Είχα ένα μυαλό αλλά δεν είχα καρδιά
δεν είχα καν πέος.
Κοιτούσα τους ανθρώπους
κι έβλεπα όλα όσα
δεν θα καταφέρω ποτέ.
Δεν με ένοιαζε.
Ήξερα ότι πονούσαν κι αυτοί
βλέποντάς με να σέρνομαι
ως το σπίτι
ίσα για να τσακιστώ.
Κάπου μεταξύ ποίησης
και αδιαφορίας.

Δεν έχει πλάκα να μένω ξύπνιος όλη νύχτα.
Ακούω τους ανθρώπους να κοιμούνται και τρομάζω.
Μου φαίνεται απίστευτο το τι είναι ικανοί να κάνουν
προκειμένου να βρεθούν ξανά αύριο μπροστά μου.

είναι δύσκολο είναι πολύ δύσκολο
είναι σχεδόν ακατόρθωτο ναι είναι
ανυπέρβλητα δύσκολο και σκληρό
είναι τόσο μα τόσο δύσκολο για μένα
πολύ πολύ πολύ σκληρό και δύσκολο
να τελειώσω αυτήν την μπύρα
και να παραγγείλω μία δεύτερη
καθισμένος στο τραπεζάκι στον πεζόδρομο
κοιτώντας τον κόσμο να περνάει
ξέροντας πως τελικά θα τα καταφέρω
για μία ακόμη φορά για πάντοτε δηλαδή
και πως ήδη στο δεύτερο μπουκάλι
τίποτα από όλα αυτά δεν θα έχει σημασία

Πλέον, εμπιστεύομαι το πιώμα περισσότερο από ότι τον εαυτό μου.
Ο εαυτός μου, με άλλα λόγια, είναι αυτό που φεύγει όταν η νύχτα έρχεται.

Πλέον, δεν περιμένω από τον κόσμο κάτι παραπάνω από αυτό που είναι.
Ο κόσμος είναι μια υπέροχη ευκαιρία εξόδου πόρτα την πόρτα.

Αυγή την αυγή.

Όλοι επιθυμούν να είναι κάτι.
Τις περισσότερες φορές
αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.
Για αυτό είναι απαραίτητοι οι φίλοι.
Οι φίλοι σου χαρίζουν
αυτό που μπορείς να είσαι.

ούζο σαν σύννεφο
καπνός σαν γαλάζιο
και τα δέντρα να μεγαλώνει η αγάπη μου
να αγγίζει το θαύμα

Καθόμουνα στην πλαστική σαμπρέλα και επέπλεα. Το ελαφρύ κυματάκι με στριφογύριζε απαλά. Κοιτούσα τους φίλους μου στην παραλία, τα πράσινα χρυσαφένια δέντρα ολόγυρα στον λόφο που υψώνονταν ως το λευκό γαλάζιο, τον ήλιο πάνω στο κορμί μου, τον ήλιο πάνω στην άμμο να επιστρέφει το χαμόγελο. Άκουγα τα γέλια τους και τα καμώματά τους, το σύρσιμο των χαλικιών στην ακροθαλασσιά, τον κόσμο πέρα μακριά να συνεχίζει να μιλά για το θαύμα, έναν γλάρο να φτεροκοπά πάνω από το κεφάλι μου χωρίς σημασία. Όλα ξαφνικά ήταν τόσο στέρεα, τόσο απροσδόκητα αληθινά, δίχως την παραμικρή αμφιβολία στις άκρες της όρασής μου, δίχως την ελάχιστη ερώτηση σε κάποια από τις αισθήσεις μου. Όλα ήταν εξαίσια τοποθετημένα, συναρμολογημένα, σαν να ήταν από πάντα εκεί, σαν από πάντα να ήταν αυτή η θέση τους, αυτός ο χρόνος τους, ένας χρόνος απέραντος, κι ως στα αλήθεια τόσο μα τόσο μικρός ώστε η καρδιά μου να μπορεί να τον κρατήσει για αυτή την στιγμούλα ζωντανό και καθάριο, καθώς ανασαίνω και συνειδητοποιώ πως αυτή είναι η ζωή, η ζωή μου, μα τι υπέροχη και θαυμάσια ευτυχία, Θέε μου, είμαι εγώ και ολάκερη η πλάση, εδώ, τώρα, για πάντα, ω, ανυπέρβλητη λάμψη της ζωής.

Τα τελευταία βράδια κοιμάμαι δίπλα στην βιβλιοθήκη μου. Δύο τοίχοι γεμάτοι βιβλία. Ίσως έτσι να εξηγείται και η ποιότητα και η ποσότητα των ονείρων που κάνω. Ένας καταιγισμός εικόνων, λέξεων και συναισθημάτων κατακλύζουν τον ύπνο μου εδώ και τόσες νύχτες. Είδα το χρέος μου απέναντι στους ανθρώπους και το πόσο σκληρός έχω γίνει. Είδα τον λόγο για τον οποίο η κοινωνία αρρωσταίνει ολοένα και πιο πολύ. Είδα κι άλλα πράγματα, ακατανόμαστα και κακά. Ξυπνάω νωρίς το πρωί κι όλες αυτές οι ιστορίες δεν λένε να φύγουν από το μυαλό μου. Νιώθω πολύ κουρασμένος. Ίσως εξουθενωμένος από αυτή την ζωή μέσα στην ζωή. Από τον τρόπο που η μία κοιτάει μέσα στην άλλη και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια πριν κάτι γλιστρήσει από την μία στην άλλη μεριά. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ή ώρα έχει περάσει. Πέφτω για ύπνο, ξανά. Πέφτω και συνεχίζω να πέφτω όλο και πιο βαθιά μέσα μου.

Θυμήθηκα τους piano magic σήμερα. Πόσο εύκολο ήταν πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια να παραμένεις παγωμένος δίχως όμως καμία υπόνοια ενός αδιέξοδου συναισθήματος που πιότερο σε αδειάζει και σε πετά στην άκρη παρά σε γειώνει με κείνη την πανδαισία κεραυνών να κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου. Μου ήταν πραγματικά ζητούμενο τότε να διατηρούμαι στην απόσταση των πραγμάτων και των ανθρώπων, ήρεμος και κατά βάση θλιμμένος και επαρκής. Μπορούσα να περνάω καλά με τους φίλους μου, με τον κόσμο, και όλα τα τραύματα της καθημερινής μάχης να λάμπουν σαν στολίδια πάνω μου, σαν την πνοή που χρειάζομαι για να παραμείνω ζωντανός, για να συνεχίσω να πιστεύω πως η έλλειψη της αγάπης δεν είναι κάτι που βιώνουμε αλλά κάτι στο οποίο έχουμε εναποθέσει όλες μας τις ελπίδες, ώστε να μπορέσουμε κάποια στιγμή να γεννηθούμε ξανά, πιο δίκαιοι, πιο σίγουροι για την ομορφιά που στάζει την πίκρα της δίχως ίχνος ελέους πάνω στις καρδιές μας.

Πήγαινε η παντόφλα κι ανεβοκατέβαινε μαζί με τα κύματα, πελώρια και θαυμάσια κύματα, ακούγονταν σαν θρίαμβος σαν ιαχή και σαν φοβέρα. Έβρεχε, κιόλας, ένα μίζερο ψιλόβροχο που με πότιζε μέχρι την καρδιά, έτσι σακάτης που ήμουνα, φευγάτος από το σπίτι μου Κυριακή μεσημέρι, να επιστρέφω στο νησί, να ξυπνήσω το πρωί να πάω στην δουλειά χαρούμενος και εμπνευσμένος. Μου την είχε δώσει για τα καλά. Η γυναίκα μου και το παιδί μου μού μίλαγαν τις ώρες που οδηγούσα βουβός μέχρι την Ηγουμενίτσα και εγώ απαντούσα κι έλεγα διαφορά που ούτε νόημα είχανε κι ούτε ποτέ θα αποκτούσαν. Τους σκεφτόμουνα ξαπλωμένους στον καναπέ του σπιτιού, αγκαλιά, και μισούσα όλο τον κόσμο. Εκτός από αυτούς. Η ταλαιπωρία είχε αρχίσει να με διασκεδάζει κάπως κι έτσι καθισμένος κάτω από μια μικρή τέντα στο πάνω κατάστρωμα συνέχιζα να μιλώ στον εαυτό μου και ίσως και να γελάω που και που. Δεν ήμουν τρομακτικός αλλά πιθανώς αξιολύπητος, καθώς ένας πρώιμος τουρίστας με πλησίασε και με ρώτησε αν αισθάνομαι καλά. Του εξήγησα πως είμαι λίγο στενοχωρημένος αλλά κατά τα άλλα όλα είναι μια χαρά. Μου είπε πως σπάνια οι άνθρωποι μιλάνε μόνοι τους χωρίς να συμβαίνει κάτι άσχημο ή τραγικό. Του ανταπάντησα πως εξασκώ τέτοιου είδους προσωπικούς διαλόγους, φωναχτά κατά βάση, καθημερινά και πως θεωρώ πως αυτό είναι υγιές και πως δίχως αυτή την δυνατότητα θα ήμουνα ήδη φουνταρισμένος. Δηλαδή τι, του λέω, επειδή περνάω καλά μόνος μου και μιλάω και προχωράει η απόσταση κάτι παίζει; Ότι τι, του λέω, αν στάζανε τα μάτια μου αίμα κι η ψυχή μου δηλητήριο αλλά καθόμουν φρόνιμα μες στην καμπίνα, άλαλος και σώφρων, θα ήταν καλύτερα; Συμφώνησε πως ίσως έτσι να είναι καλύτερα και έκατσε μαζί μου για το υπόλοιπο της διαδρομής. Καλός τύπος, παλιός χίπης, είχε ξανάρθει στο νησί πριν πολλά χρόνια με ένα magic bus. Του ευχήθηκα καλή διαμονή και μπήκα στο αμάξι μου. Που μείναμε;

Υπάρχει ένα σημείο, μπέμπα, που σε όλη σου την ζωή προσπαθείς να το προσπεράσεις αλλά δεν μπορείς. Βάζεις τα δυνατά σου, διαβάζεις και μελετάς, κοιτάς τα σύννεφα με τις ώρες και μαθαίνεις να ισορροπείς στην πιο μικρή ανάσα σου αλλά και πάλι δεν μπορείς. Βρίσκεσαι πάντα πίσω από το σημείο αυτό. Σταδιακά, αρχίζεις να μαθαίνεις το πως και το γιατί το σημείο αυτό επιμένει να προπορεύεται και σιγά σιγά σκύβεις το κεφάλι και υπακούς στους νόμους που το διέπουν. Εκείνο το πρώτο κρακ, το μεγάλο και αδιαπέραστο ποτάμι της ζωής, αυτό στο οποίο πνίγεσαι κάθε φορά που προσπαθείς να αγαπήσεις τον εαυτό σου, είναι η βία, η βία που έσκισε τον κόσμο στα δύο, η βία που χαράκωσε το πρόσωπό σου με έναν τρόπο που κανένας καθρέπτης δεν μπορεί να ανεχτεί. Η βία των γονιών σου, η βία των φίλων σου, η βία των ανθρώπων που πίστευες πως θα σου προσφέρουν μία διέξοδο από αυτό το βάναυσο παιχνίδι των ματαιώσεων και της ασφυξίας, η βία της κοινωνίας στην οποία ζεις και αναπαράγεσαι, η βία ενός ουρανού γεμάτου στίγματα, η βία της αδιαφορίας απέναντι στον θάνατο, η βία των χιλιάδων σβησμένων τσιγάρων στην καρδιά σου, η βία της πρέζας και της οθόνης, η βία της αδιαφορίας πως έχει περάσει μια αιωνιότητα από τότε που ζήτησες συγχώρεση και ικέτεψες να αφεθείς ελεύθερος να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, μα η βία είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά, σου κλείνει την πόρτα και σε διατάζει να επαναλάβεις όλα σου τα λάθη από την αρχή, αρκεί αυτή την φορά να πονέσεις περισσότερο, αυτή την φορά προσπάθησε να σπάσεις, να γαμηθείς, να μην μείνει ούτε ο ίσκιος σου ρε γαμημένε μαλάκα πάνω σε αυτήν την δόλια γη. 

Πάντα εκείνη η ώρα τρεις ή τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα να μην υπάρχει κανείς, τίποτα να μην ακούγεται, τίποτε να μην νιώθω, σχεδόν μαρμαρωμένος κι ανέκφραστος να συνειδητοποιώ, να βεβαιώνομαι πως, διάολε, είμαι τελικά ζωντανός. Το φως να ναι κι αυτό ατάραχο και να αρκείται λίγο στα δάχτυλα, άντε κι ως την άκρη του κρεβατιού, να παίζει και να λογίζεται μαζί μου, πως φτάσαμε ως εδώ, αλάνι μου; πως θα γυρίσουμε και πάλι πίσω, λεβέντη μου; Κι όπως μακραίνει ο βύθος να χάνεται κι η όραση, να μένει μόνο μια αίσθηση θάρρους κι αστροφεγγιάς, να γδύνεται ο χρόνος τα φυσεκλίκια του, να απιθώνει χάμω τα όπλα του και να αποχωρεί, σαν ήρωας προδότης και πάλι ήρωας, κλέφτης ονείρων και όλων εκείνων των απροσδόκητα προσωπικών δακρύων, ανόητο χαζό παιδί, ανόητο.

Στα 10 υποδέχτηκα τον κόσμο με μία ελαφριά αμηχανία. Ήξερα ήδη πως αυτό που προσφέρει γρήγορα θα μου ζητηθεί να το ανταποδώσω. Θα προτιμούσα να μείνω σπίτι για ένα ακόμη καλοκαίρι, ασφαλής μες στην μονοτονία τόσων και τόσων άσκοπων επαναλήψεων σε ασπρόμαυρο φόντο και ευτυχής με όση φαντασία μπορούσα να αποκομίσω από την πληγωμένη μου καρδιά. Πάραυτα ο κόσμος με τράβηξε έξω από το λαγούμι μου και δεν μπορώ να πω ότι δεν το ευχαριστήθηκα. Στα 20, όμως, χρειάστηκε να επιστρέψω λίγο πιο μέσα από όσο ήμουν τότε ικανός να διαχειριστώ. Η μαύρη τρύπα που είχα ανακαλύψει ρουφούσε με μανία και εγώ της πετούσα ότι είχα πρόχειρο. Χρειάστηκαν κάμποσα χρόνια για να χορτάσει και να με παρατήσει στο πρώτο παρόν, ίσα για να ξαποστάσω και να βρέξω τα χείλια μου, και λίγα χρόνια ακόμη για να επουλώσω τα τραύματα της μάχης, οπότε αισίως φτάνω κι εγώ τα 30. Τα χρόνια της καύλας αρχίζουν να αποδίδουν και να ο έρωτας και να η μουσική και να που ο κόσμος μπορεί τελικά να έχει πλάκα κι ας μην σκάμε στα γέλια. Όσα κάστρα κι αν γκρεμοτσακίζονται από τα κύματα επιτέλους έχω ένα μυαλό που ξέρει αφαίρεση και μια καρδιά που αντλεί το δηλητήριο και το ποτίζει στο χώμα. Αν κι η αγάπη είναι πραγματικά το πιο δύσκολο συναίσθημα καταφέρνω να μένω αξιοπρεπής. Τις περισσότερες φορές. Και πάμε 40. Κοιτάω πέρα και βλέπω ορίζοντα. Με τρομάζουν τα χρώματα και τα σχήματα που τρέχουν στην οθόνη αλλά μου αρέσει να υποθέτω πως στα αλήθεια έχω υπάρξει αυτή την φορά. Τόσα πράγματα μέσα στα χέρια μου και το πρόσωπο μου σταθερό σαν προσευχή. Είναι ακόμα αρχή. Τεντώνω το τόξο μου και ρίχνω.

Κάποτε δεν είχα τίποτα να κάνω. Δεν ήξερα ποιος είμαι ή ποιοι είστε εσείς. Γυρνούσα από το ένα μέρος στο άλλο και έβρισκα τρόπους να σκοτώνω τον χρόνο κι ότι επέμενε να μου κάνει την ζωή δύσκολη. Τις περισσότερες φορές αυτός ήμουν εγώ. Έπειτα, γοργά αναστημένος, συνέχιζα να περπατώ μες στην πόλη. Κάποτε οι άνθρωποι, άγνωστοι όλοι σε μένα, έτυχε να ζητήσουν την βοήθειά μου. Κάποιος με ρώτησε που πέφτει αυτό και κάποια μου ζήτησε να την περάσω απέναντι τον δρόμο. Όσο παλιομοδίτικο κι αν ακούγεται ο δρόμος ήταν η λεωφόρος Αλεξάντρας κι αυτή ήταν μια βαριά και σκονισμένη γριά. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να με καλούν κι εγώ επιτέλους είχα βρει ένα νόημα στην άχαρη και ταλαιπωρημένη ζωή μου. Το παραμύθι συνεχιζόταν για καιρό κι εγώ ήμουν ο ιππότης κι ο μάγος και ο βάρβαρος πολιορκητής της απανταχού πεζότητάς μας. Θυμάμαι ένα βράδυ, χαρακτηριστικά, που καθώς περιδιάβαινα μονάχος τα στενά του κέντρου άκουσα μια γυναικεία φωνή να εκλιπαρεί για βοήθεια. Μια καθωσπρέπει κυρία είχε εγκλωβιστεί μέσα σε μια στοά που η σιδερένια μπάρα της είχε κλείσει απροειδοποίητα εγκλωβίζοντάς την μέσα. Αφού την καθησύχασα, βρήκα τηλέφωνο και τρόπο και την έβγαλα, για να λάβω ως ανταμοιβή ένα κόκκινο, κατακόκκινο φιλί στο μάγουλο. Όλο εκείνο το βράδυ ξενύχτησα να σκάβω την άσφαλτο για μια ακόμη ευκαιρία να αγγίξω ουρανό.

Σήμερα τράβηξα το χειρόφρενο, βγήκα, ξαναμπήκα, τσέκαρα πως είναι τραβηγμένο και ξαναβγήκα τουλάχιστον τέσσερις φορές. Σήμερα κλείδωσα την πόρτα πίσω μου, κατέβηκα πέντε σκαλιά, ξαναγύρισα, ξεκλείδωσα, έβαλα το κεφάλι μέσα και κοίταξα μέχρι την τοστιέρα για να δω αν είναι στην πρίζα τουλάχιστον τρεις φορές. Την μία από αυτές μπήκα ως την κουζίνα και τσέκαρα αν είναι κλειστό και το γκαζάκι. Σήμερα έκλεισα την σόμπα στην δουλειά και αφού χαιρέτησα και βγήκα ως το πάρκινγκ ξαναγύρισα ως το γραφείο μου να ελέγξω αν η σόμπα είχε όντως κλείσει και με την ευκαιρία επιβεβαίωσα πως τα παράθυρα και ο υπολογιστής ήταν κι αυτά κλειστά. Σήμερα γύρισα το κεφάλι και κοίταξα πίσω από τον ώμο μου μήπως και δω επιτέλους αν υπάρχει κάτι, που πρέπει επίσης να ελέγξω, κάμποσες φορές, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Παραξενεύτηκα και θεώρησα πως κάτι, μάλλον, έχει ήδη πάει πολύ στραβά. Αναγκαστικά θα χρειαστεί να βάλω ξυπνητήρι σε λίγο κι είμαι σίγουρος πως θα επαναλάβω την κίνηση καμιά εικοσαριά φορές μέχρι να ξημερώσει.

Δεν πιστεύω τα μισά από όσα λέω. Αγωνιώ να πιστέψω τα μισά από όσα κάνω αλλά και πάλι μου φαίνονται πολλά. Δεν ξέρω τι φταίει ή αν στην τελική φταίει κάτι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε ψεύτη ούτε απατεώνα. Ίσως είμαι απλά πολύ μεγάλος για γέλια και πολύ μικρός για κλάματα. Ίσως, ακόμη απλούστερα, έχω φάει τόσα γκολ που πλέον το να σταθεί κάποιος στο ύψος του πέναλτι απέναντί μου να μου φαίνεται παντελώς αδιάφορο. Ακόμη κι αυτή την στιγμή, καθώς οι λέξεις αραδιάζονται, κατανοώ πως μέχρι εδώ δεν πιστεύω πραγματικά παρά ελάχιστα από όσα έχουν γραφτεί. Ίσως τελικά να είμαι κάπως κουρασμένος. Η βροχή κυλάει πάνω μου και καταλήγει στο έδαφος. Το ιδιο κι ο ήλιος κι η θάλασσα και όλα όσα συνηθίζουν να χαράζουν την μέρα στην ανθρωπότητα. Ίσως, απ’ την άλλη, την νύχτα να είμαι λιγάκι πιο σίγουρος για όσα διαδραματίζονται. Το δράμα γίνεται κωμωδία κι αυτή σύντομα στιλπνή σιωπή αλλά εκείνες τις ώρες τα πράγματα φαντάζουν λιγάκι πιο αληθινά. Ίσως επειδή κανείς τότε δεν περιμένει ένα τρένο να φανεί μέσα από την ομίχλη για να επιβιβαστεί κι όλοι βρίσκονται μαζεμένοι γύρω απ’ την σόμπα με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Κανείς δεν διανοείται να ζητήσει βοήθεια από ανθρώπους πιότερο ανήμπορους κι απ’ τον ίδιο. Τα θραύσματα της νυχτας μπήγονται στο πετσί μας υπενθυμίζοντάς μας πως όλα μπορούν να συμβούν. Κάθε μορφής δυστύχημα είναι πιθανό για αυτό καλύτερα να ζήσεις τώρα, πριν ρωτήσεις και ερωτηθείς για την αξιοπιστία των όσων κρύβονται μέσα και γύρω από τα μάτια σου. Υπάρχουν φορές όμως που δεν πιστεύω απολύτως τίποτα. Ουτε το ποιος είμαι ή έχω υπάρξει, ούτε το ποιος είναι τι. Όπως μου είχε πει κάποια φίλη μερικές φορές το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιος είναι για το τσιγάρο που κρέμεται από τα χείλη μου. Αν και αυτό το έχω βρεί πολλές φορές να καπνίζει μόνο του μες στο ξέχειλο από τσιγάρα τασάκι.

Χρειάζεται ένας καλός ύπνος πριν από κάθε όνειρο. Μονάχα έτσι ο χρόνος μπορεί να πλαισιωθεί από όλα αυτά τα μικρά θαύματα που τον απαρτίζουν. Ήλιος, διαδρομή, φίλοι. Τεμαχίζοντας την καρδιά μας σε επιθυμίες, ξεκομμένες από την γενεσιουργό τους αιτία, τον κρύσταλλο της ενόρασης μιας στιγμής πολύ μεγάλης για να χωρέσει μέσα μας, καταφέρνουμε να σκύβουμε κάτω από την σφαίρα της αιώνιας ευτυχίας. Χίλια κομμάτια, μικρά ακατανόητα πίξελ, της ίδιας πάντα εικόνας. Ένα χέρι ζεστό. Ακολουθεί η ανάλυση των δεδομένων, σε φόντο γκρι, αμετανόητα εύκαιρο, γρήγορο σαν ντελιβερά στην τελευταία παραγγελία του. Το κόκκινο φανάρι δεσπόζει σαν ήλιος μισοβυθισμένος στην θάλασσα. Πρέπει τώρα να επιλέξεις αν θα βυθιστείς μαζί του ή αν θα προλάβεις να καείς στο πρώτο τυχαίο σύννεφο. Κοίτα πως φεύγουν. Οι αγάπες μας βαθιά μες στον ορίζοντα. Η καμπυλότητα κάθε χώρου. Η περιστροφή γύρω από τον άξονα, μόνος ξανά μες στο δωμάτιο. Ένα δωμάτιο που πια δεν μου ανήκει. Όπως και τίποτε, ποτέ. Μονάχα αυτό μαθαίνουμε καθώς μεγαλώνουμε. Σε αυτό ελπίζουμε. Την απόλυτη παράδοση σε όλο το μέλλον. Μια προσευχή σε έναν θεό που ποτέ δεν υπήρξε. Η τριπλή εξαφάνιση κάπου, κάπως, κάποτε. Υπέρογκα ποσά λατρείας πλημμυρίζουν το σύμπαν. Είμαστε για πάντα δεμένοι μαζί. Μέσα στο τελευταίο στοιχείο, που κι αυτό με την σειρά του κλείνει τα μάτια και χάνεται.

Η ήττα μας απέναντι στις μηχανές θα είναι πανηγυρική. Όχι γιατί οι μηχανές είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι αλλά γιατί εμείς, ως άνθρωποι, δεν είμαστε, ούτε στο ελάχιστο αυτό το οποίο έχουμε φτιαχτεί να είμαστε. Κυνηγοί, εραστές ή, απλά, τρελοί σχοινοβάτες πάνω από την άβυσσο.

Έχω υπάρξει πλούσιος. Όχι υπερβολικά πλούσιος, αλλά πλούσιος. Ένα πεντοχίλιαρο για ένα εφηβικό Σάββατο βράδυ στις αρχές του 90 είναι ίσως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μου έχουν συμβεί. Έχω υπάρξει και φτωχός. Όχι αδιανόητα φτωχός, αλλά φτωχός. Το να ζητάω από την γιαγιά μου ένα πεντάευρω για τον καπνό μου δεν ήταν απαραίτητα κακό, αλλά δεν ήταν και καλό. Τώρα πια καπνίζω όσο θέλω αλλά από Παρασκευή ξημερώνει πάντα Δευτέρα.

Σκέφτομαι να εγκαταλείψω την ποίηση.
Πριν όλες αυτές οι λέξεις
καταρρεύσουν πάνω μου
και με αφήσουν αναίσθητο
στη μέση του δρόμου,
ανίκανο να αγαπήσω οτιδήποτε άλλο
πέρα από τον χαμό μου.
Πριν καταφέρω να γράψω το ποίημα
που θα πείσει τον κόσμο
πως ίσως και να έχω πει την αλήθεια.
Βαδίζουμε ολομόναχοι
μέσα σε ένα έρημο τοπίο
δίχως το παραμικρό ίχνος προσανατολισμού.

Μια φορά κι έναν καιρό, όπως πάντοτε δηλαδή, ήταν μια όμορφη φτωχή κοπέλα και ήταν και μία βασίλισσα.
Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη από ολές; Εγώ, εγώ, εγώ, χαχαχα.
Κι όταν ο καθρέπτης βαρέθηκε να παίζει έκανε την βασίλισσα κομμάτια. Αυτή, όπως συνηθίζουν οι βασιλιάδες, με έστειλε στην εξορία με ένα μήλο στο στόμα. Αλλά εγώ γνώρισα την αγάπη και σώθηκα από τον λήθαργο της αιωνιότητας. Εσείς;
Εσείς; Ποιοι είναι οι πιο όμορφοι από σας; Εγώ; Εγώ; Εγώ; Χαχαχα.

Καλώς τα παιδιά. Καλώς τους φίλους μου, τους ορκισμένους εχθρούς μου. Υπάρχει ένα όριο στο τι μπορεί να αγαπήσει ένας άνθρωπος. Ξεκινάς με όσους σου πρόσφεραν την ζωή τους κι αρχίζεις να αποκλείεις. Στο τέλος, ολομόναχος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, συνειδητοποιείς πως οι άντρες που στέκονται μπροστά σου, με τα τουφέκια στραμμένα καταπάνω σου, ίσως να είναι οι μόνοι άνθρωποι που έστω και για αυτά τα στέρνα λεπτά, πριν η καρδιά σου σταματήσει να χτυπά, ίσως μόνο αυτοί να είναι όσοι πραγματικά αγάπησες. Γιατί μόνο αυτοί σε κοίταξαν ευθεία στα μάτια ομολογώντας σου πως δεν είσαι τίποτα άλλο πέρα από τον στόχο τους. Δίχως να προσποιουνται πως είσαι κάτι παραπάνω από ένα ακόμα πτώμα στο διάβα τους. Δεν είναι απογοήτευση. Σιχαίνομαι τα φτηνά υποκατάστατα της νοημοσύνης. Στον πόλεμο που διεξάγεται από τα πρώτα βήματά μας σε αυτή την γη έχω επιλέξει την μεριά που μου ταιριάζει. Ανάμεσα στο να σκοτώσω και να σκοτωθώ διάλεξα το δεύτερο. Κράτησα την καρδιά μου αλώβητη και την τάισα στα θηρία. Ακόμα κι όταν χρειάστηκε να την κατασπαράξω με τα ίδια μου τα δόντια την ξέσκισα χωρίς δισταγμό. Έφερα την μπότα του μέλλοντος, μα και κάθε χρόνου, μπροστά στο πρόσωπό μου, και πάτησα με όλη μου την δύναμη. Πρέπει κανείς να πονάει για αυτό που του ανήκει. Για όλα όσα θα χάσει στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Για την τιμή του να παραμένει άνθρωπος, ζώο και σκόνη. Αυτό το άδειο κουφάρι χτυπημένο από την ταχύτητα του πολιτισμού. Από τα συνηθισμένα μας ψέματα και το ακόρεστο μας πάθος για εξουσία. Από την ανάγκη μας, αυτήν την βίαια και αρχέγονη ανάγκη, να μοιάσουμε στους Θεούς. Να υποχρεώσουμε τον θάνατο να υποκλιθεί μπροστά μας και να μας χρίσει διαχειριστές της αιωνιότητας.

Κυριακή είναι η πίστη πως κάποιος θα σου χτυπήσει την πόρτα
και θα σου πει, έλα, έξω είναι ένας κόσμος ολόκληρος, σε περιμένει.

Κυριακή είναι κι η γνώση πως αυτό δεν πρόκειται και πάλι να συμβεί.

Αν δεν είμαι άρρωστος μια μέρα την βδομάδα δεν γίνομαι καλά τις υπόλοιπες. Από το πρωί της Δευτέρας πάω στην δουλειά μου και δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, τρώω στην πεθερούλα μου με αγάπη, μεγαλώνω τον γιό μου, προσέχω την γυναίκα μου. Τρέχω και λέω ψέματα πως προλαβαίνω το ρολόι ή πως αυτό είναι μια χρήσιμη εφεύρεση και συνεχίζω να τρέχω ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Διαβάζω τα νέα και τα διαδίδω όπου μπορώ, κατεβάζω μουσική που δεν ακούω, ταινίες που δεν βλέπω, αγοράζω βιβλία που δεν διαβάζω κι έπειτα έρχεται το απόγευμα της Παρασκευής. Ξεκινάω το πιώμα και δεν σταματάω μέχρι να ξεχάσω ποιος είμαι και τι γύρευα. Ακόμη κι αν αυτό σπάνια το καταφέρνω πια τουλάχιστον πίνω μέχρι να σιγουρευτώ πως όλο το Σαββάτο θα είμαι άρρωστος, δηλητηριασμένος, μέσα στο πάπλωμα, με όλες τις κακές σκέψεις να κατευθύνονται προς την καρδιά μου, έτοιμος να βάλω τα κλάματα και να υποσχεθώ πως αυτό δεν θα το ξανακάνω ποτέ ξανά. Μέχρι την επόμενη Παρασκευή.

έλα να με γαμήσεις
τίποτα να μη μ’ αφήσεις
να μου πάρεις το μυαλό
να το πας στο Κορδελιό
να το σπάσουνε οι γύφτοι
να το πιούν από τη μύτη

έλα να με γαμήσεις
την ψυχούλα μου να σκίσεις
να την δώσεις στα σκυλιά
για να κουνήσουν την ουρά
να την φαν και να την χέσουν
να ρθούν οι μύγες να χορέψουν

έλα να με γαμήσεις
για τον Θεούλη να με πείσεις
όλα τα σωστά παιδιά
αξίζουνε να σκούζουν δυνατά
έτσι ο κόσμος πάει μπροστά
ξύλο, πούτσα και καλή καρδιά

Σήμερα μέτρησα 34 φορές να γυρνάει το κλειδί προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Λίγες ακόμα και δεν θα μου έμενε ούτε στάλα αξιοπρέπειας. Λίγες ακόμα και θα κατέβαζα τα βρακιά μου στην κεντρική πλατεία.

κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου
τέσσερα χρόνια ματωμένο γαλάζιο
πατάω γερά κι ο ουρανός από πάνω μου τρέμει
γίνεται κόκκινος κι αυτός και στάζει οργή
γίνεται μαύρος, κατάμαυρος και λάμπει σαν φωτιά
ένα σπίρτο είναι αρκετό να ξεκινήσει την γιορτή
ένα σπίρτο είναι αρκετό για το έγκλημα να ρθει η πληρωμή

στα ονόματα των σκύλων

Ας ξεχάσουμε για λίγο την ησυχία.
Ας φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Ας προσπαθήσουμε να τον κατοικήσουμε.
Ας πούμε ότι βρίσκουμε τον τρόπο να τα καταφέρουμε.
Ας αφήσουμε την χαρά μας να αστράψει.
Δεν ήταν εύκολο για κανέναν να παραμείνει άνθρωπος.
Αυτή η δόλια σιωπή σε κάθε ερώτηση.
Τώρα ας βάλουμε φωτιά σε αυτό τον κόσμο.
Ας καταστρέψουμε όλα όσα ήταν κι όσα μπορούσε να γίνει.
Ας γυρίσουμε πίσω στην αδιατάραχτη ηρεμία μας.
Ας πούμε ότι βρίσκουμε τον τρόπο να τα καταφέρουμε.

Ο Bill Murray στην Ημέρα της Μαρμότας γίνεται τελικά καλός άνθρωπος και καταφέρνει να σπάσει την κατάρα. Στην περίπτωση μας αυτό δεν ωφελεί. Η καλοσύνη μας διεξάγεται με όρους επιβίωσης.

μετέωρος ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος
τι άτυχο πλάσμα ο ποιητής
μια σπρωξιά θα αρκούσε για να ελευθερωθεί από τα δεσμά του
ή έστω μια μαχαιριά στα στήθη της καλής του

Το σκοτάδι ήταν τόσο βαθύ που μπορούσες ανά πάσα στιγμή να γλίστρησεις και να μην σταματήσεις να πέφτεις ποτέ. Επέλεξα να σηκωθώ από το κρεβάτι, να ανάψω όλα τα φώτα, να πιστέψω στην αγάπη της μάνας μου, να παντρευτώ το πρώτο κορίτσι που δεν ήταν άντρας, να κάνω παιδιά. Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να είχε γραφτεί και να συνεχίσει να γράφεται από κάποιον άλλον άνθρωπο κι όχι από μένα. Ακόμα προσπαθώ να βρω ποιος είναι αυτός.

στον φίλο μου τον Θανάση

Η επιστροφή είναι πάντα πιο κοντά.
Αυτό με βοηθά
να παραμένω σιωπηλός
πιο εύκολα, δίχως καμία διάθεση
να πάω κόντρα στον άνεμο.
Ξέρω πια πως τα σύννεφα
μένουν πάντα ανεκπλήρωτα.
Πως έτσι κατοικείται ο ορίζοντας.
Με αργές αδιόρατες κινήσεις.
Πως μόνο έτσι ένα ένα
σβήνουν τα δάκρυα
πάνω στο νοτισμένο χώμα.

Έβαλα μπροστά κι έφυγα. Το σχολείο είχε τελειώσει για μια ακόμη τυχαία μέρα. Βγήκα στον κεντρικό και πάτησα το γκάζι. Τα χωράφια δεξιά κι αριστερά λαμπύριζαν στην πρώιμη ελευθερία τους. Καθώς κοιτούσα τον δρόμο παρατήρησα ακριβώς μπροστά μου στο μπαρπρίζ μια πανέμορφη λευκή μικροσκοπική αράχνη. Το θαύμα αυτής της μοναδικής ύπαρξης έπρεπε να σωθεί. Τράβηξα ένα χαρτομάντιλο από την θέση του συνοδηγού και το πίεσα απαλά παγιδεύοντάς την μέσα. Άφησα το τιμόνι και άνοιξα το παράθυρο. Τόση ώρα κρατούσα κι ένα τσιγάρο στο ένα χέρι. Έβγαλα το χαρτομάντιλο έξω από το παράθυρο και το τίναξα. Για να βεβαιωθώ πως ξαναπήγε σπίτι το τίναζα ξανά και ξανά. Ώπα! Ο δρόμος! Τόση ώρα ο δρόμος, μπαμ!! Καληνύχτα ένα έτσι. Καληνύχτα Κώστα. Φιλάκια.

Το απόγευμα στην κεντρική πλατεία της πόλης περπατούσαν οι άνθρωποι.
Τι πιο σύνηθες να συμβεί. Οι άνθρωποι περπατούσαν και η ζωή συνέχιζε.
Σαν ένα θαύμα από καιρό πολύ παραδομένο στον καθένα μας.
Ένα πραγματικά αξιολάτρευτο στιγμιότυπο της καθημερινής ζωής.
Σε έναν τόπο ευλογημένο από το φως και το άσβεστο πάθος για ειρήνη και δημοκρατία.

Ήταν τόση η χαρά μου και η αγαλλίαση μου μπροστά στο κάλλος
της αρμονικής μας συνύπαρξης που με δυσκολία κρατιόμουν
από το να ανοίξω τα πνευμόνια μου και να φωνάξω
με όλη την δύναμη της ψυχούλας μου,

Ρε κουτορνίθια, ρε αλαλάζουσες πυρετοί
χρόνιοι κατακλυσμοί και λάσπες, μπετά, πρόγκες
χαλάσματα στα χέρια των παιδιών
χτίστες κι αρχιτέκτονες του φθόνου, ερπετά και δράκοι
ληστές της νιότης μας και δούλοι των αρπάγων
μέχρι πότε θα σέρνετε το άδειο κουφάρι σας μέσα στα όνειρά μας
μέχρι πότε θα γδέρνετε τον ήλιο απ’ το πετσί μας;

Ανώφελοι, δόλιοι και άρπαγες, Κυρίες και Κύριοι
η σιωπή μας τρυπώνει στα θεμέλια των πύργων σας
η θάλασσά μας γεννιέται μες στο κύμα που όλο φτάνει
θα συντρίξουμε την παγερή ανάσα σας μες στις καρδιές μας
θα την κάψουμε την κονόμα και τις μαλακίες σας, θα την κάψουμε.