Εισαγωγή του μεταφραστή:
Όταν ακούμε για πρόσφυγες, συνήθως το μυαλό μας πάει στα κύματα προσφύγων των τελευταίων δεκαετίων, κυρίως από χώρες της Μέσης Ανατολής και Αφρικής, οι οποίες, όντας μεταποικιακά κράτη, μαστίζονται από πόλεμο (εμφύλιο και μη), ιμπεριαλισμό, γεωπολιτικές συγκρούσεις, χρόνια αποσταθεροποίηση, φτώχεια και διαφθορά. Παρ’ όλα αυτά, το προσφυγικό ζήτημα, ουδέποτε ήταν πρόσκαιρο. Την ίδια αντιμετώπιση που έχουν σήμερα οι πρόσφυγες στα νησιά και στην ενδοχώρα από τους εγχώριους νοικοκυραίους, είχαν και οι μικρασιάτες μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στην μικρασιατική εκστρατεία, αλλά και οι πρόσφυγες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Δεν είναι λίγες δε οι περιπτώσεις, όπου ντόπιοι μαυραγορίτες είτε είχαν σηκώσει τα όπλα, είτε έφεραν νεοναζί εναντίον φτωχών μεταναστών που τόλμησαν να ζητήσουν μία μικρή αύξηση μισθού μπρος της πολύωρης υπερκμεταλλευτικής εργασίας που προσέφεραν.
Ο Τζόρτζιο Αγκαμπέν στο παρόν κείμενο θέτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα όντως ανθρώπινα; Αντιπροσωπεύουν δηλαδή όλα τα homo sapiens, ή μήπως το «ανθρώπινο» τους, είναι κάτι άλλο, μία έννοια περισσότερο νομικής φύσεως παρά βιολογικής.
Με τέτοια ερωτήματα είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν και ο Γερμανός φιλόσοφος Μαξ Στίρνερ. Για τον Στίρνερ, ο ανθρωπισμός δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία αποχριστιανοποιημένη φιλελεύθερη έκδοση του χριστιανισμού. Οι ανθρωπιστές δηλαδή, πολεμούσαν το θείο, αλλά κρατούσαν την «αγάπη για τον πλησίον», την οποία βάφτιζαν «αγάπη για τον άνθρωπο». Ακόμα και ‘κει όμως, υπήρχαν εξαιρέσεις. Όπως οι χριστιανοί στο μεσαίωνα βάφτιζαν δαιμονισμένους όσους δεν συμβάδιζαν με την εικόνα που είχαν αυτοί στο μυαλό τους, έτσι και οι ανθρωπιστές το βάφτιζαν «απάνθρωπο» και πολλές φορές «υπάνθρωπο». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι κατά την Αναγέννηση, υπήρχε διαφωνία μεταξύ των ανθρωπιστών της εποχής για το αν οι γυναίκες ανήκουν σε αυτή την κατηγορία που ονόμαζαν «Άνθρωπος». Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε και επί αποικιοκρατίας, με τους ιθαγενείς αυτή την φορά να μπαίνουν στη θέση των γυναικών. Σήμερα βλέπουμε να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται (επίτηδες) ως «απειλή» για την υποτιθέμενη καθεστωτική σταθερότητα και που και που αντιμετωπίζονται και ως εύκολη πηγή εσόδων για ντόπιους νοικοκυραίους που συμμετέχουν σε κρατικοδίαιτες ΜΚΟ. Εν πάση περιπτώσει, η εργαλειοποίηση είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης που βιώνουν και αυτό είναι ένας από τους λόγους που (επιμένουν) να βρίσκονται σε κατάσταση γης-του κανενός: ούτε θέλουν να επαναπατριστούν, αλλά ούτε και να αφομοιωθούν στο ενιαίο σύνολο, δημιουργώντας, αυτό που ονομάζει ο Αγκαμπέν μία «κατάσταση εξωεδαφικότητας».
Η παρούσα περίοδος, είναι περίοδος έντονων κοινωνικών αλλαγών και συγκρούσεων, με μία νέα μεγάλη γεωπολιτική σύγκρουση να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα και με ιούς να χρησιμοποιούνται ως πρόφαση για εφαρμογή κρατών εκτάκτης ανάγκης από μία πρώτη ματιά, μακροπρόθεσμων αυταρχικών αλλά συνταγματικά επικυρωμένων μέτρων από μία βαθύτερη. Οι πρόσφυγες βρίσκονται μόνοι τους ενάντια σε πολλούς εχθρούς και πρέπει να παλέψουν με όλους για την επιβίωσή τους. Αν, κάποια θέλει να λέγεται άτομο με επαναστατικές ιδέες, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να αναγνωρίσει στους πρόσφυγες την μοναδικότητα και να δείξει αλληλεγγύη, όχι με τους δικούς του όρους, αλλά με όρους που θα δημιουργηθούν από την αναπτυσσόμενη «σχέση συγγένειας» (affinity relation) μεταξύ αυτών.
Το 1943, η Χάνα Άρεντ δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Εμείς οι Πρόσφυγες» σε μια μικρή αγγλόφωνη εβραϊκή έκδοση το περιοδικό Menorab. Στο τέλος αυτού του σύντομου αλλά σημαντικού έργου, αφού σκιαγράφησε πολεμικά το πορτρέτο του κ. Cohn, ενός αφομοιωμένου Εβραίου που, παρά το ότι ήταν 150 τοις εκατό Γερμανός, 150 τοις εκατό Βιεννέζος, 150 τοις εκατό Γάλλος, έπρεπε να συνειδητοποιήσει πικρά στο τέλος ότι «on ne parvient pas deux fois» (δεν πετυχαίνουμε δυο φορές), αναποδογυρίζει την κατάσταση του πρόσφυγα δίχως χώρα – μια κατάσταση που ζούσε η ίδια – για να την παρουσιάσει ως παράδειγμα μιας νέας ιστορικής συνείδησης. Οι πρόσφυγες που έχουν χάσει όλα τα δικαιώματα και οι οποίοι, ωστόσο, δεν θέλουν πλέον να αφομοιωθούν με κάθε κόστος σε μια νέα εθνική ταυτότητα, αλλά θέλουν αντ’ αυτού να εξετάσουν με σαφήνεια την κατάστασή τους, να λάβουν σε αντάλλαγμα για τη βεβαιότητα της μη δημοτικότητας ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα: «Η ιστορία δεν είναι πλέον ένα κλειστό βιβλίο για αυτούς και η πολιτική δεν είναι πλέον το προνόμιο των Εθνικών. Γνωρίζουν ότι η επικήρυξη του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης ακολουθήθηκε στενά από τον αποκλεισμό των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών. Οι πρόσφυγες που μετακινούνται από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν την εμπροσθοφυλακή των λαών τους.1
Πρέπει κανείς να σκεφτεί το νόημα αυτής της ανάλυσης, η οποία μετά από πενήντα χρόνια δεν έχει χάσει καθόλου την επικαιρότητά της. Δεν είναι μόνο η περίπτωση που το πρόβλημα εμφανίζεται τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρώπης με την ίδια ανάγκη από τότε. Είναι επίσης αλήθεια ότι, δεδομένης της παρούσας ασταμάτητης παρακμής του έθνους-κράτους και της γενικής διάβρωσης των παραδοσιακών πολιτικών-νομικών κατηγοριών, ο πρόσφυγας είναι ίσως η μόνη λογική μορφή για τους ανθρώπους της εποχής μας και η μόνη κατηγορία στην οποία μπορεί να δει σήμερα – τουλάχιστον έως ότου η διαδικασία διάλυσης του έθνους κράτους και της κυριαρχίας του έχει επιτύχει πλήρη ολοκλήρωση – τις μορφές και τα όρια μιας προσεχούς πολιτικής κοινότητας. Είναι ακόμη πιθανό ότι, αν θέλουμε να είμαστε ίσοι με τα εντελώς νέα καθήκοντα μπροστά μας, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αποφασιστικά, χωρίς επιφύλαξη, τις θεμελιώδεις έννοιες μέσω των οποίων έχουμε εκπροσωπήσει μέχρι τώρα τα θέματα του πολιτικού (Άνθρωπος, Πολίτης και τα δικαιώματά του, αλλά και ο κυρίαρχος λαός, ο εργαζόμενος και ούτω καθεξής) και χτίζουμε εκ νέου την πολιτική μας φιλοσοφία ξεκινώντας από την μία και μοναδική φιγούρα του πρόσφυγα.
Η πρώτη εμφάνιση των προσφύγων ως μαζικό φαινόμενο έλαβε χώρα στο τέλος του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πτώση των ρωσικών, αυστρο-ουγγρικών και οθωμανικών αυτοκρατοριών, μαζί με τη νέα τάξη που δημιουργήθηκε από τις ειρηνευτικές συνθήκες, αναστάτωσε βαθιά το δημογραφικό και εδαφικό σύνταγμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, 1,5 εκατομμύριο Λευκοί Ρώσοι, επτακόσιες χιλιάδες Αρμένιοι, πεντακόσιες χιλιάδες Βούλγαροι, ένα εκατομμύριο Έλληνες και εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι έφυγαν από τις χώρες τους. Σε αυτές τις κινούμενες μάζες, πρέπει να προσθέσουμε την εκρηκτική κατάσταση που καθορίστηκε από το γεγονός ότι περίπου το 30 τοις εκατό του πληθυσμού στις νέες πολιτείες που δημιουργήθηκαν από τις ειρηνευτικές συνθήκες βάσει του μοντέλου του έθνους-κράτους (για παράδειγμα, Γιουγκοσλαβία και Τσεχοσλοβακία), ήταν αποτελούμενη από μειονότητες που έπρεπε να προστατευθούν από μια σειρά διεθνών συνθηκών – τις λεγόμενες Συνθήκες Μειονοτήτων – οι οποίες πολύ συχνά δεν εφαρμόστηκαν. Λίγα χρόνια αργότερα, οι φυλετικοί νόμοι στη Γερμανία και ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία δημιούργησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη ένα νέο και σημαντικό σώμα προσφύγων.
Είμαστε συνηθισμένοι να κάνουμε διάκριση μεταξύ προσφύγων και απατρίδων, αλλά αυτή η διάκριση δεν ήταν τόσο απλή όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά, ούτε είναι ακόμη και σήμερα. Από την αρχή, πολλοί πρόσφυγες, οι οποίοι δεν ήταν τεχνικά απάτριδες, προτιμούσαν να γίνουν τέτοιοι παρά να επιστρέψουν στη χώρα τους. (Αυτό συνέβη με τους Πολωνούς και Ρουμάνους Εβραίους που βρίσκονταν στη Γαλλία ή τη Γερμανία στο τέλος του πολέμου, και σήμερα ισχύει για εκείνους που διώκονται πολιτικά ή για τους οποίους η επιστροφή στις χώρες τους θα σήμαινε ότι ρισκάρουν την επιβίωση τους) από την άλλη πλευρά, οι Ρώσοι, οι Αρμένιοι και οι Ούγγροι πρόσφυγες απεθνικοποιήθηκαν αμέσως από τις νέες τουρκικές και σοβιετικές κυβερνήσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως, ξεκινώντας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά ευρωπαϊκά κράτη άρχισαν να ψηφίζουν νόμους που επιτρέπουν την αφαίρεση ιθαγένειας και την απεθνικοποίηση των πολιτών τους: η Γαλλία ήταν η πρώτη, το 1915, όσον αφορά τους πολιτογραφημένους πολίτες «εχθρικής καταγωγής», το 1922, το Βέλγιο ακολούθησε αυτό το παράδειγμα με την ανάκληση της πολιτογράφησης των πολιτών που είχαν διαπράξει «αντεθνικές» πράξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1926, το ιταλικό φασιστικό καθεστώς ψήφισε ανάλογο νόμο για τους πολίτες που είχαν αποδειχθεί «ανάξιοι ιταλικής ιθαγένειας», το 1933, ήταν η σειρά της Αυστρίας και ούτω καθεξής, μέχρι το 1935 όπου πλέον οι Νόμοι της Νυρεμβέργης χώριζαν τους Γερμανούς πολίτες σε πολίτες με πλήρη δικαιώματα και πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Τέτοιοι νόμοι – και η μαζική ανιθαγένεια που προκύπτει από αυτούς – σηματοδοτούν μια αποφασιστική στροφή στη ζωή του σύγχρονου έθνους-κράτους, καθώς και την οριστική χειραφέτησή του από τις αφελείς έννοιες του πολίτη και του λαού.
Αυτό δεν είναι ευκαιρία για να ξαναγράψουμε την ιστορία των διαφόρων διεθνών οργανισμών μέσω των οποίων μεμονωμένα κράτη, η Κοινωνία των Εθνών, και αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Nansen για τους Ρώσους και Αρμένιους πρόσφυγες (1921 ) στην Ύπατη Επιτροπή για τους Πρόσφυγες από τη Γερμανία (1936) στη Διακυβερνητική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες (1938) στη Διεθνή Οργάνωση Προσφύγων του ΟΗΕ (1946) στο παρόν Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες (1951), του οποίου η δραστηριότητα, σύμφωνα με καταστατικό, δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα αλλά μάλλον «κοινωνικό και ανθρωπιστικό». Αυτό που είναι απαραίτητο είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν εκπροσωπούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μάλλον ένα μαζικό φαινόμενο (όπως συνέβη μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων και τώρα για άλλη μια φορά), αυτές οι οργανώσεις καθώς και τα μεμονωμένα κράτη – όλες οι επίσημες εκκλήσεις παρά τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των ανθρώπων – έχουν αποδειχθεί απολύτως ανίκανα όχι μόνο για την επίλυση του προβλήματος, αλλά και για την αντιμετώπισή του με κατάλληλο τρόπο. Το όλο ζήτημα, επομένως, παραδόθηκε σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και στην αστυνομία.
Οι λόγοι μιας τέτοιας ανικανότητας εντοπίζονται όχι μόνο στον εγωισμό και την τύφλωση των γραφειοκρατικών μηχανισμών, αλλά και στην πολύ αμφισημία των θεμελιωδών αντιλήψεων που ρυθμίζουν την έννοια του ιθαγενούς (δηλαδή της ζωής) στη νομική τάξη του έθνους-κράτους. Η Χάνα Άρεντ ονόμασε το κεφάλαιο του βιβλίου της Ιμπεριαλισμός που αφορά το πρόβλημα των προσφύγων ως «Η παρακμή του έθνους κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου». 2 Πρέπει κανείς να προσπαθήσει να λάβει στα σοβαρά αυτήν τη διατύπωση, η οποία συνδέει αναπόσπαστα τη μοίρα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τη μοίρα του σύγχρονου έθνους-κράτους με τέτοιο τρόπο ώστε η εξασθένιση του τελευταίου να συνεπάγεται απαραιτήτως την απαξίωση του πρώτου. Εδώ το παράδοξο είναι ότι ακριβώς η μορφή που θα έπρεπε να έχει ενσωματώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη – δηλαδή, ο πρόσφυγας – σηματοδότησε αντ ‘αυτού τη ριζοσπαστική κρίση της έννοιας. Η αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βασίζεται στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπου ως τέτοια, μας λέει η Άρεντ, αποδεικνύεται αβάσιμη μόλις αυτοί που το ισχυρίζονται βρεθούν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με ανθρώπους που έχουν πραγματικά χάσει κάθε ποιότητα και κάθε ειδικό σχέση εκτός από το καθαρό γεγονός ότι είσαι άνθρωπος.3 Στο σύστημα του έθνους-κράτους, τα αποκαλούμενα ιερά και αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα αποκαλύπτεται ότι δεν έχουν καμία προστασία ακριβώς όταν δεν είναι πλέον δυνατό να τα αντιληφθούμε ως δικαιώματα των πολιτών ενός κράτους. Αυτό, εν πάση περιπτώσει, υποδηλώνει την αμφισημία του ίδιου τίτλου του 1789 Déclaration des droits de l’homme et du citoyen (Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη), στο οποίο δεν είναι σαφές εάν οι δύο όροι πρέπει να αναφέρουν δύο διαφορετικές πραγματικότητες ή αν πρόκειται να σχηματίσουν, αντ ‘αυτού, ένα έν διά δυοίν στο οποίο ο πρώτος όρος στην πραγματικότητα περιέχεται πάντα, ήδη στο δεύτερο.
Ότι δεν υπάρχει αυτόνομος χώρος στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο από μόνο του είναι προφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις, το καθεστώς του πρόσφυγα θεωρούνταν ανέκαθεν προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα σταθερό καταστατικό για τον ίδιο τον άνθρωπο είναι αδιανόητο στο δίκαιο του έθνους-κράτους.
Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να βλέπουμε όλες τις διακηρύξεις δικαιωμάτων από το 1789 έως σήμερα ως διακηρύξεις αιώνων μεταδικαστικών αξιών που στοχεύουν στη δέσμευση του νομοθέτη να σέβεται τέτοιες αξίες. Είναι καιρός, μάλλον, να τους κατανοήσουμε σύμφωνα με την πραγματική τους λειτουργία στη σύγχρονη κατάσταση. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν πρώτα απ ‘όλα την αρχική μορφή για την έννοια της φυσικής γυμνής ζωής στην πολιτική-δικαστική τάξη του έθνους-κράτους. Η γυμνή ζωή (το ανθρώπινο ον), που στην αρχαιότητα ανήκε στον Θεό και στον κλασικό κόσμο ήταν σαφώς διακριτή (ως ζωή) από την πολιτική ζωή (βίος), έρχεται στο προσκήνιο στη διαχείριση του κράτους και γίνεται, για να το πούμε, η επίγεια βάση του. Έθνος-κράτος σημαίνει μια κατάσταση που κάνει την ιθαγένεια ή τη γέννηση [nascita] (δηλαδή, γυμνή ανθρώπινη ζωή) το θεμέλιο της δικής της κυριαρχίας. Αυτή είναι η έννοια (και δεν είναι καν κρυφή) των τριών πρώτων άρθρων της Διακήρυξης του 1789: μόνο επειδή αυτή η δήλωση ανέφερε (στα άρθρα 1 και 2) το εγγενές στοιχείο στην καρδιά οποιασδήποτε πολιτικής οργάνωσης μπορεί να δεσμεύσει σταθερά (στο άρθρο 3) την αρχή της κυριαρχίας στο έθνος (σύμφωνα με το έτυμό του, το γηγενές [natío] αρχικά σήμαινε απλά «γέννηση» [nascita]. Το φαντασιοκόπημα που υπονοείται εδώ είναι ότι η γέννηση [nascita] έρχεται στην ύπαρξη αμέσως ως έθνος, έτσι ώστε να μην υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο στιγμών. Τα δικαιώματα, με άλλα λόγια, αποδίδονται στον άνθρωπο μόνο στον βαθμό στον οποίο αυτός ή αυτή είναι η αμέσως εξαφανιζόμενη προϋπόθεση (και, στην πραγματικότητα, την προϋπόθεση που δεν πρέπει ποτέ να αποκαλυφθεί ως τέτοια) του πολίτη.
Εάν ο πρόσφυγας αντιπροσωπεύει ένα τόσο ανησυχητικό στοιχείο της τάξης του έθνους-κράτους, αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή, με το να σπάσει την ταυτότητα μεταξύ του ανθρώπου και του πολίτη και μεταξύ της γέννησης και της εθνικότητας, φέρνει το αρχικό φαντασιοκόπημα της κυριαρχίας σε κρίση. Φυσικά, υπήρχαν πάντα εξαιρέσεις από μια τέτοια αρχή. Αυτό που είναι καινούργιο στην εποχή μας είναι ότι τα αναπτυσσόμενα τμήματα της ανθρωπότητας δεν είναι πλέον αντιπροσωπευτικά μέσα στο έθνος-κράτος – και αυτή η καινοτομία απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του τελευταίου. Εφόσον ο πρόσφυγας, μια φαινομενικά περιθωριακή φιγούρα, ξεδιπλώνει την παλιά τριάδα του κράτους-έθνους-εδάφους, αξίζει αντ ‘αυτού να θεωρηθεί ως η κεντρική προσωπικότητα της πολιτικής μας ιστορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα χτίστηκαν στην Ευρώπη ως χώροι για τον έλεγχο των προσφύγων, και ότι η διαδοχή των στρατόπεδων συγκέντρωσης-στρατοπέδων εξόντωσης αντιπροσωπεύει έναν απόλυτα πραγματικό αγώνα. Ένας από τους λίγους κανόνες που οι Ναζί τηρούσαν διαρκώς καθ ‘όλη τη διάρκεια της «τελικής λύσης» ήταν ότι οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι θα μπορούσαν να σταλούν σε στρατόπεδα εξόντωσης μόνο αφού έχουν απεθνικοποιηθεί πλήρως (δηλαδή, αφού είχαν αφαιρεθεί ακόμη και αυτής της δεύτερης κατηγορίας ιθαγένεια στην οποία είχαν υποβιβαστεί μετά τους Νόμους της Νυρεμβέργης). Όταν τα δικαιώματά τους δεν ήταν πλέον δικαιώματα του πολίτη, δηλαδή όταν τα ανθρώπινα όντα είναι πράγματι ιερά, με την έννοια που αυτός ο όρος υπήρχε στο ρωμαϊκό νόμο της αρχαϊκής περιόδου: ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.
Η έννοια του πρόσφυγα πρέπει να διαχωριστεί αποφασιστικά από την έννοια των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και το δικαίωμα ασύλου (το οποίο σε κάθε περίπτωση βρίσκεται δραστικά περιορισμένο στη νομοθεσία των ευρωπαϊκών κρατών) δεν πρέπει πλέον να θεωρείται ως η εννοιολογική κατηγορία στην οποία αναφέρεται το φαινόμενο των προσφύγων. (Κάποιος πρέπει μόνο να εξετάσει τις πρόσφατες διατριβές του Agnes Heller Θέσεις στο δίκαιο του ασύλου για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σήμερα σε αδέξιες συγχύσεις.) Ο πρόσφυγας πρέπει να θεωρηθεί ως αυτό που είναι, ονομαστικά, τίποτα λιγότερο από μία ιδέα-όριο που μεμιάς φέρνει μια ριζική κρίση στις αρχές του έθνους-κράτους και ανοίγει το δρόμο για ανανέωση κατηγοριών που δεν μπορούν πλέον να καθυστερήσουν.
Εν τω μεταξύ, στην πραγματικότητα, το φαινόμενο της λεγόμενης παράνομης μετανάστευσης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει φτάσει (και θα φτάσει όλο και περισσότερο τα επόμενα χρόνια, δεδομένων των εκτιμώμενων είκοσι εκατομμυρίων μεταναστών από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης) χαρακτηριστικά και αναλογίες έτσι ώστε αυτή η αναστροφή προοπτικής δικαιολογείται πλήρως. Αυτό που αντιμετωπίζουν σήμερα οι βιομηχανοποιημένες χώρες είναι μια μόνιμη μάζα μη πολιτών που δεν μπορούν και δεν θέλουν ούτε να πολιτογραφηθούν ούτε να επαναπατριστούν. Αυτοί οι μη πολίτες έχουν συχνά εθνικότητες καταγωγής, αλλά, στο βαθμό που προτιμούν να μην επωφελούνται από την προστασία των κρατών τους, βρίσκονται, ως πρόσφυγες, σε κατάσταση de facto ανιθαγένειας. Ο Τόμας Χάμαρ δημιούργησε τον νεολογισμό των «denizens» (από το deny και το citizens) για αυτούς τους μη πολίτες, έναν νεολογισμό που έχει την αξία να δείξει πώς η έννοια του «πολίτη» δεν είναι πλέον επαρκής για την περιγραφή της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας των σύγχρονων κρατών. 4 Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες των προηγμένων βιομηχανικών κρατών (στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και στην Ευρώπη) αποδεικνύουν, μέσω μιας αυξανόμενης εγκατάλειψης των κωδικοποιημένων περιπτώσεων πολιτικής συμμετοχής, μια προφανή τάση να μετατραπούν σε κατοίκους, σε μόνιμους κατοίκους μη πολιτών, έτσι ώστε οι πολίτες και οι κάτοικοι – τουλάχιστον σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα – εισέρχονται σε μια περιοχή δυνητικής αδιαφορίας. Παράλληλα, οι ξενοφοβικές αντιδράσεις και οι αμυντικές κινητοποιήσεις αυξάνονται, ακολουθώντας την γνωστή αρχή σύμφωνα με την οποία η ουσιαστική αφομοίωση στην παρουσία τυπικών διαφορών επιδεινώνει το μίσος και τη μισαλλοδοξία.
Προτού ξανανοίξουν τα στρατόπεδα εξόντωσης στην Ευρώπη (κάτι που ήδη αρχίζει να συμβαίνει), είναι απαραίτητο τα έθνη-κράτη να βρουν το θάρρος να αμφισβητήσουν την ίδια την αρχή της έννοιας της γέννησης, καθώς και την τριάδα του κράτους-έθνους-εδάφους που βασίζεται σε αυτήν την αρχή. Δεν είναι εύκολο να υποδείξει κανείς τώρα τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να συμβούν όλα αυτά συγκεκριμένα. Μία από τις επιλογές που λαμβάνονται υπόψη για την επίλυση του προβλήματος της Ιερουσαλήμ είναι ότι γίνεται – ταυτόχρονα και χωρίς εδαφική διχοτόμηση – η πρωτεύουσα δύο διαφορετικών κρατών. Η παράδοξη κατάσταση της αμοιβαίας εξωεδαφικότητας (ή, ακόμη καλύτερα, της ανεδαφικότητας) που θα συνεπαγόταν συνεπώς θα μπορούσε να γενικευτεί ως μοντέλο νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο έθνη κράτη που χωρίζονται από αβέβαια και απειλητικά όρια, θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που υπάρχουν στην ίδια περιοχή και σε μια κατάσταση εξόδου μεταξύ τους – κοινότητες που θα αρθρωθούν μεταξύ τους μέσω μιας σειράς αμοιβαίων εξωεδαφικοτήτων στις οποίες η καθοδηγητική ιδέα δεν θα είναι πλέον το ius (δίκαιο) του πολίτη, αλλά μάλλον το refugium (προσφυγιά) του μοναδικού. Με ανάλογο τρόπο, θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε την Ευρώπη όχι ως μια αδύνατη «Ευρώπη των εθνών», της οποίας η καταστροφή μπορεί κανείς να προβλέψει ήδη βραχυπρόθεσμα, αλλά μάλλον ως έναν εδαφικό ή εξωεδαφικό χώρο στον οποίο όλοι οι (πολίτες και μη πολίτες) κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών θα ήταν σε θέση εξόδου ή καταφυγής. Το καθεστώς του Ευρωπαίου θα σήμαινε τότε την έξοδο του πολίτη (μια κατάσταση που προφανώς θα μπορούσε επίσης να είναι ακινησία). Ο ευρωπαϊκός χώρος θα σήμαινε έτσι μια αμετάκλητη διαφορά μεταξύ της γέννησης [nascita] και του έθνους στο οποίο η παλιά έννοια των ανθρώπων (η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι πάντα μειοψηφία) θα μπορούσε να βρει και πάλι ένα πολιτικό νόημα, έτσι αποφασιστικά να αντιταγμένη στην έννοια του έθνους (το οποίο το έχει υπερβολικά σφετεριστεί).
Αυτός ο χώρος δεν συμπίπτει με κανένα από τα ομοιογενή εθνικά εδάφη, ούτε με το τοπογραφικό άθροισμά τους, αλλά μάλλον θα ενεργούσε πάνω τους προκαλώντας τοπολογική άρθρωση και διάτρηση, όπως στη φιάλη Klein ή στη λωρίδα Möbius, όπου το εξωτερικό και το εσωτερικό αλληλοκαθορίζονται μεταξύ τους . Σε αυτόν τον νέο χώρο, οι ευρωπαϊκές πόλεις θα ανακαλύψουν εκ νέου την αρχαία κλίση των πόλεων του κόσμου, συνάπτοντας μια σχέση αμοιβαίας εξωεδαφικότητας.
Καθώς γράφω αυτό το δοκίμιο, 425 Παλαιστίνιοι που εκδιώχθηκαν από το κράτος του Ισραήλ βρίσκονται σε ένα είδος ουδέτερης ζώνης. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν σίγουρα, σύμφωνα με την πρόταση της Χάνα Άρεντ, «την εμπροσθοφυλακή του λαού τους». Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ή όχι απλώς με την έννοια ότι θα μπορούσαν να σχηματίσουν τον αρχικό πυρήνα ενός μελλοντικού εθνικού κράτους ή με την έννοια ότι θα μπορούσαν να λύσουν το παλαιστινιακό ζήτημα με τρόπο εξίσου ανεπαρκές με τον τρόπο με τον οποίο το Ισραήλ έχει λύσει το εβραϊκό ερώτημα. Αντίθετα, η ουδέτερη ζώνη στην οποία είναι πρόσφυγες έχει ήδη ξεκινήσει από την ίδια στιγμή να επιστρέψει στην επικράτεια του κράτους του Ισραήλ διατρώντας και τροποποιώντας την με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει γίνει η εικόνα αυτού του χιονισμένου βουνού πιο εσωτερική σε αυτό από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του Eretz Israel. Μόνο σε έναν κόσμο στον οποίο οι χώροι των κρατών έχουν έτσι διατρηθεί και τοπολογικά παραμορφωθεί και στον οποίο ο πολίτης μπόρεσε να αναγνωρίσει στον πρόσφυγα ότι είναι αυτός ή αυτή – μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο μπορεί η επιβίωση της ανθρωπότητας σήμερα να γίνει νοητή.
1 Χάνα Άρεντ, Εμείς οι πρόσφυγες
2 Χάνα Άρεντ, Ιμπεριαλισμός Μέρος 2: Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού
3 ^
4 Tomas Hammar, Democracy and the Nation State: Aliens, Denizens, and Citizens in a World of International Migration (Brookfield, Vt.: Gower, 1990).
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην σελίδα: https://prasinoieleutheriakoi.wordpress.com
Προσθέστε περισσότερες πληροφορίες