Ο θάνατος του 27χρονου Βασίλη Μάγγου ήταν δυστυχώς η τραγική κατάληξη του πρωτοφανούς αστυνομικού πογκρόμ που έζησε η πόλη του Βόλου στις 13 Ιουνίου και τις επόμενες ημέρες, μετά το μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στο δολοφονικό εργοστάσιο της ΑΓΕΤ-LAFARGE. Για τρεις μέρες ο Βόλος έζησε κυριολεκτικά κατάσταση πολιορκίας από αστυνομικές δυνάμεις, που, με εντολή του δημάρχου Μπέου και του Υπουργείου Προ.Πο., κατέφτασαν από όλη την Ελλάδα ως δυνάμεις κατοχής για να καταστείλουν τις κινητοποιήσεις του λαού της πόλης ενάντια στα φουγάρα που ξερνάνε καρκίνο μέσα στον αστικό ιστό. Τα αφεντικά της ΑΓΕΤ-LAFARGE πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένα από τις επιδόσεις των πολιτικών υπηρετών τους, που μετέτρεψαν την πόλη σε πεδίο μάχης, με ανελέητο κυνηγητό, ξύλο, δακρυγόνα και δεκάδες προσαγωγές.
Ο Βασίλης Μάγγος ξυλοκοπήθηκε στις 14 Ιουνίου κυριολεκτικά μέχρι θανάτου στο κέντρο του Βόλου, έξω από το δικαστικό Μέγαρο, επειδή εξέφρασε την αλληλεγγύη του στον συλληφθέντα της προηγούμενης ημέρας. Οι αστυνομικοί (μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ΜΑΤ), αφού ικανοποίησαν τη δολοφονική τους μανία, και ενώ δεν μπορούσε να αναπνεύσει, του βάλανε χειροπέδες, τον πήραν σηκωτό και τον βρίζανε χυδαία προσφωνώντας τον μάλιστα με το επώνυμό του! Εξακολουθώντας να τον δέρνουν μέσα στο αυτοκίνητο τον μετέφεραν στο τμήμα, όπου τον κράταγαν τα ΟΠΚΕ και τον έδερνε ο ασφαλίτης και στη συνέχεια τον ρίξανε στο κρατητήριο. Τελικά τον έβγαλαν και για να αποποιηθούν και την ευθύνη της μεταφοράς ενός βαρέος τραυματία στο νοσοκομείο τον πέταξαν έξω απ' το τμήμα και τον παράτησαν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, στη μέση του δρόμου. Από εκεί τον περιμάζεψαν κάποιοι περαστικοί που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τον συλληφθέντα, τον πήγαν σπίτι του και οι γονείς του τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Οι σαφέστατες δολοφονικές ευθύνες τους δεν θα μείνουν ατιμώρητες. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί θα πληρώσουν για το αίμα που βρίσκεται στα χέρια τους.
Διαβάστε περισσότερα: Μπέος, Χρυσοχοΐδης, Lafarge δολοφονούν.. Τίποτα δε θα μείνει ατιμώρητο!
Η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει νέο αντιδραστικό νόμο που μ’ αυτόν περιορίζει δραστικά το δικαίωμα στην διαδήλωση και στην κινητοποίηση. Τον φέρνει μέσα στο καλοκαίρι για να κάμψει τις αντιδράσεις του αγωνιζόμενου κόσμου. Τον φέρνει σε μια συγκυρία που μια ολόκληρη κοινωνία προσπαθεί ακόμα να σταθεί στα πόδια της, μετά από την περίοδο της καραντίνας. Θέλει να βάλει “ένα τέλος στη μεταπολίτευση”, επιβάλλοντας την κανονικότητα.
Ο νέος νόμος προβλέπει τα εξής ακραία μέτρα:
- Ειδική άδεια για την πραγματοποίηση κάθε διαδήλωσης. Ο “οργανωτής” της διαδήλωσης θα πρέπει να δηλώνει μέσω μια ειδικής πλατφόρμας μέρος, χρόνο και σκοπό της κινητοποίησης. Με βάση αυτά θα κρίνεται εάν θα επιτρέπεται ή θα απαγορεύεται μια διαδήλωση.
- Η αστυνομία θα καθορίζει όχι μόνο το εάν θα επιτρέπεται μια διαδήλωση, αλλά και τη διαδρομή της και τι μέρος του δρόμου θα καταλαμβάνει. Λόγοι απαγόρευσης ή περιορισμού μιας διαδήλωσης θα είναι το “εάν θα γίνουν ποινικές πράξεις”, “όταν διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα” και “όταν παρακωλύεται η πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας και νοσηλευτικά ιδρύματα”.
- Μια πορεία υποχρεώνεται να ορίσει έναν διαδηλωτή ως “οργανωτή”. Ο “οργανωτής” πρέπει να έχει εικόνα όλης της πορείας καθ’ όλη την διάρκεια της. Να διασφαλίζει την τήρηση των όρων για να είναι νόμιμη η διαδήλωση και να μην διαλυθεί από την αστυνομία. Θα πληρώνει αποζημιώσεις εάν σε αυτήν “γίνονται φθορές και απειλείται η ανθρώπινη ζωή”. Θα πρέπει να βρίσκεται σε επικοινωνία με αστυνομικό ή λιμενικό, “ειδικά απεσταλμένο”, που θα ελέγχει την πορεία. Ο “οργανωτής” θα πρέπει να καθορίζει “ειδική ομάδα περιφρούρησης” και να αποτρέπει συμμετοχή ατόμων που έχουν “βίαια μέσα”.
- Μπορεί να επιτρέπονται “αυθόρμητες συναθροίσεις” μόνο εάν “δεν θα διαταράξουν την κοινωνικοοικονική δραστηριότητα” και “δεν θα γίνουν επεισόδια σ’ αυτές”. Μια διαδήλωση μπορεί να διαλυθεί κατά την διάρκειά της από την αστυνομία και όχι με εντολή εισαγγελέα. Επιβάλλεται ποινή “ιδιώνυμου” ενός έτους σε διαδηλωτή που συλλαμβάνεται σε απαγορευμένη διαδήλωση.
Με βάση τα όσα προβλέπει ο αντιδραστικός νόμος για τις διαδηλώσεις βγαίνει το εξής συμπέρασμα: το κράτος, με εντολή του κεφαλαίου, θέλει να ελέγξει ακόμη πιο πολύ την δραστηριότητα και την αυτοτελή δράση της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Το έχει ήδη δείξει με τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία. Στοχεύει στην καταστολή των αντιδράσεων και αντιστάσεων “των από κάτω” απέναντι στις επιθέσεις που δέχονται από τους καπιταλιστές. Για μια ακόμη φορά φαίνεται ο ταξικός ρόλος που έχει το κράτος και οι μηχανισμοί του και το πως το ίδιο έχει συνέχεια στη διαχείρισή του.
Το κράτος βάλλει τα δημοκρατικά δικαιώματα που με τους αγώνες της κατέκτησε η εργατική τάξη. Τα δημοκρατικά δικαιώματα είναι παραχωρήσεις των αστών στους καταπιεσμένους. Τα διεκδικούν οι τελευταίοι μέσω της διαρκούς πάλης τους, για να μπορούν να οργανώνουν ανεξάρτητα τους αγώνες τους. Ο νέος νόμος βάζει στο στόχαστρο στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων καταπιεσμένων κι έχει την αξίωση να υπαγορεύσει τους όρους με βάση τους οποίους θα συγκροτούν το κίνημα τους και θα εμφανίζονται στον δρόμο. Ο νόμος προσπαθεί να αποτρέψει την παρουσία “στον δρόμο του αγώνα”, ως πεδίο και έδαφος διακίνησης ιδεών και ζυμώσεων, πρακτικών ενάντια στο σύστημα και το κράτος των καπιταλιστών. Το σύστημα θέλει να θωρακιστεί απέναντι στην ικανότητα του κινήματος να μπλοκάρει πολιτικές αποφάσεις, να αποκλείει ή να καταλαμβάνει θεσμικά κτίρια, να παραλύει τη μηχανή της παραγωγής και του κράτους, όπως έκανε στα χρόνια των μεγάλων κινητοποιήσεων της εποχής της κρίσης.
Προετοιμάζει αγριότερη καταστολή των διαδηλώσεων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να στερήσει κάθε δυνατότητα αυτοπροστασίας από τους διαδηλωτές. Ενδυναμώνει το νομικό οπλοστάσιο για τη σύλληψη και καταδίκη αγωνιστών, αξιοποιώντας και το προηγούμενο της βιομηχανίας πολιτικών δικών που έστησαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα.
Ο νέος νόμος κινείται στο κυβερνητικό προπαγανδιστικό αφήγημα: “να μην διαταραχθεί και να επανεκκινηθεί η οικονομία”, στις “ειδικές συνθήκες” που βρίσκεται λόγω πανδημίας και κορονοϊού. Η εργατική τάξη πρέπει να κάνει θυσίες “για να κινηθεί η αγορά”. Η κυβέρνηση δείχνει και με το επικοινωνιακό της αφήγημα τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η καπιταλιστική οικονομία. Δηλώνει εμμέσως ότι έρχεται νέα περίοδος ύφεσης στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης. Την κρίση για μια ακόμη φορά θα κληθούν να την πληρώσουν η εργατική τάξη και οι καταπιεσμένοι, γιατί φυσικά τα αφεντικά δεν πρόκειται να κάνουν καμία θυσία.
Την κυβέρνηση, επομένως, δεν την έπιασε κάποια τρέλα. Φοβάται τις αντιδράσεις που θα φέρουν τα νέα μέτρα που έχει στα σκαριά. Με προληπτική καταστολή προλειαίνει το έδαφος για τα επόμενα χρόνια. Με την βοήθεια των ΜΜΕ συκοφαντεί τις διαδηλώσεις, ως υπεύθυνες “που δεν κινείται η αγορά”, όπως συκοφάντησε νωρίτερα το πανεπιστημιακό άσυλο. Ελπίζει, έτσι, να μην ξαναζήσει τις εκρηκτικές καταστάσεις των μεγάλων αγώνων της περιόδου 2008-2012. Ελπίζει να μη φτάσει στην αυλή της η φλόγα της εξέγερσης που καίει σήμερα την πλουσιότερη καπιταλιστική χώρα, τις ΗΠΑ. Ελπίζει να αποφύγει τις εξεγέρσεις που έζησαν τον τελευταίο χρόνο οι αστικές τάξεις της Αλγερίας, του Σουδάν, του Λιβάνου, του Χονγκ Κονγκ, του Εκουαδόρ, της Χιλής. Φρούδες ελπίδες.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει τον νόμο σε μια εποχή που νομίζει ότι έχει αρκετή δημοφιλία για να το κάνει. Νομίζει ότι μπορεί να προσθέσει ακόμα ένα τρόπαιο στις κατασταλτικές τις “επιτυχίες”, με την δολοφονική της πολιτική απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, την κατάργηση του ασύλου, τις τροποποιήσεις στον ποινικό κώδικα και τις εκκενώσεις των καταλήψεων. Είναι τμήμα του σχεδίου “νόμος και τάξη”. Όμως, η καταστολή της έχει γυρίσει μπούμερανγκ πολλές φορές.
Έρχεται ένας αντιδραστικός νόμος σε μια εποχή που η ένταση του αυταρχισμού και ο κοινωνικός έλεγχος είχαν γίνει “κανονικότητα” εν μέσω καραντίνας. Σε μια εποχή κατά την οποία είχε επιβληθεί η λογική “της κοινωνικής ανοσίας της καταστολής” και είχε περιοριστεί η πολιτική και η συνδικαλιστική δράση με όχημα την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ο νόμος επεκτείνει τη λογική της “ατομικής ευθύνης“ κάνοντας τη διάκριση μεταξύ “υπεύθυνων διαδηλωτών” και “ανεύθυνων στοιχείων”.
Το κίνημα με τον πολύπτυχο και μαχητικό του χαρακτήρα πρέπει να βάλει φρένο στον νέο νόμο. Να αναπτύξει αντανακλαστικά και να προλάβει τις εξελίξεις. Να βγει μπροστά φεύγοντας από την αμηχανία του προηγούμενου διαστήματος. Να συντονίσει τις δυνάμεις του σε επίπεδο δρόμου, να φέρει σε ουσιαστική επαφή τα διάφορα τμήματά του, να εξηγήσει στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων το πόσο τους απειλεί ο νόμος. Η ενότητα του κινήματος είναι αναγκαία για να δοθεί απάντηση σε έναν νόμο που θέτει στο στόχαστρο την ίδια την ύπαρξή του. Η πολιτική απάντηση δεν πρέπει να είναι ούτε απλώς “δικαιωματική” ούτε, από την άλλη, φοβική προς ένα μέρος του κινήματος, απολογητική και με διάθεση “προβοκατορολογίας”. Οι μαζικοί φορείς του κινήματος χρειάζεται να βγουν μπροστά με αγωνιστικές και απεργιακές αποφάσεις. Χρειάζεται τώρα γενική απεργία. Με τη δύναμη της εργατικής τάξης, των κοινωνικών κινημάτων και του λαού, ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά. Θα αποτρέψουμε την ψήφιση του.
Καλούμε στις πορείες τη Τρίτη 7/7 και τη Πέμπτη 9/7 στις 19:00 στα Προπύλαια