Theory. Utopia. Empathy. Ephemeral arts – EST. 1990 – ATHENS LONDON NEW YORK

“Life in the Metropolis” by Void Network // “Η Ζωή Στην Μητρόπολη”, από το Κενό Δίκτυο

in Void Network News






“Life in Metropolis”, 
by Void Network // Laboratory for Kosmo-Politikal Consciousness is an analysis of the modern society, the role of the State in the construction of our every day life and an invitation for a revolt that will open new directions for social life on planet Earth . (in Greek language)


Η ΖΩΗ
ΣΤΗΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
κείμενο : Κενό Δίκτυο // Εργαστήριο ΚοσμοΠολιτικής Συνείδησης 

Το να αμφισβητήσει κανείς την αξία ύπαρξης της κοινωνίας στην οποία έχει γεννηθεί και ανατραφεί είναι σίγουρα μια αρκετά σύνθετη διαδικασία. Έχει να κάνει με πολλούς αλληλοσυμπληρώμενους υποκειμενικούς παράγοντες όπως η περιέργεια, η φαντασία, η παρατηρητικότητα, η οξυδέρκεια, η κριτική σκέψη, η έκθεση σε συγκεκριμένα ερεθίσματα και βιώματα καθώς και με τις ίδιες τις συνθήκες του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτά που θα ακολουθήσουν αποτελούν μια παράθεση ιδεών και απόψεων που καθόλου δεν διατείνονται ότι είναι πρωτότυπες ή χαίρουν του αλάνθαστου αλλά εμφανίζονται στα πλαίσια της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι και της πιθανότητας ενός ποιοτικού κοινωνικού άλματος ικανού να φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά στην εκπλήρωση των δυνατοτήτων του μεταμορφώνοντας τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης στον πλανήτη.
Για την καλύτερη κατανόηση και αποσαφήνιση της ανάλυσής μας ξεκινάμε με ορισμένα βασικά δεδομένα:
Οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε, ανεξαρτήτως του πως αρχικά συγκροτήθηκαν, δεν είναι οργανωμένες στη βάση του περίφημου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ αρχόντων και αρχόμενων αλλά στηρίζονται σε σχέσεις εξουσίας, δηλαδή σε σχέσεις ανισότητας. Άρα ο διαχωρισμός σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους ή σε καταπιεστές και καταπιεσμένους δεν είναι νοητικό κατασκεύασμα κάποιων παραληρηματικών τύπων που φαντάζονται την καταπίεση και την αδικία σε μια κατά τ’ άλλα μελιστάλαχτη κοινωνία, αλλά μια καθ’ όλα αληθινή συνθήκη με απτά αποτελέσματα για την ίδια την ζωή μας.
Δεύτερον, η ύπαρξη της εξουσίας δεν αποτελεί φυσική συνθήκη. Ο δυνατότερος ίσως ελέγχει τους όρους του παιχνιδιού στη φύση αλλά εκεί πρόκειται για φυσική δύναμη, ενώ στην κοινωνία η εξουσία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα προνομιακής θέσης είτε κατά παραχώρηση είτε ως προϊόν καταπίεσης. Στο βασίλειο των ζώων ίσως ο νόμος του ισχυρότερου να υφίσταται με άμεσα και ορατά αποτελέσματα που επηρεάζουν την ίδια την ύπαρξη. Στο βασίλειο όμως των ανθρώπων η εξουσία δεν συνδέεται με κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο φυσικό νόμο. Γι’ αυτό και ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από φυσικοποίηση, από μια προσπάθεια, δηλαδή, να φανεί ως φυσιολογική συνθήκη η εξουσία και οι επιπτώσεις της στο κοινωνικό οικοδόμημα. Παράλληλα, το ίδιο επιχείρημα, βέβαια, είναι αυτό που την νομιμοποιεί και την εγκαθιδρύει στις συνειδήσεις των ανθρώπων πετυχαίνοντας την γενικευμένη κοινωνική συναίνεση.
Εξουσία σημαίνει πρωτίστως ανισότητα, ανισότητα πρόσβασης σε αποφάσεις, πλούτο, αγαθά, γνώση, πληροφορία, υπηρεσίες. Αντίθετα όμως με ό,τι πιστεύουν μερικοί, η ιδιοκτησία δεν γέννησε την εξουσία ούτε η εξουσία γέννησε την ιδιοκτησία. Εξουσία είναι η ιδιοκτησία ανθρώπων και πραγμάτων, ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Εξαιτίας αυτού η εξουσία γεννά εκμετάλλευση.
Ανέκαθεν η εκμετάλλευση στηριζόταν και στηρίζεται στην κατοχή των μέσων επιβίωσης, στην κατοχή των ίδιων των εκμεταλλευομένων και βέβαια στην δυνατότητα θανάτωσής τους. ουδέποτε όμως η εκμετάλλευση σχετιζόταν μονοδιάστατα με την παραγωγή ή την οικονομία (ούτε βέβαια αποτελεί χρηματική σχέση) αλλά ενυπάρχει σε όλες τις σχέσεις κάθε θέσμισης και κάθε δομημένης εξουσίας, πολυδιάστατα, ως προς τα σκοπούμενα του αφέντη, ως προς τα αποτελέσματά της πάνω στον εκμεταλλευόμενο και ως προς τις μορφές των πραγματώσεών της. Η ουσία της εκμετάλλευσης για τον εκμεταλλευόμενο είναι η υποταγή του σε ξένους προς αυτόν σκοπούς και θελήσεις, γεγονός που μεταλλάσσει την ατομική υπόστασή του. Πρώτα υποτάσσει τις δυνάμεις του στο μη δικό του, ύστερα τον διχάζει – από τη μια ο κατεχόμενος από τις μη δικές του αιτιάσεις εαυτός και από την άλλη αυτός που διατηρεί την ατομική του βούληση και αυτονομία – και τέλος καθιστά το ξένο δικό του. Η εκμετάλλευση δημιουργεί αλλοτρίωση, κατάσταση που δεν αποτελεί επιφαινόμενο αλλά βασικότατο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η φτώχεια και ο θάνατος είναι οι βάναυσες μορφές της.



Μια σημαντική κριτική, με την έννοια του προσανατολισμού της ζωής και του αξιακού συστήματος της σύγχρονης βιομηχανικής / καπιταλιστικής κοινωνίας αποσκοπεί στη συνειδητοποίηση των ανθρώπινων προβλημάτων που θέτει αυτή η ορθολογικά οργανωμένη παραγωγική κοινωνία στις αρχές του 21ου αιώνα. Αποσκοπεί όμως επίσης και στη διερεύνηση των δυνατοτήτων της ανθρώπινης κατάστασης εν γένει είτε εννοώντας τις πιθανές εναλλακτικές μορφές θέσμισης της κοινωνίας και την κατεύθυνση του πολιτισμού, είτε- σε ατομικό επίπεδο- την συνειδησιακή και φιλοσοφική αναγέννηση που αφορά τον τρόπο ερμηνείας των φαινομένων και την πρόσληψη της πραγματικότητας.
Επιθυμώντας να κάνουμε ορατή ξανά την σύνδεση του φιλοσοφικού με το πολιτικό, υπενθυμίζουμε ότι οι νόμοι και τα σχήματα της λογικής αφαίρεσης μας οδηγούν λανθασμένα στην άποψη ότι οι νόμοι της κοινωνίας συμπίπτουν με τους νόμους της σκέψης. Αυτό συμβαίνει γιατί οι νόμοι της κοινωνίας προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα σε «πρόσωπα» που είναι αφηρημένα και έχουν συμβατική μόνο ύπαρξη, όχι πραγματική υπόσταση σαν αυτή που έχουν τα άτομα. Τα «πρόσωπα» ορίζονται από τον «ρόλο» τους, δηλαδή την τοποθέτησή τους και λειτουργία τους σε σχέση με το σύνολο στο οποίο ανήκουν. Αντίθετα, τα συγκεκριμένα άτομα μπορούν να αναπτύξουν λειτουργίες άσχετες προς την κοινωνική διάστασή τους, όπως το δείχνει η ανάπτυξη της φαντασίας ή το ένστικτο του θανάτου σ’ αυτά. Το να ελαχιστοποιηθεί η απόσταση ανάμεσα στη δυναμική και την διάδραση γεγονότων και φαινομένων της ζωής από τη μια και τη στατικότητα των θεσμών από την άλλη, σημαίνει την επανανοηματοδότηση – επαναφορά του φιλοσοφικού στοχασμού που αναφέρεται σε ένα ουτοπικό σχήμα που αρνείται ή ξεπερνά τη δοσμένη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα εκείνη που ο εμπειρισμός συστηματικά αλλοιώνει υποτάσσοντας την νοητική λειτουργία στο άμεσο γεγονός, οδηγώντας έτσι ακόμη και ριζοσπαστικά κομμάτια της κοινωνίας σε μια συντηρητική ηθική και πολιτική φιλοσοφία και συνάμα στον παραλογισμό.
Αναλύοντας τα δομικά χαρακτηριστικά και τα αίτια της οντολογικής διαστρέβλωσης που γεννά και ενσαρκώνει ταυτόχρονα η σύγχρονη καπιταλιστική – βιομηχανική κοινωνία, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως παρόλο τον κίνδυνο που περικλείει σε διάφορα επίπεδα, αυτή δεν παύει να γίνεται πιο πλούσια, πιο μεγάλη και πιο ευχάριστη, ιδίως μάλιστα στα μητροπολιτικά κέντρα. Η προσαρμοσμένη στις στρατιωτικές απαιτήσεις οικονομία κάνει πιο άνετη τη ζωή για όλο και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων και παράλληλα αυξάνει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορούν χωρίς μεγάλο κόπο να παρουσιάζουν τα διάφορα ατομικά συμφέροντα για συμφέροντα όλων των ανθρώπων. Οι απ’ τα πάνω οριζόμενες πολιτικές ανάγκες της κοινωνίας μετατρέπονται σε ατομικές ανάγκες και επιθυμίες, η ικανοποίησή τους ευνοεί τις δουλειές και το καλό του συνόλου και τα πάντα μοιάζουν όχι μόνο πραγματικά αλλά και δίκαια, μοιάζουν να είναι δηλαδή η ίδια η εκδήλωση της λογικής.
Κι όμως, στο σύνολό της, η κοινωνία αυτή είναι παράλογη. Η παραγωγικότητά της καταστρέφει την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών και ιδιοτήτων, η ειρήνη της διατηρείται με την σταθερή απειλή πολέμου κι αν αναπτύσσεται, τούτο γίνεται με την κατάπνιξη και την καταπίεση όλων των δυνατοτήτων να πάρει ειρηνική μορφή η ατομική και κοινωνική πάλη για την ύπαρξη. Οι δυνατότητες (στον πνευματικό και υλικό τομέα) της σύγχρονης κοινωνίας είναι μεγαλύτερες από ποτέ, πράγμα που σημαίνει πως η κυριαρχία της κοινωνίας πάνω στο άτομο είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Βέβαια, η κοινωνία υπάρχει πέρα κι έξω απ’ το άτομο, προϋπάρχει αυτού και υπάρχει μετά το θάνατό του. Υπό αυτή την έννοια ανέκαθεν το άτομο ετεροκαθοριζόταν, διαβιώνοντας εντός του πολιτισμικού συμφραζομένου που διαμόρφωνε τον τρόπο ζωής του, το σύστημα αξιών, τους συμβολισμούς, τις δράσεις και τις επιθυμίες του. Από την άλλη μεριά, το δίλημμα αν η ζωή επηρεάζει τη συνείδηση ή η συνείδηση τη ζωή εξακολουθεί να υφίσταται. Η ιδιοσύσταση της κοινωνίας μας βρίσκεται στο ότι χρησιμοποιεί περισσότερη τεχνολογία, παρά τρομοκρατία, για να πετύχει τη συνοχή των κοινωνικών δυνάμεων σε μια διπλή κίνηση: ένα συντριπτικό υπαλληλισμό που επικυρώνει την καπιταλιστική σχέση και την αξία της μισθωτής εργασίας, και μια όλο και μεγαλύτερη βελτίωση του επιπέδου ζωής είτε πλασματική είτε πραγματική που βασίζεται στην τεχνική πρόοδο.
Η τεχνική πρόοδος, όμως, ενισχύει ένα ολόκληρο σύστημα κυριαρχίας και συνεκτικότητας που, με τη σειρά του, κατευθύνει την εξέλιξη και δημιουργεί μορφές ζωής – και εξουσίας – που επανασυμφιλιώνουν με το υπάρχον τις αντίθετες δυνάμεις κάνοντας έτσι να φαίνεται μάταιη κάθε διαμαρτυρία με ιστορικές προοπτικές με σκοπό την απελευθέρωση του ανθρώπου. Αποτελεί λοιπόν ενδεχομένως τον πυρήνα του προβληματισμού μας και τον τόπο της απογοήτευσης πολλών ελευθεριακών – αναρχικών η διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνία φαίνεται ικανή να εμποδίσει κάθε κοινωνική αλλαγή, κάθε ποιοτικό μετασχηματισμό που θα εγκαθίδρυε θεμελιακά διαφορετικούς θεσμούς, καινούργιο προσανατολισμό στην παραγωγική διαδικασία και νέους τρόπους ζωής, ικανούς να επιτρέψουν να βιωθεί η ίδια η ζωή πιο άμεσα και στην ολότητά της. Η ανάσχεση αυτή της κοινωνικής αλλαγής είναι ίσως το εκπληκτικότερο φαινόμενο της προχωρημένης βιομηχανικής κοινωνίας. Η ενσωμάτωση των αντίρροπων δυνάμεων είναι το αποτέλεσμα και παράλληλα η πρωταρχική αιτία αυτού του φαινομένου που την ύπαρξή του μαρτυρούν – εκτός από την γενικευμένη ύπνωση – η αποδοχή του όρου «εθνικό συμφέρον», σαν έκφραση της γενικής θέλησης, η πολιτική του δικομματισμού, η παρακμή της πολλαπλότητας των τάσεων και η σύμπνοια κεφαλαίου και εργαζομένων μέσα σε ένα ισχυρό κράτος.
Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, υπνωτισμένο εγκλιματίζεται και προσαρμόζει την «σκέψη», τη «δράση» και τη «ζωή» του αποδεχόμενο τις αλλοτριωτικές συνθήκες της κοινωνίας του δεν την κάνει περισσότερο λογική ή λιγότερο αξιοκατάκριτη, και φυσικά σε τίποτε δεν μειώνει την αναγκαιότητα υπέρβασής της. Με κανένα τρόπο επίσης δεν αποδεικνύει ότι τα άτομα σκέφτονται και δρουν ελεύθερα.
Για κάθε απελευθέρωση χρειάζεται πρώτα η συνειδητοποίηση της δουλείας. Η συνειδητοποίηση αυτή, σήμερα, εμποδίζεται από κυρίαρχες ανάγκες και ικανοποιήσεις που τα άτομα, στην πλεοιοψηφία τους, έχουν κάνει δικές τους. Τίθεται επομένως το ζήτημα της υπέρβασης του πολύ αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου που ασκείται πάνω στα άτομα και στην κοινωνία στο σύνολό της. Ο κοινωνικός έλεγχος γέννησε την ακατάπαυστη ανάγκη της αποκτηνωτικής δουλειάς που δεν είναι πραγματικά αναγκαία, την ανάγκη μορφών ξεκούρασης που υποβοηθούν και οξύνουν αυτή την αποκτήνωση, την ανάγκη να διατηρούνται απατηλές ελευθερίες – όπως η ελευθερία του ανταγωνισμού ανάμεσα σε τιμές από πριν καθορισμένες, η ελευθερία ενός αυτολογοκρινόμενου τύπου, η ελευθερία τέλος να διαλέγεις ανάμεσα στις μάρκες και τα γκάτζετς.
Περιχαρακωμένη από ένα καταπιεστικό σύνολο, η ελευθερία μπορεί να γίνει αποτελεσματικό όργανο καταπίεσης. Η ανθρώπινη ελευθερία δεν καθορίζεται ανάλογα με την εκλογή που προσφέρεται στο άτομο. Ο μόνος αποφασιστικός παράγοντας για τον καθορισμό της είναι το τι μπορεί να διαλέξει και τι διαλέγει το άτομο. Το κριτήριο της ελεύθερης εκλογής δεν μπορεί βέβαια να είναι απόλυτο, αλλά δεν μπορεί να είναι και εντελώς σχετικό. Η δυνατότητα να εκλέγεις ελεύθερα αφέντες δεν εξαλείφει ούτε τους αφέντες ούτε τους δούλους. Η δυνατότητα να διαλέγεις ελεύθερα ανάμεσα σε μια μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων και υπηρεσιών δεν σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος, όταν για να γίνεται αυτό θα πρέπει να ζεις μια ζωή κόπου και άγχους κάτω από τον έλεγχο του κράτους, όταν θα πρέπει να είσαι αλλοτριωμένος. Κι αν το άτομο εκδηλώνει το ίδιο με τη σειρά του τις ανάγκες που άλλοι του επέβαλαν αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτόνομο, απλούστατα σημαίνει ότι ο έλεγχος είναι αποτελεσματικός.
Η αποτελεσματικότητά του στηρίζεται σταθερά στην εξασφάλιση συνθηκών συναίνεσης των αλλοτριωμένων υποκειμένων και στη διάχυση μιας ιδεολογίας που προσπαθεί να κάνει τη σκέψη και τη συμπεριφορά στενό εξάρτημα της αντικειμενικής κατάστασης. Δικαιωμένο από τις υλοποιήσεις της επιστήμης και της τεχνικής και από την συνεχή αύξηση της παραγωγής, το status quo αρνείται κάθε αντίρροπη τάση. Τη στιγμή ακριβώς που μπορεί να πραγματώσει τις συνθήκες ενός ποιοτικού μετασχηματισμού της ύπαρξης, με βάση τις τεχνικές και διανοητικές επιτεύξεις της, η ώριμη βιομηχανική κοινωνία περιχαρακώνεται και μάχεται αυτή την προοπτική. Αυτό έχει να μας πει πολλά και για τον αληθινό χαρακτήρα της επιστήμης και για τον προσανατολισμό των επιτευγμάτων της. Έτσι, κάτω από τον επιφανειακό δυναμισμό της, η κοινωνία αυτή είναι ένα απόλυτο στατικό σύστημα: η εξέλιξή της βρίσκεται αποκλειστικά στην καταπιεστική της παραγωγικότητα και στους κερδοσκοπικούς κανονισμούς της. Η τεχνική πρόοδος έχει ενσωματωθεί στο σύστημα κυριαρχίας κι αυτό έχει σαν φυσικό επακόλουθο να εκδηλώνεται πάντα προς την καθορισμένη απ’ το σύστημα κατεύθυνση. Η τεχνική της βιομηχανοποίησης είναι τεχνική πολιτική και, σαν τέτοια, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τους στόχους της Ελευθερίας. Γι’ αυτό και όσο πιο ικανή γίνεται η κοινωνία μέσω της τεχνολογίας να διαμορφώσει τους όρους υπέρβασής της, τόσο περισσότερο παρεμβάλλονται πολιτικοί θεσμοί και ιδέες που διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο αντίθετα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο τεχνολογικός ορθολογισμός, γνήσιο παιδί του θριάμβου του εμπειρισμού και της θετικιστικής σκέψης, οικοδομεί θεσμούς που διαιωνίζουν την δυιστική θέαση του κόσμου διαπλάθοντας πλαστή συνείδηση, στο βαθμό που αυτή κάνει τη σύνθεση των δεδομένων της εμπειρίας μέσα σε έννοιες που παραπέμπουν το ίδιο απόλυτα και αποτελεσματικά στη δοσμένη κοινωνία μέσα από δοσμένα γεγονότα. Οι θεσμοί που χρειάζονται για τη μεταμόρφωση της ζωής δεν μπορούν να ταυτίζονται με εκείνους που επιτίθονται σε αυτήν. Γι’ αυτό ακριβώς μια καινούργια, ποιοτικά, μορφή ύπαρξης δεν μπορεί με κανένα τρόπο να έρθει σαν απλό υπό-προϊόν πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, σαν το λίγο – πολύ αυθόρμητο αποτέλεσμα μιας αλλαγής θεσμών προερχόμενης από τα πάνω.
Οι θεσμοί, οι θεσμοί που το κράτος γεννά και αναπαράγει δεν μπορούν παρά να υποστηρίζουν την εξουσία και τις δομές της και να διαχέουν μαζικά και ποικιλοτρόπως την αστική ιδεολογία και τις νοηματοδοτήσεις της. Ακριβώς γι’ αυτό, στο βαθμό που οι κοινωνικοί αγώνες δεν θέτουν το ζήτημα της εξουσίας είναι καταδικασμένοι να εκπίπτουν σε μονοθεματικές καμπάνιες με αποσπασματικά αιτήματα, ικανές να συγκινήσουν μόνο εκείνους που νομίζουν ότι η ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη μπορούν να αλλάξουν μέσα από τους θεσμούς που το ίδιο το καθεστώς δημιουργεί για να επιβληθεί και να καθυποτάξει.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως στο σημείο αυτό το εξής: κανένα δικαστήριο, καμιά συνέλευση, καμιά μειοψηφία, καμία φωτισμένη ομάδα φιλοσόφων ή επαγγελματιών επαναστατών δεν μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα να καθορίσει τις ανάγκες που θα πρέπει να καλλιεργηθούν και να ικανοποιηθούν. Ένα τέτοιο δικαστήριο απορρίπτεται δια μιας. Από την άλλη όμως μια τέτοια προσέγγιση δεν αρνείται την ύπαρξη του προβλήματος: με ποιο τρόπο οι άνθρωποι που έχουν υποστεί αποτελεσματική και συνολική κυριάρχηση θα μπορέσουν να πλάσσουν οι ίδιοι τις συνθήκες της Ελευθερίας; Σίγουρα όχι με το να εγκαθιδρύσουν μια ιδεολογικοποιημένη κουλτούρα που να εντάσσει – όπως η σημερινή – την ιδεολογία μέσα στην παραγωγή και το λόγο και να κάνει τις κοινωνίες να θυμίζουν την Ανάρες της Ούρσουλα Λεγκέν. Σήμερα τα προϊόντα διαπλάθουν και καθορίζουν μια ψυχολογία. Διαμορφώνουν μια πλαστή συνείδηση, ανίκανη να αισθανθεί την πλαστότητά της. Αρνούμενοι την ύπαρξη συλλογικού υποκειμένου, στις κοινωνίες που οραματιζόμαστε δεν θα επιθυμούσαμε μια έμφαση στην αταξική ηθική που να θεωρεί, όπως ο σοβιετικός μαρξισμός, την παραγωγική εργασία σαν την πιο αξιόλογη ηθικά ανθρώπινη δραστηριότητα, γιατί απλούστατα κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε και πάλι με την υποδούλωση του ανθρώπου και την μεταβολή του σε παραγωγικό εξάρτημα. Άλλωστε το αποκορύφωμα του διχασμού και της αυτοταπείνωσης του ατόμου είναι το όραμα του συλλογικού κράτους, η πεποίθηση ότι σύμφωνα με κάποια φυσιοκρατική τελεολογία ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να ζήσει σε καθεστώς εργασίας και αγάπης με τους ομοίους του, οπότε η κλασική αντίληψη του φιλελεύθερου κράτους δικαίου μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να είναι απαραίτητος ένας δημόσιος μηχανισμός, αφού η γενικευμένη ηθική ντυμένη με τον μανδύα της φυσικότητας θα αντικαταστήσει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς στο ρυθμιστικό για την κοινωνική συνοχή ρόλο τους και θα διασφαλίσει την οικονομική ισότητα. Μια τέτοια λογική αναπαράγοντας την ηθική με τη μορφή της «συνείδησης», συνεπικουρεί στην διατήρηση των ενδοπροβολών των υπαρκτών εξουσιών στα άτομα, ακριβώς εκεί όπου σπάνε οι αναστολές, στα πεδία των συγκρούσεων με το κράτος. Η επιδίωξη του κοινωνικού ορθολογισμού αποτελεί μέσο επιδίωξης κάποιας τεχνητής κοινωνικής ενότητας, γι’ αυτό εκφέρει μόνο κρατισμό. Είμαστε όμως τυχεροί γιατί διαθέτουμε πολύτιμη γνώση που μας επιτρέπει μια αρκετά ακριβή περιγραφή και ερμηνεία για το τι συμβαίνει γύρω μας καθώς και για το ποιες δυνάμεις μας κρατούν αλυσοδεμένους.
Από το 19ο αιώνα και συνεχίζοντας στον 20ο πολλοί ήταν αυτοί οι οποίοι έχοντας κατανοήσει τον τρόπο που οι δομές και οι στόχοι της νέας οικονομίας της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης επιτίθονταν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας διαβρώνοντας την ενότητά της παρουσίασαν τις επιπτώσεις του συγκερασμού της καπιταλιστικής λογικής με τον δυτικό ορθολογισμό και εξήγησαν πως ολόκληρη η κοινωνία, η ανάπτυξη όλων των επιστημών και οι κοινωνικές σχέσεις σε όλο τους το φάσμα διαπλάθονται από τα σχήματα σκέψης που η λογική μεγιστοποίησης του κέρδους επιβάλλει ακόμη και σε φαινομενικά άσχετες σφαίρες της κοινωνικής ζωής όπως ο έρωτας.
Από την δική μας σκοπιά, τα κείμενα ανθρώπων όπως ο Βέμπερ, ο Λούκατς, ο Ντεμπόρ ή εκείνα της σχολής της Φρανκφούρτης, όλα αλληλένδετα μεταξύ τους, βρίσκονται εδώ για να μας υπενθυμίζουν ότι στον κόσμο αυτό έχουμε εχθρούς. Απόλυτα συγκεκριμένοι θεσμοί από τους οποίους εκπορεύονται νοήματα, κοινωνικές διαδικασίες και κοινωνικές τάξεις αλληλοτροφοδοτούνται, διαιωνίζουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και τελικά αυτοαναπαράγονται. Αυτά ακριβώς αποτελούν και τους εχθρούς μας επειδή επιτίθονται στην ίδια την ύπαρξη βάλλοντας από παντού και αναιρώντας την ελευθερία του ατόμου. Άλλοτε αυτό επιτυγχάνεται άμεσα με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και την συστηματική επιτήρηση σε μια προσπάθεια επιβολής της κανονικότητας, και άλλοτε έμμεσα συμβάλλοντας στην εκλογίκευση των επιβαλλόμενων όρων ζωής και την εσωτερίκευσή τους ως κυρίαρχες αξίες. Ως αποτέλεσμα, ο έλεγχος διασφαλίζεται όχι μέσω της πειθάρχησης αλλά μέσω της επαλήθευσης της «ορθότητας» του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένα τα πράγματα, δημιουργώντας καθολικά ελεγχόμενες συνειδήσεις που βασίζουν τις βεβαιότητές τους σε μια φαινομενική οριστικότητα του κόσμου.
Σκεπτόμενοι τις ζωές μας και τις επιθυμίες μας, εύκολα συνειδητοποιήσαμε τους περιορισμούς που ο κόσμος της εξουσίας επιβάλλει σε αυτές. Ταξιδεύοντας, μελετώντας και συζητώντας διαπιστώνουμε ότι οι υλικές συνθήκες των κοινωνιών διαπολιτισμικά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία διαχρονικά και συγχρονικά. Καλώς ή κακώς το εύρος των δυνατοτήτων μας θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι μεγαλύτερο από εκείνο που εγκαθιδρύει μια αντίληψη της ζωής που θεωρεί τη μισθωτή εργασία σύμφυτη με την πραγματικότητα. Η μισθωτή εργασία δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής αλλά προϊόν συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης και δομής, και συνθήκη που πηγάζει από συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση του κόσμου. Όπως προέκυψε ιστορικά με την συγκρότηση του κράτους και την ανάδυση του καπιταλισμού έτσι πρόκειται και να καταρρεύσει με την καταστροφή τους. Για τους πιο απαισιόδοξους ή όσους αυτοπροσδιορίζονται ως «ρεαλιστές» να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει μια μόνο βασική κοινωνική νομοτέλεια: αυτή της κοινωνικής μεταβολής.
Η κοινωνική οργάνωση και δομή, τα νοήματα, οι αξίες, η ηθική και τα σύμβολα της κοινωνίας του σήμερα, αν και προέκυψαν ιστορικά, ελάχιστα θυμίζουν την κοινωνία του χθες. Είμαστε βέβαιοι ότι η κουλτούρα και η καθημερινή ζωή του αύριο αναπόφευκτα θα είναι εξίσου διαφορετικές. Η «ιστορία» είναι η ιστορία της διαρκούς αποτίναξης των αντικειμενικών μορφών που σχηματίζουν τη ζωή του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια, εάν έπρεπε οπωσδήποτε να βαφτίσουμε κάποιους «ουτοπιστές» ή «ονειροπόλους» τότε αυτοί είναι εκείνοι που νομίζουν ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν. Δυστυχώς αυτοί δεν είναι μόνο επικίνδυνα αφελείς και εφησυχασμένοι αλλά και επικίνδυνα ηλίθιοι. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους ούτε θέλουμε, ούτε χρειάζεται ποτέ να συναντηθούμε.
Καμιά όμως χρήσιμη συζήτηση και πρακτική αντιμετώπιση του εξαναγκασμού της εργασίας δεν μπορεί να υπάρξει ξεχωριστά από την κριτική στο χαρακτήρα, το ρόλο και την αξία ύπαρξης του κράτους, καθώς και την θέληση για την κατάλυσή του.
Πριν αναφερθούμε, όμως σε αυτά πρέπει να κάνουμε μια θεμελιακής σημασίας παρατήρηση. Η κοινή στάση απέναντι σε οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τα υποκείμενα και τις κοινωνίες που αυτά συγκροτούν απαιτεί μια κοινή θέση ή κατανόηση. Η κατανόηση ως προϊόν της αντίληψης συνδέεται με συνειρμούς και εικόνες, δηλαδή με τις κοινωνικά κατασκευασμένες νοητικές και γνωστικές διεργασίες που γεννούν την νοηματοδότηση του κόσμου. Στο βαθμό που κάποιοι αποφασίζουν να αντιπαρατεθούν σε αυτό που εχθρεύονται, οφείλουν να γνωρίζουν ότι το πρώτο βήμα για οποιαδήποτε σημαντική κοινωνική μεταβολή που η ίδια η κοινωνία ή ένα κομμάτι της επιθυμεί να επιφέρει είναι η διαφορετική κατηγοριοποίηση του εχθρευόμενου αντικειμένου σε σημείο που συλλογικά να αναγνωρίζεται η ταυτότητά του ως τέτοιο, δηλαδή να αναγνωρίζουν όλοι το ίδιο «πράγμα», ως εχθρευόμενο αντικείμενο. Το πως και πότε ακριβώς φτάνουμε σε τέτοιες νοητικές – γνωστικές διεργασίες είναι μάλλον άγνωστο, είναι βέβαιο όμως ότι – όπως και οι κοινωνικοί αγώνες – αυτές υφίστανται. Διαφορετικά οι κοινωνίες και οι αξίες τους θα παρέμεναν αμετάβλητες και αναλλοίωτες στο χρόνο. Καμία όμως ένδειξη δεν υπάρχει για κάτι τέτοιο αλλά για το ακριβώς αντίθετο: ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι χειρίζονται τις υποθέσεις τους δεν παρουσιάζει διαχρονικά καμιά στατικότητα, το κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ροή του πολιτισμικού συμφραζόμενου που συχνά πηγάζει, με τρόπο χαοτικό, από την απρόβλεπτη εμπρόθετη δράση.
Αναφερθήκαμε στην αρχή του κειμένου στην εξουσία και την εκμετάλλευση που απορρέει από αυτήν. Το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης με την οργάνωση και τη θέσπισή της στον κοινωνικό χώρο και χρόνο είναι το κράτος ως ενιαία ιστορική οντότητα, του οποίου εγγενής αυτοσκοπός είναι η κατάκτηση κάθε υλικής κίνησης που σχετίζεται με τον άνθρωπο και η ταύτισή του με το χώρο και το χρόνο. Το κράτος είναι η απόλυτη άρνηση, υλικά επιβεβλημένη, της Ελευθερίας (με δισεκατομμύρια πτώματα στο ενεργητικό του).
Στο παρελθόν υπήρχε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνικής ζωής το οποίο έμενε ανεπηρέαστο από την ύπαρξη και τη βούληση των αρχόντων. Ιδιαίτερα δέ στην περιφέρεια, μακριά από τους βασιλιάδες και τις αυλές τους, η καθημερινή ζωή χαρακτηριζόταν από δομές σίγουρα πιο παραδοσιακές που μπορεί να μην εμπνέονταν από ελευθεριακές αξίες αλλά είχαν έντονο το στοιχείο του αυτοκαθορισμού πατώντας στην ιστορία και τις παραδόσεις της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Θυμίζουμε επίσης ότι οι αυτοκρατορίες δεν ήταν τόσο αυστηρά εδαφικοποιημένες επικράτειες όσο το έθνος – κράτος. Είχαν ορίζοντες ή, καλύτερα, όρια αλλά όχι σύνορα. Υπό αυτή την έννοια το παλάτι ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να ελέγχει απόλυτα τις ζωές των υπηκόων του. Η είσπραξη φόρων δέσμευε και συνέδεε αρκετά άρχοντες και αρχόμενους αλλά με τρόπο λιγότερο απόλυτο που μείωνε τον ετεροκαθορισμό του ατόμου λόγω της εγγενούς απουσίας θεσμών, όπως η γενικευμένη δημόσια εκπαίδευση, που να ελέγχουν και να κατευθύνουν κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
Με την ανάδυση νέων μορφών κεντρικής διοίκησης και οργάνωσης, την παράλληλη ανάπτυξη νέων επαγγελμάτων και οργανωμένων στρατών προέκυψε η ανάγκη για επέκταση της γραφειοκρατίας και συγκρότηση ισχυρού τεχνοκρατικού μηχανισμού ικανού να υποστηρίξει την σύμπτυξη κράτους – οικονομίας / κεφαλαίου και την συνεπαγόμενη διάρθρωση της κοινωνίας στη βάση της ορθολογικότητας ως προς το σκοπο.
Η αρχή που διέπει την εξορθολογισμένη κοινωνική πραγματικότητα είναι η αρχή του τυπικά ορθολογικού υπολογισμού, προϋπόθεση εφαρμογής της οποίας είναι η εγκαθίδρυση συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής: η εδραίωση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της ελεύθερης αγοράς, της ελευθερίας της επιχειρηματικής δράσης και των συμβάσεων. Περαιτέρω κοινωνικές προϋποθέσεις του εξορθολογισμού είναι η διαμόρφωση μεγάλων επιχειρήσεων, η ανάπτυξη των ορθολογικών τεχνικών παραγωγής, η δημιουργία συστήματος τυπικής δικαιοσύνης, ο ενιαίος εκχρηματισμός της οικονομίας κ.λπ. Αυτό που πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε είναι πως η «τυπική ορθολογικότητα» ή η υπολογιστική λογική, τελικά διαποτίζει ως οργανωτική αρχή τόσο τα επιμέρους κοινωνικά συστήματα των σύγχρονων κοινωνιών – όπως το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το δίκαιο και την εκπαίδευση – όσο και τις κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους. Όταν η κοινωνική ζωή ορίζεται από εξορθολογισμένα πεδία σκέψης και δράσης, παρατηρείται η τάση της αντικειμενοποιήσεις των σχέσεων και ρυθμίσεων, της τυποποίησης των ανθρώπινων συμπεριφορών ώστε να καταστούν προβλέψεις και ακίνδυνες, της αφαίρεσης από το ιστορικά συγκεκριμένο περιεχόμενο και της αναγωγής του σε μια γενική μορφή που δεν είναι τίποτε άλλο από μια φαινομενική αντικειμενικότητα.
Βιώνοντας την ζωή αποσπασματικά, καταλαμβάνοντας δηλαδή διαφορετικούς ρόλους – συχνά αντιφατικούς μεταξύ τους – ανάλογα με το πολιτισμικό συμφραζόμενο (π.χ άλλοτε εργαζόμενος με υποχρεώσεις και καθήκοντα, άλλοτε καταναλωτής-πελάτης με δικαιώματα ) σε μια κοινωνία που δημιουργεί και υποστηρίζει αυτούς τους διακριτούς ρόλους, τις συνεπαγόμενες συμπεριφορές και τα ψυχολογικά φορτία, το άτομο αδυνατεί να συνθέσει τα πολύ διαφορετικά ομολογουμένως κομμάτια του κοινωνικού πάζλ και να συνειδητοποιήσει τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ζει, καθώς και την αληθινή έκταση της ετερονομίας και της ανελευθερίας του.
Το νέφος που θαμπώνει τις συνειδήσεις όλων μας είναι πράγματι δύσκολο να απομακρυνθεί γιατί πρωτίστως είναι δύσκολο να εντοπιστεί και να αναγνωριστεί ως τέτοιο. Είναι το νέφος που το κράτος επιβάλλει όχι τόσο με την μορφή ξεκάθαρων απαγορεύσεων ούτε με κάποιο είδος ανοιχτής βαναυσότητας αλλά με την δημιουργία και την ανάδυση μέσα απ’ αυτό μιας πολιτισμικής ολότητας, ενός δηλαδή συγκεκριμένου πολιτισμικού πλαισίου που στο σύνολό του αποτελεί την κουλτούρα του αστικού / καπιταλιστικού κόσμου.
Η κουλτούρα, όμως, των κοινωνιών μας ριζικά διαφέρει από αυτήν προηγούμενων εποχών κυρίως λόγω της ύπαρξης αυτής της οργανωτικής αρχής που απουσίαζε από προγενέστερα στάδια της εξέλιξής τους. Η οργανωτική αυτή αρχή είναι το κράτος ως θεσμισμένη εξουσία που στηριζόμενη πρωταρχικά στο μονοπώλιο της νόμιμης βίας γεννά τον τρόμο και επιβάλλεται ως κοινωνική κανονικότητα. Η θεσμισμένη αυτή εξουσία είναι που καθοδηγεί πλέον την ίδια την κουλτούρα κάνοντάς την να εξαρτάται και να χρειάζεται κεντρική καθοδήγηση. Η συνολική παραγωγή νοημάτων και η αναπαραγωγή της κουλτούρας – είτε αναφερόμαστε στον τρόπο ζωής, είτε στις αξίες, είτε στους νόμους – υπάρχουν λόγω της ύπαρξης του κράτους και υφίστανται μόνο εντός του οριοθετημένου απ’ αυτό εννόμου πλαισίου.
Παρόλα αυτά, καθόλου δεν φαίνεται να ανησυχεί την κοινωνία ότι τα ίδια της τα μέλη την ταυτίζουν με την ύπαρξη του κράτους. Από τη μια το ίδιο το κράτος κάνει πολύ καλά την δουλειά του καλλιεργώντας την πεποίθηση αυτή με το να επιτίθεται όπου αυτό απουσιάζει δημιουργώντας έτσι στο συλλογικό φαντασιακό την ψευδαίσθηση ότι οποιαδήποτε κινητικότητα και δράση στο χώρο και το χρόνο δεν μπορεί παρά να προέρχεται μονάχα από το ίδιο και τα πλοκάμια του. Από την άλλη, οι «ειδικοί» (κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι κ.λπ.) απλά συνεργούν στην εγκαθίδρυση αυτής της αντίληψης, είτε από αδιαφορία, είτε λόγω του αυτοεγκλωβισμού τους σε σχήματα σκέψης και θεωρίες με περιορισμένες δυνατότητες και εμβέλεια (βλ. μεταμοντερνισμό), είτε από αδυναμία να φανταστούν – παρόλη τη γνώση που έχουν συσσωρεύσει – μια κοινωνία χωρίς κράτος. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μας εκπλήσσει αφού στην κοινωνία της εξουσίας το μεγαλύτερο κομμάτι της επιστήμης που έχει έτσι κι αλλιώς γεννηθεί απ’ αυτήν δεν μπορεί, όπως ήδη αναφέραμε, παρά να φροντίζει για την αναπαραγωγή και την εκπλήρωση των στόχων της.
Έτσι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για τους περισσότερους ανθρώπους το κράτος είναι η ενοποιητική και οργανωτική εκείνη δύναμη χωρίς την οποία η ανθρώπινη κοινωνία θα αυτοκαταστρεφόταν ή θα βυθιζόταν στο χάος. Μάλιστα, η εξουσία έχει τόσο πολύ διαστρεβλώσει και οικειοποιηθεί το λόγο, ώστε οι ίδιες οι λέξεις αποκτούν νόημα μόνο εντός του πεδίου που η ίδια ορίζει και κινείται. Κατά συνέπεια, η «οργάνωση» καθίσταται έννοια ταυτόσημη μόνο της οργάνωσης που εκπορεύεται από το κράτος. Παράλληλα, η διαδικασία ομογενοποίησης της κουλτούρας και η υλοποίησή της ως βασική αιχμή κοινωνικού ελέγχου απουσιάζει σαν γνώση, όπως και κάθε ιστορική γνώση – π.χ. γνώση των κοινωνικών αγώνων – που δυνητικά πλήττει την ύπαρξη του κράτους.
Από εδώ ξεκινά η ψευδο-ταύτιση κράτους – κοινωνίας, καθώς και η προαναφερθείσα διαδικασία ομογενοποίησης της κουλτούρας, διαδικασία που έχει ως αφετηρία την ιδεολογική επέλαση που δέχεται η κοινωνία από την αυτονομημένη οικονομία και την διάρθρωσή της. Πουθενά δεν συγκεντρώνεται και γιγαντώνεται περισσότερο η ψευδο-ταύτιση αυτή, τόσο συνειδησιακά όσο και υλικά, απ’ ότι στη σύγχρονη μητρόπολη. Και πουθενά δεν επεκτείνεται η έρημος τόσο όσο στους τόπους που συσσωρεύεται εξουσία. Οι πόλεις είναι οι τόποι των κάτεργων και των παλατιών. Είναι οι τόποι του εμπορεύματος. Τόποι κατακλυσμένοι από τα θεάματα, τον κοινωνικό έλεγχο, την επιτήρηση, τις εξαγγελίες και τις απαγορεύσεις της εξουσίας. Οι τόποι όπου ο χρόνος των εγκλείστων τους συνθλίβεται μέσα στα αυστηρά προγράμματα του κράτους. Τόποι κατακερματισμού και αυτοκαταστροφής. Στους χώρους εργασίας, στα στρατόπεδα της κατανάλωσης και στην χωροταξία της η μητρόπολη λεηλατεί ασταμάτητα και χωρίς οίκτο ζωές και ψυχές ανθρώπων που ποτέ δεν θα σκεφθούν να ανταποδώσουν την λεηλασία, όχι μόνο λόγω του φόβου και της αποβλάκωσης που έτσι κι αλλιώς κυριαρχούν αλλά κυρίως λόγω της απόλυτης προσωπικής ταύτισης του καθενός με την έρημο σε σημείο που αυτή να μην βιώνεται πλέον ως τέτοια.
Περισσότερο ίσως από κομμάτια της περιφέρειας στην επικράτεια ενός κράτους, η ζωή στη μητρόπολη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ένταξη του ατόμου στη διαδικασία της παραγωγικής εργασίας, διαδικασία που γεννιέται και σχηματοποιείται ως ο βασικός εξελισσόμενος μηχανισμός υπαγωγής της κοινωνίας στο κράτος. Οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την μισθωτή εργασία ξεκινά από τα εξής δεδομένα: πρώτον, η εργασία θεμελιακά συνιστά εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική συνθήκη αφού πηγάζει μέσα από την καπιταλιστική σχέση. Η τελευταία αποτελεί, λόγω του υπολογιστικού πνεύματος από το οποίο εμφορείται, βασικό παράγοντα όχι μόνο κοινωνικής ανισότητας αλλά και πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων εν γένει και δημιουργίας γενικευμένου διαχωρισμού μέσω της συγκέντρωσης ανεξάρτητων αναπαραστάσεων που κατακερματίζουν την ανθρώπινη ζωή ως βιωμένη εμπειρία. Δεύτερον, η μισθωτή εργασία ως σχέση εκμετάλλευσης γιγαντώνεται και διαπερνά με την καταδυνάστευση της μορφής του εμπορεύματος κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής κυρίως λόγω της ιδιάζουσας συνεργείας και ενσωμάτωσης του κράτους με την οικονομία, η οποία ως σύνολο ανεξέλεγκτων δοσοληψιών αυτονομείται και αποκτά τελεολογικό χαρακτήρα δομώντας την συλλογική πρόσληψη της πραγματικότητας ως αιώνιο παρόν.
Οι τεχνοκεφαλαιοκράτες πρώτα καταλαμβάνουν το έδαφος, δημιουργούν ένα τρόπο παραγωγής. Ύστερα τον ταυτίζουν με το χώρο και καταλαμβάνουν τα συγκινησιακά φορτία των ανθρώπων, κατασκευάζουν τις εικόνες, τις έννοιες, τις επιθυμίες και τις αξίες. Τέλος, υποτάσσουν τους ανθρώπους στο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης, τους βάζουν σε ένα σύστημα εργασίας και στις συναφείς κοινωνικές σχέσεις κατοχής – αποκλεισμού, επικοινωνίας, καταστολής. Αυτό που περιγράφουμε εδώ είναι η πορεία και η εξέλιξη σημαντικού τμήματος της κουλτούρας και της κοινωνικής δομής ενός μεγάλου μέρους των κοινωνιών του πλανήτη από την στιγμή που αυτές αποδέχονται και εντάσσονται – συχνά εκούσια – στην κρατική κυριαρχία και την συνεπαγόμενη καπιταλιστική σχέση.
Θεωρώντας την παραγωγή, τη μισθωτή εργασία και την οικονομία ως δομικά στοιχεία της ανάπτυξης του ιστορικού κράτους, αλληλεξαρτώμενα στο σύνολο των κρατικών δομών, και το κεφάλαιο ως την κοινωνική σχέση που διαμεσολαβείται από μέσα παραγωγής, προϊόντα, χρήμα και που αποτελεί αναπόσπαστη συνιστώσα της κρατικής κυριαρχίας, η υπεραξία δεν είναι κλεμμένος μόχθος που ανήκει στον εργαζόμενο· είναι το έργο που παράγει η υπαγόμενη στο κράτος εργασία για το ίδιο, είναι η οργάνωση της παραγωγής της κρατικής κοινωνίας και των υλικών της ή σαφέστερα είναι η επεκτατική διαδικασία, το αποτέλεσμα και το μέτρο της υπαγωγής των ανθρώπινων δυνάμεων στο κράτος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τόσο ο «ελεύθερος» χρόνος, ο μη εργάσιμος χρόνος του εργαζομένου, όσο και ο χρόνος μη απασχόλησης (ανεργία) βιώνεται εντός του ολοκληρωτικού κόσμου της εργασίας και γι’ αυτό παραμένει χρόνος αλλοτρίωσης.
Μια τέτοια προσέγγιση μας φέρνει επίσης πιο κοντά στην καλύτερη κατανόηση του φαινομένου της αλλοτρίωσης ως ριζική μετάλλαξη των κοινωνικών σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα, αλλοτρίωση, ως αποτέλεσμα της εξουσίας, σημαίνει κρατικοποίηση των κοινωνιών, πάντα από και για την εκμετάλλευση. Αν και υπάρχουν ακόμα κοινωνίες που διατηρούν την αυτονομία τους από το κράτος, η πλειονότητα των σημερινών κοινωνιών – οι οποίες είναι κατακερματισμένες αναμεταξύ τους και στο εσωτερικό τους ως προς τις θεσμίσεις τους, τα ψευδοσυμφέροντά τους, τα πληροφορικά δεδομένα τους και τις πλαστές ανάγκες τους, αλλά ενοποιημένες μέσα στο πλέγμα της αδιαίρετης παγκόσμιας κυριαρχίας – είναι διαρθρωμένες σε αλληλεξάρτηση με το κράτος και δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτό.
Όσον αφορά την υπερπαραγωγή προϊόντων και τεχνητών αναγκών, βασικό δομικό στοιχείο της αλλοτριωτικής διαδικασίας, αυτή δεν είναι ζήτημα κοινωνικών αξιών ή πολιτισμικής αναπαραγωγής αλλά υλική απόρροια της μεγαμηχανής του κράτους που τρέφεται με σάρκα, αίμα και μυαλά. Το κυνήγι του ευδαιμονισμού, στη σημερινή μορφή του, είναι πρόταγμα και νεύρωση σύμφυτη στην ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ας μη ξεχνάμε όμως και την επίδραση που έχει η ανάπτυξη του κεφαλαίου στην ταυτότητα και τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου στα πλαίσια μιας ταξικής κοινωνίας και στην αναπαραγωγή συμβόλων που αντικατοπτρίζουν την ταξική δομή της ακριβώς την στιγμή που το άτομο τα οικειοποιείται. Το εμπόρευμα εικόνα και η παραγωγή ψευδαισθήσεων δεν αντικαθιστούν ούτε αυτονομούνται από την παραγωγή πραγμάτων. Η γενικευμένη θεαματική φαινομενικότητα της αστικής κοινωνίας υφίσταται ως ψευδαίσθηση ιδιοκτησίας, αλλά και ως πραγμάτωσή της μέσα στις άνευ ουσίας επιφανειακές και εικονικές κατακτήσεις, εξαρτήσεις και προσωπικές αγοραπωλησίες, όπου το εμπόρευμα λειτουργώντας σαν ψευδοδιάχυση εξουσίας με τον συμβολισμό της κατοχής του αποτελεί την πρώτη ύλη αυτής της διαδικασίας.
Με το πέρασμα του χρόνου η πολυπλοκότητα του συστήματος κυριαρχίας αυξάνει τόσο στα επιμέρους λειτουργικά του στοιχεία όσο και στην ολότητά του. Καθώς αυξάνεται και επεκτείνεται η παραγωγή κοινωνικών αναγκών, η παγκοσμιοποιημένη αλληλεξάρτηση των οικονομιών και τα διεθνοποιημένα δίκτυα καταστολής, αποκτά πρωταρχικό ρόλο στη ροή της κυριαρχίας ένα άλλου είδους κεφάλαιο, διαφορετικό από το σταθερό κεφάλαιο. Αναφερόμαστε στην τεχνοκρατική ή επιστημονική γνώση, δηλαδή στο κεφάλαιο – γνώση που και αυτό βρίσκεται συσσωρευμένο στη σύγχρονη μητρόπολη. Αναμφισβήτητα, στην κοινωνία της εξουσίας, στον κόσμο της αλλοτρίωσης οι θεσμοί εκπαίδευσης και ένα σημαντικό κομμάτι της παραγόμενης γνώσης (ορισμένοι πιστεύουν το σύνολό της) είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο για την περαιτέρω ανάπτυξη και επέκταση της παγκόσμιας διακρατικής κυριαρχίας. Άμεσα συνδεδεμένη με την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και την αποτελεσματικότητα των σκοπών του, η υπαρκτή γνώση καθίσταται διαρκώς πιο κατακερματισμένη. Προσανατολισμένη στα εξειδικευμένα σκοπούμενα των εξουσιών, γι’ αυτό διαχωριστική και άχρηστη έξω από την ολότητα των συνθηκών αναπαραγωγής της κυριαρχίας, αναδεικνύεται σε κομβικό συντελεστή της εφαρμοσμένης κυβερνητικής εναντίον των ανθρώπων. Οι επιστήμονες και οι κάθε είδους τεχνοκράτες είναι τα στελέχη μιας ολοκληρωτικής θρησκείας που χτίζει επίγειους παραδείσους και κολάσεις έχοντας την συμβολή της κυρίαρχης ηθικής που αναλαμβάνει να επανδρώνει συστηματικά τους σύγχρονους ναούς της γνώσης (πανεπιστήμια) με τις νέες γενιές συντηρητικών ηλιθίων.
Δεν υπάρχει φυσικά κανείς λόγος για να μοιάζει ο νέος αυτός ολοκληρωτισμός με τον παλιό. Οι κυβερνήσεις με τα ρόπαλα και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, με τους τεχνιτούς λοιμούς, τις μαζικές φυλακίσεις και εκτοπίσεις, δεν είναι μόνο απάνθρωπες (γεγονός που σήμερα δεν ενδιαφέρει κανέναν) αλλά και αναποτελεσματικές· και στην εποχή της τεχνολογίας η αναποτελεσματικότητα είναι ιεροσυλία. Ένα πραγματικά αποτελεσματικό ολοκληρωτικό κράτος θα ήταν αυτό που τα παντοδύναμα αφεντικά θα διεύθυναν με τα στελέχη τους ένα πληθυσμό σκλάβων, οι οποίοι δεν χρειάζεται να καταστέλλονται διότι αγαπούν την υποτέλεια. Στο βαθμό που τα πεδία εμφάνισης των κοινωνικών αγώνων μειώνονται αντί να πολλαπλασιάζονται αυτό έχει ήδη επιτευχθεί. Στα σημερινά καθεστώτα, και δη στη σύγχρονη μητρόπολη όπου οι άνθρωποι παρακολουθούν από τους καναπέδες τους τις αποφάσεις και εξελίξεις που αφορούν τις ζωές τους χωρίς καμιά διάθεση παρέμβασης σε αυτές, η πειθώ των μαζών για τα καλά της υποτέλειας περνάει από τα υπουργεία προπαγάνδας, τους μεγαλοαπατεώνες εκδότες εφημερίδων και ιδιοκτήτες καναλιών και όσους ακαδημαϊκούς ζουν συμβουλεύοντας για την καλύτερη χειραγώγηση των ανθρώπων.
Όλα όμως τα σημερινά πολιτειακά συστήματα, φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά θεοκρατικά είναι ολιγαρχικά συστήματα που τείνουν προς το μονοσήμαντο, την ομοιομορφία, το μονοδιάστατο, τη στρατικοποίηση της ζωής και τον ολοκληρωτισμό. Ειδικότερα η σύγχρονη αστική δημοκρατία, στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, αποτελεί μονάχα την φιλελεύθερη εκδοχή του συστήματος κυριαρχίας, την φιλελεύθερη εκδοχή της ολιγαρχίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι μια τυπική επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, ενώ διαλύει στην πραγματικότητα τον κοινωνικό ιστό, εξατομικεύει τα πρόσωπα προωθώντας από τη μια την ιδιώτευση – ο σώζων εαυτό σωθήτω – και από την άλλη τη μαζικοποίηση μέσα από τους μηχανισμούς ελέγχου της γνώμης και της συνείδησης διαστρεβλώνοντας την ελεύθερη βούληση και την κριτική σκέψη του ατόμου.
Η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ιστορικά συγκεκαλυμμένη κοινωνική συνθήκη, αυτή της καθολικής ιδιοκτησίας του κράτους πάνω στις υλικές δυνάμεις και τα σώματα των ανθρώπων προδιαγράφει την φυσική εξόντωση του εκμεταλλευόμενου που χάνει κάθε ρόλο μέσα στον κοινωνικοπολιτικό αυτό σχηματισμό εκτός από εκείνον του υπάκοου υπηκόου. Κοιτώντας γύρω μας και αναζητώντας λύσεις για την πρακτική άρνηση του ετεροκαθορισμού μας, φαντάζει ανέφικτη οποιαδήποτε πραγματική υπέρβαση της μισθωτής εργασίας δεν ακολουθεί την ολική καταστροφή του κεφαλαίου, των παραγωγικών δομών του και την βίαιη απόσπαση των φυσικών πόρων από την κατοχή του κράτους. Υπό το πρίσμα της συνεργίας κράτους και οικονομίας – συνεργία με βασικά χαρακτηριστικά την γενικευμένη μυστικότητα και το καθολικό ψέμα – η επιθυμία να μετατρέψουμε τις συνθήκες της ετερονομίας σε μια ζωή αυτοκαθορισμού περνά μέσα από την άρνηση της αξίας ύπαρξης του κράτους.
Για τους ελευθεριακούς ουτοπιστές, τους αναρχικούς και όλους όσους επιθυμούν την καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας και των εγγενών σε αυτήν δομών σκέψης, δύο είναι τα σημαντικά ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τις προσωπικές ρήξεις του καθενός, λαμβάνοντας υπόψιν την δική του πορεία στη ζωή όπως την διαμορφώνουν οι ατομικές επιλογές, οι επιθυμίες, τα όνειρα αλλά και οι περιορισμοί που η ίδια η πραγματικότητα θέτει. Πώς φανταζόμαστε τη ζωή μας; Τι θέλουμε να επιτύχουμε; Ποιοι είναι οι όροι της αντιπαράθεσής μας και ποιος τους θέτει; Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από την κατάθλιψη που η ίδια η μοναξιά και η αλλοτρίωσή μας γεννούν; Πάνω απ’ όλα όμως, τι είναι η ζωή για εμάς;
Το δεύτερο ερώτημα είναι, θα λέγαμε, πιο συλλογικό και είναι αυτό που μας φέρνει αντιμέτωπους με την αξία και την βαρύτητα των απόψεών μας. Πώς μεταμορφώνουμε τις προσωπικές ρήξεις σε συλλογικά προτάγματα; Πώς διαχέουμε το ελευθεριακό μήνυμα και πως διαποτίζουμε την κοινωνία με τη λύσσα της εξέγερσης; Είναι αυτό κάτι που όντως μας ενδιαφέρει να επιδιώξουμε; Για ποιο λόγο η δική μας πρόσληψη της πραγματικότητας δεν αγγίζει ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας;
Ξεκινώντας από το δεύτερο ερώτημα πρέπει κατ’ αρχάς να τονίσουμε ότι δεν διαθέτουμε βεβαιότητες. Βεβαιότητες διαθέτουν οι εφησυχασμένη και οι παγωμένοι. Αντιπαρατασσόμενοι στην ιδεολογία (και δεν εννοούμε μόνο την κυρίαρχη αλλά κάθε μορφή στεγανοποιημένης αντίληψης του κόσμου που διαθέτει μια οριστικότητα) δεν χρειάζεται και ούτε είναι μέσα στους στόχους μας να κατασκευάσουμε μια πραγματικότητα. Γνωρίζουμε καλά τους περιορισμούς του ίδιου μας του λόγου. Αν σε κάποιο σημεία η προσπάθεια επικοινωνίας με ανθρώπους που ενδιαφέρονται να αλλάξουν τις ζωές τους εκφράζεται μέσω περίπλοκης γλώσσας και νοημάτων αυτό δεν αποτελεί προϊόν σκοπιμότητας ή απόρροια αναζήτησης λογοτεχνικού ύφους, αλλά ανάγκη που πηγάζει από την συνθετότητα της δομής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Άλλωστε η σκέψη και η δράση μας δεν στοχεύουν στο να προσηλυτίσουν (αν θέλαμε κάτι τέτοιο θα μιλούσαμε μόνο το πλατιά ευκατανόητο) αλλά στο να καλέσουν ανθρώπους να συναντηθούν.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί το νιώθει και ο ίδιος, ότι ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας στη συνάντηση ανθρώπων που στοχεύουν στη νόμιμη ή έκνομη αντιθεσμική δράση είναι ο φόβος. Ο φόβος γεννά τις ηθικές αναστολές και την συνεπαγόμενη καθήλωση του σώματος και της συνείδησης, και όχι κάποια αντικειμενική θέαση περί καλού ή κακού. Διδαχές και προτάσεις πάνω στην αντιμετώπιση των φόβων του καθενός φαντάζουν, και συχνά είναι, υπερφίαλες και αλαζονικές. Μάλλον όμως οι φόβοι μας βρίσκονται εκεί για να μας οδηγούν σε επόμενα στάδια ξεπερνώντας τους.
Εκεί που η ατομική ύπαρξη αποκτά νόημα είναι στην κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου και στην αμφίδρομη σχέση του με τον κόσμο. Κατά συνέπεια, η εξέγερση εξαρτάται από τις κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους και από το άτομο ως υλική οντολογική ολότητα. Είναι το αποτέλεσμα της ατομικής αξιοπρέπειας και της αυτόνομης βούλησης αλλά συνάμα και της συλλογικής δύναμης των καταπιεσμένων. Η απαλλοτρίωση του ίδιου του εαυτού και η επανοικειοποίηση της υπό ομηρία κοινωνίας κατακτιέται με την ανάκτηση των υλικών δυνάμεων που κατέχει το κράτος και την καταστροφή του υλικού κόσμου της εξουσίας. Οι ατομικές ρήξεις συλλογικοποιούνται και αποκτούν την δυναμική και την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης κάθε φορά που διαχέεται η προσπάθεια της αυτοοργανωμένης εκτροπής.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα που τέθηκε, για τους γράφοντες αυτoύ του κειμένου, η ανθρώπινη ζωή είναι ένα διαρκές παιχνίδι με τις δυνατότητες (και τις εγγενείς σε αυτήν αντιφάσεις). Η δημιουργία σχέσεων φιλίας και αγάπης που να βασίζονται στην αλληλοβοήθεια, στον αμοιβαίο σεβασμό, στο παιχνίδι, στο δώρο, την διαρκή προσφορά και το μοίρασμα όσο το δυνατόν περισσότερων πραγμάτων, εμπειριών, βιωμάτων και καταστάσεων. Ανθρώπινες σχέσεις ικανές να μεταμορφώσουν την καθημερινότητά μας εδώ, σήμερα επειδή προεικονίζουν την κοινωνία που οραματιζόμαστε και επειδή πλήττουν καίρια την ιδιώτευση και τον ατομισμό. Κοινά ταξίδια, κοινά όνειρα, κοινά γεύματα, κοινά τριπαρίσματα σε παραλίες νύχτες με πανσέληνο, κοινές συζητήσεις, κοινές αποφάσεις, κοινές ρήξεις, κοινές επιθέσεις. Ένα ωραίο βιβλίο, ένα ταξίδι, μοναχικές στιγμές ενδοσκόπησης, μια βόλτα βράδυ στο λόφο του Φιλοπάππου με φίλους, μια νύχτα παθιασμένου έρωτα, ένα μεθύσι, μια εκστατική γιορτή, ένα όργιο βίας στην πόλη. Αυτή είναι η ζωή και αυτές είναι οι δυνατότητές της.
Προτάσσοντας το άμεσο βίωμα στην ψευδαίσθηση της διαμεσολαβημένης εμπειρίας δημιουργούμε, σε πρώτο χρόνο, συνθήκες αυτοπροσδιορισμού που μας μεταμορφώνουν σε δρώντα υποκείμενα ικανά να ορίσουν τον τόπο και τον χρόνο της σύγκρουσης με ό,τι εχθρευόμαστε, θέτοντας εμείς οι ίδιοι τους όρους της ζωής μας. Οικειοποιούμαστε υλικά και χρησιμοποιούμε οτιδήποτε επιθυμούμε, με κριτήριο την συμβολή του στην επίτευξη των στόχων μας. Προωθώντας την διάχυση των ελευθεριακών ιδεών διαμορφώνονται συνθήκες που στοχεύουν στη μεταμόρφωση της ζωής μας με κύριο άξονα μια διαφορετική κατηγοριοποίηση του κόσμου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η κάθε λογής επίθεση (συμπεριφορές, καταστάσεις, δράσεις) που εστιάζει στην κατάλυση της υπάρχουσας κοινωνίας, στην αυτοθέσμιση και την ανάδυση νέων μορφών και δομών σκέψης και οργάνωσης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση κάθε συζήτησης που επιχειρεί να ορίσει τη διαλεκτική σχέση μας με τον κόσμο.
Πιθανότατα, η υπέρβαση του γνωστικού εκείνου χάρτη (οι πολιτισμικές, δηλαδή, κατηγοριοποιήσεις, ο νοηματοδοτήσεις, η ηθική και οι προσλήψεις που δομούν την κοσμοαντίληψή μας) που ο καπιταλισμός – ως θεώρηση του κόσμου και ως τρόπος διάπλασης των κοινωνικών σχέσεων – δημιουργεί και συντηρεί διαχέοντας την ιδεολογία του, θα αποτελέσει επίτευγμα μιας μελλοντικής εποχής, τις συνθήκες της οποίας δεν μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε ή να οραματιστούμε με κάποια ακρίβεια. Θεωρώντας όμως ότι η ζωή βρίσκεται εδώ, τώρα, σήμερα, μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να μεταμορφώσουμε τις συνθήκες τις δικής μας ύπαρξης συμπαρασύροντας μαζί μας εκείνους που αγαπάμε καθώς και αυτούς προς τους οποίους στεκόμαστε αλληλέγγυοι.

κείμενο: 
Κενό Δίκτυο / Εργαστήριο Κοσμο-Πολιτικής Συνείδησης


Latest from Void Network News

Go to Top