Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μαζική παράνοια έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, όπου στην πραγματικότητα όλοι είναι ενήμεροι για την βαρβαρότητα που μας περιβάλει, άλλα κανείς δεν ενδιαφέρεται. Την στιγμή που ενεργοποιείται μια κυκλοφορία λόγων, η οποία δημιουργεί την προσομοίωση του εσωτερικού εχθρού ως αναπαράσταση μιας δαιμονικής μορφής, μόνιμα αφηρημένης απειλής για την κοινωνία, την ίδια στιγμή αυτή η πολυδιαφημιζόμενη υπόσχεση τελετουργίας ενός βίαιου θανάτου βρίσκει ρεαλιστικό αντίκρισμα στον πνιγμό μεταναστών στο αιγαίο. Ενώ στην πρώτη περίπτωση πυροδοτείται μια ολόκληρη πρακτική κοινωνικού έλεγχου πάνω σε εννοιολογικά φαντάσματα, στην δεύτερη έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό γεγονός.
Όμως για τους ηθικολόγους λακέδες της αστικής τάξης οι ζωές μετριούνται ως εμπορεύματα και γι’ αυτό δεν μπορούν να έχουν και την ίδια αξία. Μια ενσώματη παρουσίαση ενός «τρομοκράτη» είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει μια διαρκής απειλή για τα δημοκρατικά ιδεώδη.
Ενώ ο φασιστικός λόγος έχει διαχυθεί σε διάφορες πρακτικές του κράτους, το τελευταίο προασπίζεται μετά μανίας το μονοπωλιακό του δικαίωμα στην βία. Καθώς το συστημικό αντιφασιστικό show μας τελείωσε, οι επίσημοι απολογητές της κρατικής βίας, ενώ τρέμουν μπροστά στην βία της «ανομίας», χαιρέκακα γελάνε στο πνίξιμο ανθρώπων στο αιγαίο το όποιο μονο εξαίρεση δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Όπως στο αρχετυπικό τελετουργικό της θυσίας πάντα τα θύματα όφειλαν να είναι οι πιο αδύναμοι, έτσι η σύγχρονη βαρβαρότητα σαν μια κανιβαλική μηχανή πόλεμου γελά χαιρέκακα όταν αναλώνονται οι «ανέγγιχτοι» άλλα τρέμει όταν το αίμα δεν είναι των τελευταίων άλλα των οικονομικών και πολίτικων ελίτ.
Ο κρατικός φόνος των «αόρατων» είναι μια τελετουργία, η οποία πάντα μυρίζει αίμα. Ο βωμός καθησύχασης των οικονομικών θεοτήτων οφείλει να έχει πάντα το αίμα των κοινωνικά αδύναμων. Σαν μέρος της τελετουργίας στην κοινωνία της μαζικής διάδοσης εικόνων, ο φόνος αυτός μετατρέπεται σε αρένα κακόγουστων αστείων με ακροδεξιά φόρα από τα κάθε λογής πρετεντεροειδή και περνά κάπου στη ροή των ειδήσεων ανάμεσα στις κανονικότητες των αθλητικών και του lifestyle.
Ο θεατής οφείλει να ομολογήσει την πίστη του σε αυτές τις απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις αλλιώς αυτή η αναπαράσταση τελετουργικού φόνου θα περάσει από πάνω του με ρεαλιστικό αντίκρισμα το ματωμένο μαχαίρι της νόμιμης κρατικής βίας. Για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να είμαστε ούτε κατά διάνοια περήφανοι έλληνες. Αυτό θα σημαίνει ότι θα ‘μασταν συμμέτοχοι σε μια διαρκή δολοφονία με τις ευλογίες του ελληνικού κράτους. Αντ’ αυτού, θεωρούμε καλύτερο να κρατήσουμε την ευθύνη της προσωπικής μας αξιοπρέπειας και να παραμείνουμε άνθρωποι παρά να κυλιστούμε στο βούρκο οποιουδήποτε εθνικού ιδεώδους.