Ο χρόνος είναι σχετικός. Δεν υπόκειται αφ’ εαυτού του σε κατηγοριοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις. Η κατανομή των χρονικών διανυσμάτων σε δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες είναι προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης να σχηματοποιεί, να δημιουργεί πλαίσια που γίνονται αντιληπτά ως “ιστορικές” περίοδοι, ή ως χρονικά ορόσημα τα οποία έχουν ένα διαφοροποιημένο αντίκτυπο στο συνειδησιακό εύρος κάθε ατομικότητας. Άλλες φορές ερμηνευτικό, άλλες πολιτικό κι άλλες καθαρά συναισθηματικό, χωρίς καν αυτό να μπορεί να φιλτραριστεί με ορθολογικούς όρους.
Τη στιγμή λοιπόν που γράφονται αυτές οι γραμμές αρχίζει και πλησιάζει εκείνη η χρονική στιγμή που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τις μεγάλες εκείνες μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη του 2008, μέρες και νύχτες που φωτίστηκαν από τις πύρινες φλόγες του μίσους και της εκδίκησης για τη δολοφονία του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Για κάποιους ίσως είναι ένα ένας ακόμα χρόνος από εκείνα τα γεγονότα, για κάποιες ίσως είναι μια επέτειος που χρόνο με το χρόνο ξεθωριάζει, σβήνεται και χάνεται. Για κάποιους άλλους, για το κομμάτι μιας γενιάς που πέρασε πολλές κόκκινες γραμμές αποτελεί το σφράγισμα μιας δεκαετίας από το σημείο μηδέν, από την μέρα εκείνη όπου τα πράγματα πήραν μία τροπή που έδειχναν ότι μπροστά στον ορίζοντα ανοίγει ένας δρόμος πιθανόν χωρίς επιστροφή. Μιλώντας για εμένα είναι μία δεκαετία από την οποία τον ένα μόνο χρόνο πρόλαβα να ζήσω ελεύθερος, τον δεύτερο σε καθεστώς παρανομίας και τα υπόλοιπα οκτώ σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Επομένως η συνειδητοποίηση ότι ο χρονικός ορίζοντας μιας ολόκληρης δεκαετία εξαντλείται, δε μπορεί παρά να επιφέρει μία δυνατή αλληλουχία συναισθηματικών εξάρσεων και κυρίως μία τεράστια φόρτιση σε κάποιους ανθρώπους που αρνηθήκαμε πεισματικά να δεχτούμε ότι ο Δεκέμβρης ήταν μόνο ένας μήνας. Γιατί για κάποιους ανθρώπους η εξέγερση εκείνη κράτησε λίγο παραπάνω.
Δεν αποφάσισα ωστόσο να τοποθετηθώ δημόσια τόσο για όλα αυτά, όσο για να διεκδικήσω εκείνο το μικρό μερίδιο που μου αναλογεί στην πολιτική και ιστορική αποκατάσταση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του νεαρού, του μαθητή, του 15χρονου, φίλου για κάποιους, νεαρό μέλος μιας ευρύτερης μεγάλης παρέας για άλλους, αλλά και συντρόφου για πολλούς.
Είθισται ως κινηματική παράδοση και της αναρχίας και της αριστεράς, όταν ένα πρόσωπο από την κοινότητα του αγώνα χάνεται να αναλαμβάνει την τιμητική του προσφώνηση το πιο οικείο, φιλικό και πολιτικό περιβάλλον του, να μιλήσει για το πρόσωπό αυτό, τις απόψεις, τα πιστεύω, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τα προτερήματα ή και τα όποια ελαττώματά συμπληρώνουν τις ανθρώπινες αντιφάσεις που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Μέσα από αυτήν την τιμητική προσφώνησή αναλαμβάνουν να εκθέσουν στον υπόλοιπο κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο την προσωπικότητα του προσώπου που χάθηκε από κοντά μας, να εκφράσουν την λύπη, την οδύνη, την οργή ίσως, για την απώλεια του από δίπλα μας αλλά και ταυτόχρονα από τα χαρακώματα του αγώνα.
Η περίπτωση όμως του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι ίσως από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις, που όσο κι αν έχουν μιλήσει οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και οι λιγότερο κοντινοί, όσο κι αν έχει εκφραστεί το στενό αλλά και ευρύτερο φιλικό και συντροφικό του περιβάλλον σχετικά με το ποιος ήταν, ποια ήταν η προσωπικότητά του, ποιες οι θέσεις του και οι απόψεις του, έχουν ωστόσο αγνοηθεί συστηματικά με πείσμα και με ακατάληπτη εμμονή. Όχι μόνο έχουν αγνοηθεί με ξεκάθαρα απροκάλυπτο και χυδαίο τρόπο, αλλά οι φωνές τους έχουν σκεπαστεί κιόλας με μία συστηματική καταγραφή της ιστορίας έτσι όπως βολεύει την κάθε πλευρά που μιλάει πάνω στο θέμα, καταγραφές που εξυπηρετούν την κατασκευή μεγάλων εύπεπτων αφηγήσεων βασισμένες σε μια εργαλειακά λαϊκίστικη πολιτική εξωστρέφειας. Από την πρωτη στιγμή έχουν αρνηθεί να γίνουν δεκτές οι μαρτυρίες ανθρώπουν του περίγυρου του σχετικά με το ποιός ήταν ο Αλέξανδρος. Ακόμα και η προσωπική μαρτυρία του στενού του φίλου και συντρόφου, καθότι αναρχικός και ο ίδιος ως μαθητής από τα 15 του, Νίκου Ρωμανού μέσα από την επιστολή του “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή” έχει αγνοηθεί από πολλές πλευρές εντός του κινήματος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι έχει καταντήσει ως κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων στο κοινωνικό να έχει μείνει η ιστορία που μιλάει για ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό μαθητή που βγήκε στα Εξάρχεια ένα Σάββατο για τη γιορτή του συμμαθητή του και πού κατέληξε να πέσει θύμα ενός αστυνομικού που πυροβόλησε δολοφονικά εναντίον μιας παρέας παιδιών που “αυθαδίασε” στο πρόσωπο της εξουσίας. Η πραγματικότητα για την επίσημη αποτύπωση της οποίας παλεύουμε πολλά άτομα όλα αυτή τη δεκαετία, είναι πολύ μακριά από αυτή τη νερόβραστη σούπα που σερβίρεται ως καταγραφή των γεγονότων.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένας νεαρός σύντροφος που ξεκίνησε να ασχολείται με την αναρχία και τους αγώνες της ήδη από το Φλεβάρη του 2008. Άρχισε να δίνει δυναμικά το παρόν σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες, συνελεύσεις μαθητών αλλά και γενικά στα Εξάρχεια, και ειδικά στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, αποτελώντας κι ο ίδιος με τη δική του παρέα επίσης νεαρών ατόμων, κομμάτι της λεγόμενης “παρέας της Μεσολογγίου”, η οποία βρισκόταν σε δυσμένεια για αρκετό κόσμο εντός του αναρχικού χώρου την εποχή εκείνη. Η παρέα αυτή των νεαρών συντρόφων/ισσών που εμφανίστηκε περίπου εκείνη την εποχή αποτελούνταν από ένα εξαιρετικό ενθουσιώδες μπούγιο παιδιών με αστείρευτη ενεργητικότητα, ζωντάνια και θέληση για συμμετοχή σε δράσεις, αρκετά πολύβουο και ζωηρό ώστε σύντομα να γίνει γνωστό σε όλα τα Εξάρχεια Μιλάμε για μια εποχή μετά τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς που ακολούθησαν τις εκλογές του 2007, όπου το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε αναλάβει από κοινού ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος και ο απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού ναυτικού Παναγιώτης Χηνοφώτης. Η αντικατάσταση αυτή επρόκειτο να δώσει άλλο αέρα στο συγκεκριμένο υπουργείο και συγκεκριμένα μία αλλαγή τακτικής στο ζήτημα της καταστολής. Από το προηγούμενο δόγμα μηδενικής ανοχής Βουλγαράκη – Πολύδωρα, με το ανελέητο κυνηγητό των ΜΑΤ μέχρι και το Λόφο του Στρέφη, τα μαζικά πογκρόμ, προσαγωγών πέριξ της πλατείας, τις στρατοπεδευμένες διμοιρίες μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, της πρώτης εφαρμογής των πεζών περιπολιών ,της σκληρής και αιματηρής καταστολής των φοιτητικών διαδηλώσεων και των μαζικών συλλήψεων και ξυλοδαρμών ακόμα και αλληλέγγυων στα δικαστήρια, υπήρξε μια διάθεση αποκλιμάκωσης. Οι διμοιρίες αποτραβήχτηκαν, ακόμα και αυτή των γραφείων του ΠΑΣΟΚ και για ένα διάστημα φάνηκε πως η πολιτική επιδίωξη του Υπουργείου έτεινε περισσότερο προς μια λογική του κατευνασμού των “μπαχαλάκηδων” σε μία περίοδο όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός είχε ενταθεί πάρα πολύ το προηγούμενο διάστημα.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου ως ένα νεαρό αναρχικό σύντροφο, αρκετά ενθουσιώδη και ενεργητικό, με μια αστείρευτη θέληση για δράση παίρνοντας κι ο ίδιος μέρος μαζί με μια μεγαλύτερη παρέα εξίσου νεαρών δραστήριων ατόμων σε προκλήσεις εναντίον της εξουσίας και της καταστολής εντός των στενών ορίων των Εξαρχείων. Καταστάσεις ωστόσο που προκαλούσαν και μία μεγάλη κινηματική γκρίνια η οποία δεν πρωτοτυπούσε καθόλου, όπως δεν πρωτοτυπεί και τώρα. Τα ίδια επιχειρήματα που ακούγονται σήμερα ακούγονταν και τότε. Αντί για “ακίνδυνη επαναλαμβανόμενη γραφικότητά του Σαββατοκύριακου” είχαμε το κλασικό “Σαββατιάτικο ξεκαύλωμα” και αντί του “επί Σαμαρά αυτά δεν θα τα σκεφτόσασταν καν” είχαμε το “επί Βουλγαράκη-Πολύδωρα δε θα τα τολμούσατε αυτά”. Εντελώς ίδια ήταν τα επιχειρήματα γκρίνιας για τις “κλούβες που γυρίσανε πισω” και όπως επίσης το διαχρονικά πιο άθλιο κατηγορώ εναντίον της αναρχικής νεολαίας αυτό το “σε δυο χρονάκια εσείς θα είσαστε σπιτάκια σας”. Με τη διαφορά ότι ενώ ο Αλέξανδρος ήταν ξεκάθαρα μέσα σε πολλά απο αυτά που διαχρονικά υποτιμούνται καθ’ αυτόν τον τρόπο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι νεολαίοι της ηλικίας αυτής μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως και ο σύντροφος Μιχάλης Καλτεζάς το 1985, δε γύρισε σπιτάκι του σε δυο χρονάκια. Τι θά ήταν ο Αλέξανδρος αν ζούσε; Αυτό δεν το ξέρουμε με σιγουριά ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε οτιδήποτε. Να είχε πάει πράγματι σπίτι του, να είχε εγκαταλείψει την αναρχία, να είχε “ωριμάσει πολιτικά” και να έκραζε τα “μπάχαλα” ή και να είχε μείνει στην κατεύθυνση μιας εξεγερτικής τάσης της αναρχίας. Θα μπορούσε οτιδήποτε που δεν το ξέρουμε και δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα όμως είναι πως έπεσε νεκρός από τα πυρά μπάτσου, ένα Σάββατο βράδυ στις 6 Δεκέμβρη του 2008 στην οδό Μεσολογγίου μέσα στα Εξάρχεια. Ενός μπάτσου που αρνήθηκε να μετανιώσει στο Εφετείο λέγοντας πως πυροβόλησε εναντίον ενός αναρχικού δίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σκεπτικό της πράξης του το οποίο αναιρεί την αφήγηση περί ενός απλού άφρονος μπάτσου-δολοφόνου .
Αυτό το οποίο συνέβη, και όλα αυτά τα οποία επακολούθησαν εγγράφονται λοιπόν στην ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Στην ιστορία ενός δυναμικού πολύμορφου πολυσυλλεκτικού κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου υπάρχουν διαλεκτικές συνδέσεις μεταξύ της διαχρονικής αντιμπατσικής οργής εντός των Εξαρχείων και της γενικότερης όξυνσης του επιπέδου της ανατρεπτικής κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Είναι κατανοητό το γιατί μοχθούν επί 10 χρόνια κάθε λογής προοδευτικοί, αριστεροί, κοινοβουλευτικοί και μη, κάθε λογής προοδευτικοί, ακαδημαϊκοί, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι και λοιποί απολογητές του δημοκρατικού καθεστώτος (όπως εσχάτως η ανεκδιήγητη Ζωή Κωνσταντοπούλου που με θράσος τόλμησε να χαρακτηρήσει στο Εφετείου του Κορκονέα , ως πλαστή την προ τριετίας επιστολή του συντρόφου Νίκου Ρωμανού) να αποσυνδέσουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου από αυτή την εξίσωση. Είναι κατανοητό γιατί ο ίδιος ο θεσμικός τους ρόλος απαιτεί να προωθούν την αποριζοσπαστικοποίηση σε κάθε κοινωνικό πεδίο, σε κάθε μεγάλο ή μικρό κοινωνικό γεγονός. Αυτό που δεν είναι εύκολα κατανοητό σε μία πρώτη ανάγνωση είναι το γιατί επιθυμεί το ίδιο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προχωρώντας σε μια πεισματική άρνηση να αναγνωρίσει την πολιτική στράτευση του Αλέξανδρου ως αναρχικού/αντιεξουσιαστή μαθητή. Θα μπορούσε να είναι η προσκόλληση σε μία πιο λαϊκίστικη αφήγηση προς επιδίωξη πρόκλησης ευρύτερων κοινωνικών συμπαθειών , είναι όμως μόνο αυτό; Δυστυχώς μέσα σε όλα αυτά τα 10 χρόνια έχει προκύψει περίτρανα η διατύπωση ότι προφανώς και δεν είναι μόνο αυτό. Δεδομένης της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, με ποιες παρέες άραζε, ποιους φίλους είχε, σε ποια σκηνικά χωνόταν, πράγματα δηλαδή που κάποιοι εντός του χώρου δεν θα τα συγχωρήσουν ποτέ, η επίσημη παραδοχή της πολιτικής του ιδιότητας θα σημαίνει μία αλληλουχία πολιτικών τετελεσμένων τα οποία κρίνονται ανεπιθύμητα, κι ένα από αυτά θα είναι φυσικά αυτομάτως η παραδοχή ότι σε όλη αυτή την αντιμπατσική οργή, που εδώ και πάνω από 4 δεκαετίες εκφράζεται στα Εξάρχεια, έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά και συνδέεται διαλεκτικά με τον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό. Η αφαίρεση λοιπόν της πολιτικής ιδιότητας του Αλέξανδρου υπακούει,όσο λυπηρό και οικτρό και αν ακούγεται ακούγεται, σε μία εξυπηρέτηση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας που διακατέχεται από φανατική εμπάθεια σε συγκεκριμένες λογικές και πρακτικές. Το πόσο τραγική και ηθικά μεμπτή είναι μία τέτοια επιλογή μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν απλά φανταστεί πόσο αποκρουστικό θα ήταν να υπάρχουν πολιτικές τάσεις μέσα στο ευρύτερο κίνημα, που θα αρνούνταν την πολιτική ιδιότητα προσώπων που έχουνε εκλείψει από την κοινότητα του αγώνα σε διάφορες εποχές, και που σίγουρα κάποιος κόσμος τις πένθησε βαθύτατα, και που θα αναγνώριζαν μόνο την επαγγελματική ή κοινωνική: εργάτης, πατέρας κτλ.
Με αυτή τη μικρή συμβολή δεν έχω καμία αυταπάτη ότι θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, ότι θα μνημονεύεται εντός του χώρου μας ο Αλέξανδρος ως αναρχικός και ότι κάποιοι θα ρισκάρουν να δημιουργηθούν ανεπιθυμητά για τους ίδιους πολιτικά τετελεσμένα. Είναι όμως μία τοποθέτηση συνεπής σε μια ευρύτερη συλλογική προσπάθεια χρόνων για τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα η πολιτική αθλιότητα των επιλογών που αρνούνται μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο. Από τη δική μου μεριά με όλο το συγκινησιακό βάρος που έρχεται να φέρει αυτή η χρονιά ως το επισφράγισμα μιας ολόκληρης εποχής θα ήθελα να χαιρετίσω τον χαμένο μας σύντροφο, αυτόν που ήταν πάντοτε παρόν μαζί μας σε όλα εκείνα που ακολούθησαν, με το νεανικό του χαμόγελο που έσβησε τόσο γρήγορα, να γνέφει συνωμοτικά και να μας κλείνει το ματι στις καλές εποχές, στις επιτυχίες, στις μέρες και τους μήνες που τραντάχτηκε η κανονικότητα, αλλα και στις στραβές, τις αποτυχίες, τα κυνηγητά, τις παρανομίες, τις φυλακές. Μπορει μια δεκαετία να φτάνει στο τελος της, ένας κύκλος να κλείνει και να αφήνει πίσω μια ολόκληρη εποχή, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που θυμομαστε, πονάμε ακόμα και η καρδιά μας παραμένει μια αρμαθιά απο ξυράφια.
Δε λέμε αντίο. Δέκα χρόνια είναι λίγα. Δε στέγνωσε ακόμα το αίμα, ούτε τα δάκρυα και ούτε έσβησε το μισος.
Μονάχα φωνάζουμε με τις μικρές ή μεγάλες μας φωνές ΕΚΔΙΚΗΣΗ για να μη σταματήσει ποτέ να θυμάται ό κόσμος ότι τους νεκρούς μας δεν τους κλαίμε απλά, δεν τους αφήνουμε πίσω, τους κουβαλάμε βαθιά μέσα μας και ας βαραίνουν τα βήματα μας.
ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΜΑΘΗΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟ
ΝΕΚΡΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ
(Πηγή: the-blast.espivblogs.net)