Τετάρτη 17 Μαΐου 2023

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Όμορφα χωριά"





Τα καυσόξυλα


Μια στοίβα καυσοξύλων, σαν σαρακατσάνικο καλύβι ή σαν πυραμίδα μικρή των αρχαίων Αιγυπτίων φθαρμένη από βροχές κι αστροπελέκια, ή σαν αλβανικό πολυβολείο επί Χότζα, με στραμμένες τις κάννες προς όλες τις κατευθύνσεις -στη βάση της συκομουριάς, μοιάζει με σμήνος μελισσών που το ’σκασε απ’ την κυψέλη και τρυγάει με βουλιμία τη γύρη των ανθών ή μ’ ένα κοπάδι πρόβατα στον ίσκιο του μεσημεριού καθώς και με συνέλευση στοχαστικών ανθρώπων.


Από την ενότητα
«Ερημία»





Οι μπουσλίκες


      Τώρα πια που δεν μου μένει παρά να γυρίζω πίσω, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες και βρίσκω παλιά απομεινάρια μνήμης. Σε κάθε τσέπη απ’ το σακάκι ή το αμάνικο που έχει και πολλές, πιάνω μια και δυο και τρεις μπουσλίκες. Έχουν σχήμα σφαιρικό μικρού οχήματος εξωγήινων πολιτισμών με μια λωρίδα εξογκώματα μικρά στη μέση που σκίζει, όπως η νοητή γραμμή του Ισημερινού τη γη. Μοιάζουν και με γράφημα ψηφιακό του κορονοϊού, αν του αφαιρέσουμε πολλές ακτίνες απ’ τους πόλους. Καρποί είναι των θάμνων της βελανιδιάς σαν στρόγγυλα μικρά καρύδια.
    Αντί για μπίλιες που δεν είχαμε, παίζαμε τις μπουσλίκες στα διαλείμματα των μαθημάτων. Ένας, ο πιο μάγκας, ο πιο έξυπνος, ο πιο πανούργος κι επιδέξιος, την είχε καψαλίσει τη μπουσλίκα του απ’ τη μια πλευρά, σημάδευε του αντίπαλου τη μπίλια και κέρδιζε συνέχεια. Είχε αποκτήσει δυνάμεις μαγικές, υπερφυσικές, γιατί και τα κορίτσια, πάνω στα πρώτα μας σκιρτήματα, τον έβλεπαν μ’ άλλο μάτι κι αυτόν και την μπουσλίκα του. Ακόμα κι εκείνη η πιο όμορφη, η πιο θελκτική, η πιο ελκυστική που όλοι επιζητούσαμε την εύνοιά της, εκείνη η κοπελιά η αμυγδαλομάτα που τώρα από κλινική σε κλινική γυρνάει και υποφέρει, μου την θυμίζει η μπουσλίκα που κρατάω στην απαλάμη μου και τη χαϊδεύω, όπως δεν χάιδεψα ποτέ εκείνη.


17/12/’21

_________________________________________
* μπουσλίκα= ο καρπός του θάμνου της βελανιδιάς


Από την ενότητα
«Ερημιά»





Το φύλλο


«Μακάρι να ήμουν φύλλο, να πετούσα.
Κι εσύ παππού, να ήσουν φύλλο
να πετούσαμε μαζί…»
είπε ο πεντάχρονος εγγονός μου,
καθώς έβλεπε τα φύλλα της βελανιδιάς
να τα παίρνει ο άνεμος.





Τα δέντρα ανθίζουν ερήμην μας


Πρώτα οι αμυγδαλιές και οι κορομηλιές.
Έπειτα, οι κερασιές και οι αχλαδιές.
Κατόπιν, οι κυδωνιές και οι μηλιές.
Α και οι πασχαλιές… οι πασχαλιές!
Από κοντά, οι συκιές και οι καρυδιές
σκάνε πράσινα μπουμπούκια.
Εμείς μπορεί να είμαστε εδώ
ή να λείπουμε μακριά
-στη Γερμανία, στην Αυστραλία-
ή μπορεί ακόμα να είμαστε και μακαρίτες.
Μπορεί τα σπίτια μας να έχουνε ρημάξει,
όμως τα δέντρα στις αυλές μας ανθίζουν.
Ερήμην μας ανθίζουν.




Από την ενότητα
«Το κέλυφος της πλήξης»





Από το βιβλίο «Όμορφα χωριά» (27 Πεζά | 38 Ποιήματα), εκδ. Παρέμβαση, 2023.

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Νίκος Σφαμένος, "Λυγμός"





Λυγμός


το αφιέρωμα
των παιδιών του σχολείου
στον Τσιτσάνη
είχε τελειώσει
τώρα χειροκροτήματα, χαμόγελα
ευχές και συναντήσεις
μεταξύ γνωστών
ήταν πια η ώρα
που θα επιστρέφαμε
στα σπίτια μας
οι περισσότεροι γελώντας
με την παρέα τους
μονάχα εκεί
στις άδειες πια καρέκλες
της αίθουσας
κάτι μυστήριες παρουσίες
−ξεχασμένοι καλλιτέχνες των αιώνων−
έκλαιγαν με παράπονο



                                                     Νίκος Σφαμένος



Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι του Νίκου Σφαμένου.
 

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Κυριακή Αν. Λυμπέρη, "Τα καθημερινά βάραθρα"





ΤΟ ΞΕΝΟ ΣΩΜΑ


Το ξένο σώμα έμπαινε ανάμεσά μας
πότε φυσώντας τον καπνό του καταπρόσωπο
και πότε επιμένοντας σε φόρους και λογαριασμούς
και ούτε μια στάλα σκοτάδι δε μας έμενε
για να πιαστούμε στο φιλί
να ανασάνουμε κανονικά σαν άνθρωποι
το ξένο σώμα ολοένα έβρισκε καινούριες προφάσεις
να μην αφήνει να πλησιάζουν τα σπλάχνα μας
να σε βλέπω στον καθρέφτη και να μη σ’ αναγνωρίζω
το ξένο σώμα τέλειωνε τη μέρα του
με βήχα και χασμουρητά
μέχρι να ξανανοίξουμε τα μάτια μας
το ξένο σώμα στα σεντόνια απλώνονταν βαρύ
και χώρο πια καθόλου δεν άφηνε για όνειρα.





ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΑΝΕΙΖΕΙΣ


Έλα λοιπόν, ας αγαπηθούμε
στην κόλαση που μου δανείζεις
μάταιες οι υποχωρήσεις
αφού το ξέρω, πάλι και πάλι
τελικά θα σου παραδοθώ.
Όλα κοντά σου τα δοκίμασα
ξέρεις να με κατέχεις
κι εφευρίσκεις συνεχώς αφορμές
για βαρύτερες καινούριες ποινές.
Α, ευκτικές μου ανάπηρες
ύψη μου χαμηλωμένα
χυμένα λιώμα στο πάτωμα
πεινασμένα μου οστά!
Θα σου το πω όμως
− δεν ταιριάζει να ψεύδεται το αίμα −
παλιά συνήθιζα να κλαίω πολύ
τώρα σχεδόν αντέχω
φοράω λέπια κάθε μέρα αντί για δέρμα
μεγαλώνουν τα νύχια μου τ’ αρπακτικά.
Κι ο θάνατος στο μεταξύ
μας σιδερώνει τα σεντόνια.





ΜΗΓΑΡΙΣ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΣΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ;


Η γλώσσα μου είναι η ελευθερία μου.
Με βγάζει από το σπίτι στις ρούγες
στις πλατείες συναντιέμαι με τα δροσερά κορίτσια
σκαρφαλώνω στις ανθισμένες πλαγιές
περνάω απέναντι στο Μεσολόγγι.
Πιάνει τουφέκι η γλώσσα μου.
Στα φτωχά κανονάκια ανακατεύομαι
διψάω το λιγοστό νερό
πεινάω το ανύπαρκτο ψωμί
βυθίζομαι στην κόψη της λαβωματιάς
κυλάω μες τα δάκρυα του πόνου και της αγάπης.
Πότε τουφέκι η γλώσσα μου και πότε λύρα
οργίζεται, στοχάζεται, υποφέρει, λατρεύει
στις φτερούγες τέλος
του αόρατου πτηνού κουρνιάζει, πετάω.
Η γλώσσα μου η ελευθερία μου
ο αέρας μου, ο ουρανός μου
η ανάσα μου, το αίμα μου, τα σωθικά μου
η ελευθερία η γλώσσα μου.





ΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ


Τον άρτο θα μοιράσω, μέλη κομμάτια
που σκόρπισαν οι θύελλες της αγάπης
αρθρώσεις πρησμένες μα οι χυμοί ανεβαίνουν
ο καιρός γυρίζει ήδη σε άνοιξη, δεν το βλέπεις;
Χελιδόνια μεθυσμένα διασχίζουν χώρες
κοιλάδες γεμάτες με σκουπίδια του χρόνου
ανατέλλει λάμποντας όμως τώρα
η νέα ημέρα με στεφάνι στα μαλλιά της
γαρύφαλλα ανοίγουν τα χείλη, νερά μυστικά
στα δάχτυλα κλώθεται με λαχτάρα το νήμα
σεντόνι επί τέλους χαράς να ετοιμάσει
ακέριο να φεγγοβολήσει πάλι το λησμονημένο σώμα.







ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΕΧΩ ΦΥΛΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΧΑΔΙΑ


Λοιπόν μια νύχτα θα επιστρέψω πατώντας
πάνω στις νάρκες της κοιλιάς
και πάνω στα πολυβολεία του στήθους
τα ύδατα θα τρέχουν απ’ τους πόρους σου
κι από τα μάτια σου
κι οι λυγμοί σου θα σκεπάζουν τη μάχη της αγάπης
θα σ’ έχω στερηθεί πολύ
θα σ’ έχω νοσταλγήσει
θα ξετυλίξεις τις γάζες απ’ το σώμα μου
θα λάμψουν των τυφλών ματιών οι σκοτεινοί βυθοί
και θα ’ναι το φιλί αρμυρό
τα τσακισμένα χάδια μας η τελευταία μας πατρίδα.





Από τη συλλογή «Τα καθημερινά βάραθρα», εκδ. Κοράλλι, 2023.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Ρένα Αθανασοπούλου, "Τάσεις φυγής σε παράλληλο σύμπαν"





Αντιδρώντα


Εξαντλούμαι σε αργά αποτυπώματα ανδρείκελου.
Κάθε αγώνας μάταιη λησμονιά, μάταιη θέληση.
Γραπώνομαι από την αναίτια παγίδα του ίσως.
Επανάληψη, επανάληψη, επανάληψη…
Διαφωνίες εσώψυχες, παραφωνίες αδιέξοδες.
Σύντροφος στη γωνία ο ίσκιος μου.
Ακροατής στην κραυγή μου τα κάγκελα της εθελούσιας φυλακής.
Θεατής ο μελλοντικός μου εαυτός που φτύνει ραγισμένα ρολόγια.
Εκρήγνυμαι βουβά βουτώντας στη ρουτίνα.
Ένα λωτό, παρακαλώ, να πάρω μιαν ανάσα κι επιστρέφω.





Ξενύχτι


Σήμερα τραγούδησα ξανά για να διασχίσω τη θλίψη μου.
Κλείσε τα αφτιά σου, σειρήνα πόρνη δεν γίνομαι στα θέλω σου.
Σου επιτρέπω κλοπές ατελεύτητων στιγμών από τη σκέψη.
Ανήκει πάραυτα σε μένα το ερείπιο παράπονο.
Τις απορίες σου αθέτησα γι’ απόψε, μικρέ ταξιδευτή.
Δεν έχω απάντηση στα αμήχανα αινίγματα που ρίχνεις στο μονοπάτι μου.
Μεθώ στο ενδεχόμενο και παραπατώντας ρίχνομαι στο στημένο παιχνίδι σου.
Δεν με κρατάς να μη χαθώ, με αγγίζεις να λιώσω σε ψεγάδια προσμονής.
Αλητεύω σε κάθε ξημέρωμα μετρώντας τις jazz διαστρεβλώσεις του παρόντος.
Μια μόνιμη ζάλη διαλύει τους τρόμους μου κι εσένα.
Ξενυχτώ μονάχη και μέσα στις νότες σου μεταμορφώνομαι σε ίχνος.
Αδιέξοδη φυγή σ’ ένα  πεντάγραμμο και οχυρώνομαι φιλήδονα σε παύση.





Στιγμές


Μετρώντας λεπτά που στάζουν στο μυαλό μου λυτρωτικά
αφήνομαι στην καταδίωξη των αναμνήσεων και ανασαίνω προσμονή.
Δεν ονειροβατώ σε αόρατα σκοινιά, δένομαι μαζί τους και σιωπώ.
Μοιράζομαι ήχους που με φυγαδεύουν στη δική σου μονοτονία
και αγκιστρώνομαι στα μικρά αστεία της ύπαρξής μας.
Μιλάω με προσευχές και ορίζω διάφανα σύνορα για να διασχίσω τυχαία.
Συγκρούομαι πάνω σου και νιώθω παιδί που το λαβώνουν τα πρέπει.
Σκίζεις τα φύλλα του ημερολογίου αμείλικτα και συλλέγω ευλαβικά αναρίθμητα
        κομμάτια.
Κατρακυλώ σε ουτοπικά σκαλοπάτια  για να ξεγελάσω το μαρτύριο του χρόνου
και λαβωμένη κρατώ το λάβαρο της προσοχής σου… μία στιγμή.



Ρένα Αθανασοπούλου



Από τη συλλογή «Τάσεις φυγής σε παράλληλο σύμπαν» (Θεσσαλονίκη, 2022).



Βιογραφικό:

Η Ρένα Αθανασοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. με μεταπτυχιακές σπουδές στην παιδαγωγική του θεάτρου και αριστούχος διπλωματούχος λυρικού τραγουδιού και ανώτερων θεωρητικών της μουσικής. Επίσης έχει σπουδάσει θέατρο στο Πανεπιστήμιο Freie του Βερολίνου και στην Ακαδημία του Εθνικού Θεάτρου. Επιπλέον έχει κάνει σπουδές δημιουργικής γραφής και εικαστικών τεχνών (ζωγραφική, κόμικ, σκηνογραφία, ενδυματολογία, φωτογραφία, βίντεο).
   Ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή σε ηλικία 6 ετών. Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχουν δημοσιευθεί ποιήματά της και θεατρολογικές μελέτες και έχουν αναρτηθεί ηλεκτρονικά εικονογραφημένα λογοτεχνικά βιντεοπρότζεκτ και μελοποιημένοι στίχοι. Παράλληλα έχει εικονογραφήσει βιβλία και παραμύθια. Ανά διαστήματα έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες καλύπτοντας μεγάλα καλλιτεχνικά φεστιβάλ.
   Ακόμα έχει παρουσιάσει ατομικά ρεσιτάλ και έχει συμμετάσχει σε μουσικές και θεατρικές παραστάσεις. Έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, καθώς και για το 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ερασιτεχνικής Αστρονομίας. Τέλος έχει διδάξει θέατρο σε σχολεία και εργαστήρια και έχει πραγματοποιήσει επιμορφώσεις και εισηγήσεις σε συνέδρια και ημερίδες. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα www.renavox.gr.

Promo video: https://www.youtube.com/watch?v=W2lOidIxGwA

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Σάρα Τίσντεϊλ, "Ποιήματα" (μετάφραση: Ασημίνα Λαμπράκου)





Νέα Σελήνη


ΗΜΕΡΑ, μ’ έχεις ζουλήξει και νικήσει,
Όπως η βροχή τη λαμπερή, περήφανη θάλασσα,
              κτυπά,
Το σώμα μου κτυπώντας, την ψυχή μου
              μαύρισες,
Τίποτε ωραίο ή ακέραιο δεν μου άφησες—
Και όμως, ένα δώρο απέσπασα από σε,
Ημέρα που σε σκοτεινό τελειώνει μπλε:
Διότι πάνω από εργοστάσια ξαφνικά
Ένα φεγγάρι είδα σε σκοτεινά νερά—
Ένα δεμάτι ομορφιάς εντελώς μόνο
Σ’ ένα σκληρό και γκρίζο σαν πέτρα, κόσμο—
Ω, ποιος θα μπορούσε πικρός να είναι και να
              θέλει να πεθάνει
Όταν ένα παρθενικό φεγγάρι στον ουρανό
              προβάλει;





Τα Όνειρα Της Καρδιάς Μου


Της καρδιάς μου τα όνειρα και του νου περνούν,
Τίποτε δε μένει μαζί μου για καιρό,
Μα έχω από ένα παιδί
Τη βαθιά παρηγοριά του τραγουδιού·

Αν ποτέ αυτό μ’ εγκαταλείψει,
Άσε με τον θάνατο να συναντήσω και να μείνω
Με πράγματα που οι μελωδίες τους παίχτηκαν
              κι έχουν ξεχαστεί
Σαν τη χθεσινή βροχή.





Η Καταιγίδα


Σε σκέφτηκα όταν ξύπνησα από άνεμο
Που μ’ έκανε να χαίρομαι και να φοβάμαι
Τον βιαστικό, αβίαστο της θάλασσας ήχο
Που τα μεγαλόπρεπα δέντρα γεννούσαν.

Μια σκέψη το μυαλό μου τυραννούσε
              ξανά και ξανά
Καθώς το σκοτάδι αναδεύτηκε και
              τα φύλλα αραίωσαν
Νόμισα ότι εσύ ήσουν που να με βρείς,
              είχες έρθει,
Ο άνεμος ήσουν εσύ.





Λίγο Ακόμα


Όταν θα ’χω φύγει, για λίγο ακόμα
Η ζωή μου, μετά από μένα, θα ζει στη μουσική
Όπως περιστρεφόμενος αφρός που έχει υψωθεί
              και κινείται,
Αφότου το κύμα στη φουσκωμένη θάλασσα
              χαθεί.

Οι νύχτες αυτές κι οι μέρες για λίγο θα καούν
Σε τραγούδι από την ζωηρή του αφρού αδυναμία
Ζώντας στο φως προτού αναστραφούν
Πίσω στο δικό τους σπίτι που ’ναι η ανυπαρξία.





Δώρα


Στην πρώτη μου αγάπη έδωσα γέλιο,
Στη δεύτερη αγάπη έδωσα δάκρυα,
Στην τρίτη αγάπη μου έδωσα σιωπή,
              Μέσα σ’ όλα τα χρόνια.

Η πρώτη αγάπη μού έδωσε τραγούδια,
Η δεύτερη, μάτια να βλέπω,
Αλλά ω, ήταν η τρίτη μου αγάπη,
              Που έδωσε σε μένα τη δική μου ψυχή



                                                      Μετάφραση: Ασημίνα Λαμπράκου




Από το βιβλίο «Σάρα Τίσντεϊλ, Ποιήματα», Αθήνα 2023.
Μετάφραση, επίμετρο: Ασημίνα Λαμπράκου



Sara Trevor Teasdale, (1884-1933) Αμερικανίδα λυρική ποιήτρια, γεννημένη στο Σαιντ Λούις του Μισούρι.
     Η Teasdale, εξ αιτίας της ευαίσθητης, από παιδί, υγείας της, εκπαιδεύτηκε ιδιωτικά. Ωστόσο, έκανε συχνά ταξίδια στο Σικάγο, όπου γνωρίστηκε κι έγινε τελικά μέλος τού κύκλου τού περιοδικού Poetry της Harriet Monroe. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα της γενέτειράς της, Reedy’s Mirror, τον Μάιο του 1907. Αργότερα το ίδιο έτος δημοσίευσε τον πρώτο της τόμο με ποιήματα, Sonnets to Duse, and Other Poems. Ακολούθησαν τα: Helen of Troy, and Other Poems, 1911 και Rivers to the Sea, 1914. Το 1918 κέρδισε το βραβείο Poetry Society του Πανεπιστημίου της Κολούμπια (πρόδρομος του βραβείου Πούλιτζερ για την ποίηση) και το ετήσιο βραβείο της Ποιητικής Εταιρείας της Αμερικής για το Love Songs (1917). Eπιμελήθηκε επίσης δύο ανθολογίες, το The Answering Voice: One Hundred Love Lyrics by Women (1917) και το Rainbow Gold for Children (1922).

Τα ποιήματα της Teasdale υπακούουν με συνέπεια το κλασικό, παραδοσιακό στυλ: τετράστιχα και σονέτα. Έγραψε εξαιρετικούς τεχνικά, καθαρούς, ανοιχτόκαρδους στίχους. Η εξέλιξή της ως ποιήτρια γίνεται ωστόσο φανερή στα Flame and Shadow (1920), Dark of the Moon (1926) και Stars To-night (1930). Τα ποιήματα σε αυτές τις συλλογές καταδεικνύουν μιαν αυξανόμενη λεπτότητα και οικονομία έκφρασης.
     Η τελευταία και ίσως η καλύτερη συλλογή στίχων της, Strange Victory, εκδόθηκε μετά τον θάνατό της, το 1933. Η συλλογή: “Selected Poems” της Σάρα Τίσντεϊλ εμφανίστηκε το 1937.

Τo 1914 παντρεύτηκε τον ποιητή Vachel Lindsay με τον οποίο έζησε έως το 1929 οπότε ο γάμος τους κατέληξε σε διαζύγιο. Έκτοτε έζησε μοναχική ζωή έως το 1933 όπου, με αδύναμη υγεία μετά από μια πρόσφατη κρίση πνευμονίας, αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ειρήνη Ιωαννίδου, "Τα ρόδα κόβονται στα 2/3"





ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ


Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα. Φοράνε αϊλάινερ, κάνουν κοψίματα στα ζυγωματικά, μια ηλιοφάνεια είναι θεμιτή – και πώς αστράφτουν οι κυνόδοντες, όταν ορέγονται το δέρμα. Ετοιμόγεννες καβαλάνε άγρια άτια, σε αγρούς με άροτρα και οπιούχες παπαρούνες. Κάθε πρωί, τότε που είναι ευάλωτο το φύλο, λογχίζουν το πλευρό του ποιητή. Άλλοτε πάλι τον θρηνούν με μάτια γλαφυρά και ευανάγνωστα, τρέφονται μάλιστα με την ευδαιμονία του τις νύχτες.
Μετά από χρόνια, με κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάν κάτι φωτιές μεσοκαλόκαιρο (που αρπάξαν τα ξερόκλαδα) και κύματα που έρχονται απ’ το πέλαγος –

κάποιοι τις λένε μέδουσες, κάποιοι τις λεν’ γοργόνες
όμως εκείνες π’ αγαπούν δεν ξέρουν πως τις λένε.

Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνήεντα και κάτι χέρια, κάτι χέρια.





ΕΥΓΛΩΤΤΟ ΣΩΜΑ


Για την αγάπη ποτέ δεν χτίστηκε μια κόρη σε γεφύρι.
Πώς να στεριώσει ο ουρανός μόνο με υποσχέσεις, μ’ ένα καΐκι σάπιο απέναντι πώς να βγω;

Ζητάω θεούς για τα μελλούμενα, έναν τυφλό να μ’ οδηγήσει. Με τον  φακό στο χέρι τις αποστάσεις να μετρήσω.

Σαν ψάρι σπαρταρώ μετά. Εύγλωττο σώμα.

Στα μάτια σου είδα όλα τα δάση μου να φλέγονται, να κυματίζουν για την ξενιτιά οι βαρκούλες.
Μέσα στο μήλο πώς τρυπώνει το σκουλήκι είδα.





ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3


Φοβόταν τον καθρέφτη – το χέρι που έβγαινε από μέσα και την τραβούσε. Τον ρώτησε μια δυο φορές. Μα εκείνος μόνο κοίταζε.

«Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 για να δώσουν» της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά ούτε και πιο ψηλά. Τα αραιώνεις να αναπνέουν τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας, να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά. Μήνα Φλεβάρη να το κάνεις, να ’ρθει η άνοιξη να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».





ΣΤΟ ΦΩΣ


Όταν ξυπνάει η σάρκα, η μνήμη πώς επαίρεται. Πώς την κουνάει την ουρά, στα μπροστινά σηκώνεται, το πάθος να μερώσεις μ’ ένα χάδι. Ανάμεσα σε αιχμηρούς κοπτήρες, για δες πώς λάμπει το σκοτάδι. Κι ούτε ένα “αχ”. Στεγνά σε παίρνει ο λυγμός.
 
*
 
Στεκόταν όρθια μπρος στο κλειστό παράθυρο. Έστηνε ξόβεργες το φως παντού μέσα στο χάραμα.
«Για δες πώς τώρα όλα εξαγνίζονται» ψιθύρισε στ’ αυτί της.

Έσπασε ο μίσχος και ακούστηκε ο κρότος, μια πρώιμη άνοιξη χύθηκε παντού.

«Στον βυθό πάντα γυαλίζει ο χρυσός» του αντιγύρισε.





Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΠΑΡΚΟ


Όταν ομίχλη δένει στο λιμάνι, μες στον βυθό φυτεύω τριαντάφυλλα. Να αναδύεσαι αιμόφυρτος μετά, κι εγώ στην κουπαστή, ετούτα τα πουλιά (που λαίμαργα σ’ αρπάζουν απ’ την χούφτα μου) έκπληκτη να κοιτάζω.






Από τη συλλογή «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Θανάσης Μαρκόπουλος, "Βροχές Βερμίου"





Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ


Ανάμεσα σε τείχη από χιόνι
και γοφιά σπασμένα
όπως ορίσει ο Θεός ψιθύρισε
με τη σοφία του ζώου
η ανήμπορη μάνα
όταν κάποια στιγμή
το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο
κι άστραψαν τα δόντια του λύκου
στο σούρουπο των ματιών της





ΣΤΙΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Παιδί γυμνό μια σπιθαμή
σαλαγάει το κοπάδι
πίνει αφρισμένο γάλα
κρύο νερό στο πηγάδι

Και η σκύλα μπασιούρα
πέτρα πιστή
στο έμπα της στάνης





Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ


Ι. Ο ποιητής

Όπου το πόδι του
εκεί κι ο γκρεμός


ΙΙ. Το ποίημα

Απάτητο βουνό δασωμένο
και πού το γεράκι πού το φαράγγι
πού το ελάφι και πού η πηγή
ο αμάραντος και το κυκλάμινο
η νάρκη κι ο κεραυνός


ΙΙ. Ο αναγνώστης

Η τέχνη της λέξης
δεν έχει αυταπάτες
Έχει όμως το δικαίωμα
σαν κάθε κορίτσι
να ονειρεύεται τον καλό της




ΒΡΑΔΙΑ ΒΕΡΜΙΟΥ


Χτίσαμε τις προάλλες μια όμορφη βραδιά μ’ έναν καλό μας ποιητή να φυσήξει Βέρμιο είπαμε να δροσίσει λίγο 

Η εκδήλωση παρότι επιτυχής δεν πήγε καλά

Απουσίασε ο γιατρός ο φανοποιός ο δικηγόρος μου απουσίασαν τα μέσα ενημέρωσης και οι επίτροποι της ενορίας μου απουσίασε ο μανάβης κι ο βιβλιοπώλης μου ο διευθυντής της δημόσιας βιβλιοθήκης και ο περιπτεράς της συνοικίας μου απουσίασαν οι Αρχές και οι οδοκαθαριστές απουσίασαν οι μαθητές ως και οι συνάδελφοί μου απουσίασαν

Προς στιγμήν κλονίστηκα γρήγορα όμως αναθάρρησα
Πού διάολο θα χωρούσαν όλοι αυτοί αναλογίστηκα




ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ

                                                           στα άγρια παιδιά που υπήρξαμε


Κι όταν που λέτε σίμωνε η ώρα μάς ανέθεταν την εκτέλεση ενψυχρώ κι εμείς ένα τσούρμο αλάνια σέρναμε χαρωπά το ανήμπορο ζωντανό και χαρωπά το ρίχναμε στον γκρεμό τηρώντας το παμπάλαιο έθος

Κι έπεφταν οι πέτρες βροχή από τον ουρανό ώσπου καράβι πέτρινο υψώνονταν στα μάτια μας το τσακισμένο σώμα

Το παίρναμε τότε μαζί μας και μαζί πλαγιάζαμε μαζί ξυπνούσαμε παίζαμε ματώναμε μαζί κι αργότερα το περιφέραμε στη ζωή μας κάτω απ’ το δέρμα κι αν καμιά φορά αναδύονταν στην επιφάνεια το καταχωνιάζαμε πάλι στο υπόγειο ή το ανεβοκατεβάζαμε στο σαλόνι και μονάχα κάτι λίγοι ελάχιστοι ζητούσαμε έλεος γονατιστοί μπροστά στην οδύνη του

Και δεν πα να λένε οι άσχετοι
Πάντα από πέτρα ήταν τα παιδιά



                                                                                          Θανάσης Μαρκόπουλος





Από τη συλλογή «Βροχές Βερμίου», εκδ. Μελάνι, 2022.

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Περιοδικό Σταφυλή, 4ο τεύχος, Απρίλιος 2023




ΣΤΑΦΥΛΗ
ΜΕΘΗ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
 
ΤΕΥΧΟΣ 4
Απρίλιος 2023
Σελίδες για τον Κώστα Βάρναλη


ΕΚΔΟΣΗ:
Εκδόσεις Κουκκίδα

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
Διώνη Δημητριάδου
Κώστας Θ. Ριζάκης

ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΚΔΟΣΗΣ:
Γιώργος Γώτης
Δημήτρης Κόκορης
Ισιδώρα Μάλαμα
Δήμητρα Μήττα
Μιχ. Γ. Μπακογιάννης
Συμεών Γρ. Σταμπουλού

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΥΛΗΣ:
Γιώργος Δελιόπουλος
Ευσταθία Δήμου

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μαρίζα Γαλάνη, Αναστασία Γκίτση, Έφη Ζερβού, Βέρα Κονιδάρη,
Άννα Κουστινούδη, Ειρήνη Μαργαρίτη, ΛίλιαΤσούβα

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Φωτεινή Χαμιδιελή

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΕΥΧΟΥΣ: Κώστας Ντιός

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Εύη Κώτσου



Στο τέταρτο τεύχος της η Σταφυλή, κλείνοντας κοντά δύο χρόνια παρουσίας (το 1ο τεύχος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2021), αφιερώνει σελίδες στον Κώστα Βάρναλη. Τα κείμενα των συνεργατών μας, άλλα με δοκιμιακή γραφή και άλλα με πιο προσωπική προσέγγιση, ανέδειξαν το εύρος και τη δύναμη μιας φωνής που πάντα θα είναι επίκαιρη, αδούλωτη και ασυμβίβαστη, ικανή να σείει συθέμελα το τοπίο αναμετρώντας το μέγεθός της με όσα συμβατικά και ανούσια καταλήγουν να γίνουν σήμερα ένας κοινός τόπος αναφοράς.
Στο τεύχος αυτό επιλέχθηκε ακόμη σύγχρονη ποίηση, δοκιμιακός και πεζός λόγος από δόκιμους αλλά και νεότερους δημιουργούς, μεταφράσεις παλιότερων αλλά και σημερινών ξένων ποιητών και συγγραφέων (e.e. cummings, Billy Collins, Karin Boye, Patrizia Cavalli, William B. Yeats, Alfred de Vigny, O.V. de L. Milosz). Διαβάζουμε και μια εκτενή αναφορά στο έργο του Θοδωρή Γκόνη, ενός από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους δημιουργούς με πολύμορφη δραστηριότητα, αλλά και συνέντευξη με τον ελληνιστή ποιητή και εκδότη Dirk Uwe Hansen, σημαντικό υποστηρικτή των ελληνικών γραμμάτων στη Γερμανία.  Με το εικαστικό του έργο ο ζωγράφος Κώστας Ντιός κοσμεί το τεύχος και μιλάει για την τέχνη του.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΣΤΑΦΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
Η ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΘΗ

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Κώστας Βάρναλης-Χρήστος Κανάκης,
       Ο δάσκαλος-ποιητής κι ο σιδηροδρομικός-κομμουνιστής
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ο Κώστας Βάρναλης,
       το Γλωσσικό Ζήτημα και η εφημερίδα Σκριπ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΡΤΑΡΙΑΣ: Μετρικές σκέψεις
       σε δύο δυσεύρετα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη
ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ: Η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία
       χορεύουν τον καρσιλαμά
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Το συγκινημένο εγώ − Διαβάζοντας ένα κριτικό σημείωμα
       του Κώστα Βάρναλη για τον Γεώργιο Βιζυηνό
ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ: Περί ήθους και ποιητικής
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ: Ο Βάρναλης σήμερα
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Μια λυρική διαμάχη ανάμεσα στον Παλαμά,
       τον Βάρναλη και τον Μαλακάση στο περιοδικό Μούσα το 1923
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: αντιπαιάνας πόνος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ: Ακούγοντας Βάρναλη – Οι μελοποιήσεις
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ: Συμβολικές μορφές με ουρά
       στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Ένα στιγμιότυπο με τον Κώστα Βάρναλη

ΔΟΚΙΜΙΟ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ: Τρία τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη
       σε πεζογραφήματα για τον Εμφύλιο
ΜΑΡΙΖΑ ΓΑΛΑΝΗ: Alfred de Vigny, Chatterton
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Πρόσωπα και προσωπεία: Μια διερεύνηση της γυναικείας ποίησης
       του μεσοπολέμου (Μυρτιώτισσα - Μελισσάνθη - Ανθούλα Σταθοπούλου)
ΑΝΤΖΕΛΑ ΓΕΩΡΓΟΤΑ: Μια ανάγνωση του διηγήματος «Πίστομα»
       από τις Κορφιάτικες ιστορίες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη

ΠΟΙΗΣΗ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ: Πέντε ποιήματα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Τρία σονέτα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ: Ακρόαση πρώτη
ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ: Αμυδρά
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ: Υπερωρίες
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Τέσσερα ποιήματα
ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Χρεία ονόματος
ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: το παρεξηγημένον «ποιητής»

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ: Karin Boye, Η γλώσσα πέρα από τη λογική
ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ: Bhanu Kapil (1968- ), Τρία ποιήματα
ΝΕΦΕΛΗ ΓΚΑΤΣΟΥ: O.V. de L. Milosz, Ημιτελής συμφωνία
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: William B. Yeats, «Το ξαμόλυμα των ζώων του τσίρκου»
ΒΕΡΑ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Billy Collins, Ποιήματα
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ: e.e. cummings, Τέσσερα ποιήματα
ΕΦΗ ΖΕΡΒΟΥ: Patrizia Cavalli, Υπέροχη ζωή

ΠΕΖΟ
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ: Όταν οι πεταλούδες πετάξουν...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Dirk Uwe Hansen, ένας Γερμανός εκδότης που αγαπά την ελληνική ποίηση
Με τον Dirk Uwe Hansen συνομιλεί η Αναστασία Γκίτση

ΣΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Με τον τρόπο του κολυμβητή −
       Θοδωρής Γκόνης, Το μαύρο φόρεμα του κόρακα, εκδόσεις Άγρα, 2021

ΚΛΗΣΕΙΣ ΕΝ ΣΤΙΧΩ − ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ένας γρύλος που γράφει με πίσσα και θειάφι

ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ
ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Το σχέδιο μια σπουδαία φόρμα έκφρασης −
       Η αυθεντικότητα του σχεδίου στο έργο του Κώστα Ντιό
ΚΩΣΤΑΣ ΝΤΙΟΣ: Το σχέδιο ως αυθεντική γραφή



Εκδόσεις Κουκκίδα
Θεμιστοκλέους 37 106 77 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210 3802644
e-mail: koukkida.edit@yahoo.gr
Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο Θεμιστοκλέους 37
106 83 Αθήνα
Τηλ: 210 3802644

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Τάκης Σινόπουλος, "Μεταίχμιο Β΄"




Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ


Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.





ΜΑΡΙΑ

                                              Του Δημήτρη Δούκαρη


Έξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος είπε η Μαρία.
Έκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα
παράφορη γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού να ’ναι; πού είναι; πες μου τώρα πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνω του. Μα εκείνος
ήταν βουβός πολύ βουβός ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.





ΦΙΛΙΠΠΟΣ


Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος
σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.
Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες.
Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.
Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.
Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.
Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.
Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας.
Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα.
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά.
Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα σαρωμένη
φωτιές παντού και πυροβολισμοί
μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές.
Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή
ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα;
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε.
Οι σκοτεινές μέρες του ’φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα.
Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.
Κι απόμεινα
μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας
μέσα στην κούφια Λάρισα. Και τότε
ώς τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα. Πέθανε
χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα.





ΝΤΟΑΝΑ*


Τσακίζεις τούτο το κλαδί τσακίζεις τ’ άλλο
μα το νερό που γύρευες δεν είναι εδώ.
Περνάς τα χώματα περνάς τις πέτρες
μα δε θα βρεις τ’ άσπρο ποτάμι.
Ξέρες μονάχα κι άμμους κι ερημιά
θάμνα στον ήλιο κόκκινα
κορμούς και βράχια κόκκινα
πιο πέρα σίδερα και ξύλα. Φώναξε.
Θ’ ακούσουν τη φωνή σου και θ’ αποκριθούν
μ’ όμοια φωνή. Μα δε θυμούνται πια
πότε ήρθαν τι γυρεύουνε
σ' αυτό το πέρασμα
το σκοτεινό.
                       Μην προχωρήσεις.
Θα σε ρημάξει η σκόνη θα σε καταπιεί
και μη φωνάξεις.
Έτσι μέσα στο φως τ’ απέραντο τ’ άσπρο ποτάμι
δε θα ’ρθει πρόσμενε ποτέ δε θα ’ρθει
τ’ άσπρο ποτάμι
τ’ άσπρο ποτάμι.


___________
* Ποτάμι του Μωριά, ο Ερύμανθος.





Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ


Ένα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε
πάνω στην ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.
Ήσυχος ήλιος τώρα απλώνεται στη γη
ζεσταίνει το αίμα σου με φως.
Ύστερα θα ’ρθει το κορίτσι το αλαφρό
θα κρούσει φωτεινές παλάμες
η πέτρα του ύπνου θα κυλήσει από τα μάτια σου
θα σηκωθείς μέσα στην πρασινόλευκη σιωπή
κι οι νύμφες θα τρομάξουνε
θα φύγουν στην κοιλάδα γοργοπόδαρες
και το κορίτσι τ’ άσπρο θα ’ναι δροσερό
σα δέντρο κάτω από το φως
πιο πέρα τ’ άλλα δέντρα κι η σιωπή
θα στρίψουν θα κοιτάξουν
το δέντρο με το φόρεμα της άνοιξης
να σκύβει ατάραχο ν’ αγγίζει το ποτάμι
την ασημένια σου χορδή
ποτάμι σιγανό
ποτάμι.

Μα εσύ μιλώντας τώρα εμπρός στο Βασιλιά
− και τ’ άσπρο δέντρο ακούγοντας στα δώματα.
Μιλώντας με τον τρόπο που μιλούν
οι ζωντανοί θυμήσου.
Στη θάλασσα οι πνιγμένοι ταξιδεύοντας
γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω.





Από τη συλλογή «Μεταίχμιο Β΄» (1957).
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.

Πηγή για την εικόνα:
https://www.ert.gr/ert-arxeio/