Κάτι λιγότερο από μια δεκαετία πριν, είχε τύχει να βρεθώ στο ίδιο οικογενειακό τραπέζι με έναν πενηντάρη (τότε) θείο μου, που ανήκει στο ΚΚΕ και είναι γνωστός σε όλο το σόι για το πάθος που έχει με το εν λόγω κόμμα. Μικρούλης τότε και με το πανκ πνεύμα του Δεκέμβρη του ’08 να είναι ακόμα έντονο μέσα μου, είχα σχολιάσει -με κάποια αφορμή που δεν θυμάμαι- τον Μίκη Θεοδωράκη λέγοντας πως είναι ένας «καραγκιόζης εθνικιστής που δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό» κτλ (καλά τα έλεγα με άλλα λόγια). Ο θείος μου είχε πάρει ένα ύφος «καταλαβαίνω ότι είσαι μικρός και το αίμα σου βράζει αλλά…» και με είχε συνετίσει λέγοντάς μου πως «ο Θεοδωράκης έχει δεχθεί βασανιστήρια, εξορίες, έχει φάει ξύλο που εγώ και εσύ δεν μπορούμε να φανταστούμε. Είσαι σίγουρος πως θα άντεχες όλα αυτά που έχει περάσει ο Θεοδωράκης για τις ιδέες του; Και εγώ διαφωνώ σε πάρα πολλά μαζί του αλλά έχει περάσει τόσες κακουχίες που δεν μπορούμε να τον αφορίζουμε». Παραδόξως, αν και δεν άλλαξα άποψη ποτέ για τον Θεοδωράκη, αισθάνθηκα αυτόματα πως όντως πρέπει να δείξω έναν σεβασμό για αυτόν. Διότι στην τελική εγώ δεν είχα περάσει αυτά που είχε περάσει ο ίδιος και άρα θα έπρεπε να είμαι λίγο πιο ήπιος όταν τον κριτικάρω. Τότε, εκείνο το σκεπτικό μου είχε φανεί λογικό. Σήμερα, μου φαίνεται όχι απλά εξοργιστικό αλλά και βαθιά αντικομμουνιστικό.
Από χθες διαβάζω εδώ και εκεί διάφορες υπερασπιστικές γραμμές για τον Θεοδωράκη που κινούνται ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος. Είτε μιλάμε για ανθρώπους που, για αδιευκρίνιστους λόγους, έμαθαν ξαφνικά χθες πως ο Θεοδωράκης είναι ο ορισμός του εθνικιστή και απογοητεύτηκαν είτε για άλλους που επιχειρούν να τον υπερασπιστούν επειδή ψιλοσυμφωνούν με αυτά που λέει (αλλά ντρέπονται να το πουν), το μόνιμο επιχείρημα ενάντια στις καθυβρίσεις που τρώει ένας κοινός εθνικιστής όπως ο Θεοδωράκης έχει να κάνει με αυτά που έχει τραβήξει στο παρελθόν. Ακούμε και διαβάζουμε για τη Μακρόνησο, για τα βασανιστήρια, για το ξύλο από τους μπάτσους, για το ότι τράβηξε τόσα πολλά και έγραψε και τραγούδια για αυτά που πίστευε χωρίς να εκφοβιστεί ποτέ: η υπεράσπιση στο παρελθόν του , το οποίο υποτίθεται είναι τόσο πλούσιο που μας υποχρεώνει να σεβόμαστε το βρώμικο παρόν του, δεν γίνεται με πολιτικούς όρους. Κανείς δεν μιλάει για τα αμιγώς πολιτικά πεπραγμένα του, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να πει «ναι, σήμερα λέει αυτά που λέει αλλά κάποτε είπε αυτά τα πολύ σημαντικά», κανείς δεν υπερασπίζεται και κατ’ επέκταση κανείς δεν σέβεται το πολιτικό παρελθόν του Θεοδωράκη. Αντίθετα, υπάρχει μια υπεράσπιση και ένας σεβασμός για τα βιώματά του. Για την ακρίβεια, τα ηρωικά βιώματά του. Με απλά λόγια, ο Θεοδωράκης δεν γοήτευσε ποτέ ως πολιτικό πρόσωπο. Γοήτευσε (και συνεχίζει να γοητεύει) ως ήρωας.
Αυτή η εξιδανίκευση, η εξιδανίκευση της ηρωικής περσόνας η οποία «βασανίστηκε αλλά άντεξε», είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο βαθύ από την υποτιθέμενα «απογοητευτική» στάση του Θεοδωράκη, που στην τελική, ανέκαθεν περίπου τα ίδια πίστευε. Έχει να κάνει με την καλλιέργηση μιας κουλτούρας που υποδεικνύει ότι κάθε τι που είναι ηρωικό είναι αυτόματα και άξιο σεβασμού. Διότι πόσοι άνθρωποι, από αυτούς τους κοινούς ανθρώπους σαν όλους εμάς που δεν γουστάρουμε να αναμετρηθούμε με την πιθανότητα μιας σύγχρονης Μακρονήσου, που δεν είμαστε βέβαιοι πως δεν θα λυγίσουμε αν μας βασανίσουν, μπορούν να γίνουν ήρωες με αυτούς τους όρους; Η λογική απαντά: όχι πολλοί. Άρα αυτόματα υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι λίγοι που πρέπει να θεωρούνται κάτι ανώτερο. Και κάπως έτσι, ο ηρωισμός αποκτά μια αυταξία, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο φορέας του, τι λέει, τι κάνει, τι προσφέρει στο δημόσιο διάλογο. Όλα αυτά παύουν να έχουν σημασία. Ένας ήρωας αρκεί για να δοξαστεί μόνο και μόνο ως ήρωας. Για μια τέτοια κατάσταση, ο εθνικισμός είναι η αυτονόητη στέγη, ο νομοτελειακός προορισμός.
Θυμάμαι ότι την άνοιξη του 2010, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Λάμπρου Φούντα από αστυνομικά πυρά, σε μια εκπομπή του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου ήταν καλεσμένος ο αρχηγός της (εξωκοινοβουλευτικής τότε) Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος. Ο Τριανταφυλλόπουλος τον είχε ρωτήσει ποια είναι η άποψή του για τη δολοφονία Φούντα (προσδοκώντας προφανώς να πάρει μια απάντηση φανατισμένη και κάφρικη) και ο Μιχαλολιάκος είχε απαντήσει ξαφνιάζοντας πολλούς: «Εγώ διαφωνώ με τον Φούντα αλλά δεν μπορώ να μην τον παραδεχθώ για το θάρρος του και τον ηρωισμό του. Πέθανε για αυτά που πίστευε και όσο και αν διαφωνεί κανείς μαζί του δεν μπορεί να μην το σεβαστεί αυτό». Ο Φαήλος Κρανιδιώτης, που ήταν επίσης στο πάνελ, είχε απαντήσει: «Εντάξει, μην υπερβάλουμε. Ένας κοινός τρομοκράτης ήταν. Σιγά μην του στήσουμε και άγαλμα». Και ο Μιχαλολιάκος είχε αντιπαραβάλει: «Εγώ όχι, δεν θα του στήσω άγαλμα. Οι αναρχικοί όμως, ναι, πρέπει να του στήσουν». Κατά την άποψή μου, ο θαυμασμός του Μιχαλολιάκου για τον Φούντα ήταν ειλικρινής. Στην διαρκή προσπάθεια του εθνικισμού άλλωστε να βρει και να εκπροσωπήσει αυτόν τον υποτιθέμενο «ανώτερο άνθρωπο», τέτοιου τύπου αντιφάσεις δεν πρέπει να μας προκαλούν έκπληξη: θάρρος, ηρωισμός, αυταπάρνηση, τιμή, δόξα, ανδρεία, ανώτερα ιδανικά, όλες αυτές οι έννοιες είναι δομικά συνδεμένες με την εθνικιστική κουλτούρα. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να το καταλάβουμε: καμία από αυτές τις μπούρδες δεν έχει σχέση με τον κομμουνισμό.
Εναντία σε κάθε μεταφυσική παπάντζα περί ηρωισμών, ένδοξων θανάτων και ιδεών που είναι πάνω από ανθρώπινες ζωές, ο κομμουνισμός ως κοινωνικό ρεύμα είναι εδώ για να υπερασπιστεί την ίδια τη ζωή. Δεν ψάχνεται να δημιουργήσει ούτε ήρωες, ούτε φιγούρες-τοτέμ, ούτε ανυπέρβλητους και αναμφισβήτητους αρχηγούς και άλλα τέτοια. Δεν υπάρχει για να εξυμνεί το ανώτερο και το ιδανικό αλλά για να αναδεικνύει τις δυνατότητες της ίδιας της θνητότητας. Δεν θέλει μυθικούς ανθρώπους, δεν ψάχνει για ανώτερες μορφές που δεν υπολογίζουν αν θα ζήσουν ή αν θα πεθάνουν. Υπάρχει για να αγκαλιάσει εκείνους που τους νοιάζει η ζωή τους, εκείνους που φοβούνται για το μέλλον τους, εκείνους που θα ξεπεράσουν τους σκόπελους της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης μέσα από την συλλογικοποίηση, μέσα από τη συντροφικότητα, μέσα από την αλληλεγγύη. Ο κομμουνισμός υπάρχει για να υπενθυμίζει πως οι «κανονικοί άνθρωποι» μπορούν να απελευθερωθούν παραμένοντας κανονικοί. Τα υπόλοιπα δεν έχουν να κάνουν με αυτόν. Είναι χαρακτηριστικά άλλων αντιλήψεων.
Δεν ξέρω αν μετά τη χθεσινή ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη ξεμπερδέψαμε οριστικά με τις φαντασιώσεις πως αυτός ο γραφικός εθνικιστής και τα όσα εκφράζει μπορούν να έχουν την οποιαδήποτε σχέση με το οτιδήποτε προάγει την κοινωνική απελευθέρωση. Μάλλον ναι. Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι ακριβώς ο Θεοδωράκης (άλλωστε τα πρόσωπα δεν είναι ποτέ πρόβλημα από μόνα τους) αλλά η ίδια η νοοτροπία που είχε οδηγήσει στη μέχρι τώρα εξιδανίκευση του. Και με αυτή, νομίζω πως ακόμα έχουμε μέλλον.
Αυτό είναι το διακύβευμα: να τελειώνουμε με κάθε αφήγηση που λέει πως το να αγωνίζεσαι είναι ζήτημα ηρωισμού και αυταπάρνησης. Δεν αγωνιζόμαστε για να γίνουμε ήρωες. Δεν αγωνιζόμαστε για κάποιο ανώτερο ιδανικό, δεν αγωνιζόμαστε για να πάμε στον παράδεισο, δεν αγωνιζόμαστε για να γίνουμε αγάλματα. Αγωνιζόμαστε γιατί ξέρουμε πως έτσι θα βελτιωθεί η ζωή μας. Αγωνιζόμαστε γιατί ξέρουμε πως αν δεν αγωνιστούμε δεν θα βελτιωθεί. Αν δεν πιστεύαμε σε αυτό δεν θα αγωνιζόμασταν. Τόσο απλά, τόσο θνητά. Οι Θεοδωράκηδες αυτού του κόσμου ας επιδιώκουν να αποθεώνονται επειδή κάποτε βασανίστηκαν. Εμείς δεν ψηνόμαστε να γίνουμε ούτε μάρτυρες, ούτε ήρωες. Και ανάμεσα σε άλλα, γι’ αυτό εμείς είμαστε κομμουνιστές και ο Θεοδωράκης όχι.
κείμενο: Δημοσθένης Χριστόπουλος