγιτισμός» του κράτους ως
ιδεολογικός μηχανισμός του ήταν παρών πολλά χρόνια πριν το 2012. Μετά το «δεξιό
κίνημα” των παρελάσεων του 2011 αναδύθηκε στην επιφάνεια και έφτασε στην κορυφή
της δύναμης του τη διαβολοβδομάδα από τις 12 μέχρι τις 17 Σεπτέμβρη του 2013
όταν μαχαίρωσαν τον Π. Φύσσα. Τότε στη Νίκαια ο «χρυσαβγιτισμός» ως κατασταλτική
μορφή της αναδιάθρωσης πήγε να δώσει ένα ηχηρό μήνυμα στο φτωχό νεανικό
προλεταριάτο που «τα σπάει στις πορείες», πήγε να του πει ότι «ή με εμάς ή
κινδυνεύεις να πεθάνεις». Το ίδιο αυτό φτωχό νεανικό προλεταριάτο τους έδωσε
την απάντηση του την επόμενη μέρα στην ίδια γειτονιά. Όπως γράφαμε τότε έγινε:
«η απαραίτητη για τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης χρυσαβγιτοποίηση του κράτους θα
επιτευχθεί πραγματικά με την κατάργηση της Χρυσής Αβγής.»
Η σημερινή κατάσταση είναι
αποτέλεσμα της ταξικής πάλης η οποία έχει οδηγήσει το πολιτικό σκηνικό σε
απόλυτη σήψη. Υποκλοπές, εκβιασμοί, νταηλίκια, μακάρι να πιστολιαστούνε κιόλας.
Ό,τι ήταν δύναμη για τη φάση της αναδιάρθρωσης από το Μάρτη του 2012, μετά τις
ταραχές, έως τώρα, μετατράπηκε πλέον σε όριο. Το ιδιάζον στοιχείο της παρούσας
χρονικής στιγμής, που και πάλι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διακλάδωση, είναι η
σχεδόν πλήρης απουσία του προλεταριάτου από τους δρόμους (δες το κείμενο «Το
προλεταριάτο στη συγκυρία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα του «4ου μνημονίου»).
Αυτή η απουσία είναι κι αυτή μέρος της ταξική πάλης. Έτσι μέσα στη θολούρα του
ξεκατινιάσματος μεταξύ χρυσαβγιτών με κοστούμια εμπεδώνονται ένα προς ένα τα
νέα χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας και του κράτους. Η
«ενοικιαζόμενη εργασία για έλληνες» περνάει με το Μιχαλολιάκο φυλακή, οι
«τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι» απολύονται, το «πολύ δικαίωμα στο συνδικαλισμό
που κάνει κακό» πετσοκόβεται, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκσυγχρονίζονται και
παράγουν αξία, και όλα γενικά γίνονται καλύτερα από ότι θα τα έκανε η ίδια η
Χρυσή Αβγή.
Μόνο η μαζική εισβολή των
προλετάριων στο δημόσιο χώρο, οι ταραχές ως δραστηριότητα, θα θέσουν και πάλι
σε αμφισβήτηση αυτή τη διαδικασία και όχι το ξεμπρόστιασμα του «φασίστα
Σαμαρά», ή «η αποπομπή των ναζιστών από το πολιτικό προσκήνιο» (κάτι που
άλλωστε σιγά σιγά συμβαίνει).