Χρησιμοποιούμε αρκετά συχνά στην πολιτική μας ζωή την έννοια της «θεματικότητας». Όταν μια ομάδα ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα, την λέμε «μονοθεματική». Μια ομάδα που ασχολείται με πολλά μπορεί να λέγεται (να την αποκαλούν ή να αυτοαποκαλείται) «πολυθεματική». Ή φτιάχνουμε θεματικές ομάδες εργασίας ή μη για να επιλύσουν/ασχοληθούν με ένα ζήτημα.
Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε όπως έχω ξαναγράψει (εδώ) «δεν είναι κούφιες, είναι ο τρόπος που οργανώνουμε την αντίληψή μας. Και ο τρόπος που οργανώνουμε την αντίληψή μας φτιάχνει το πλαίσιο όπου συγκεκριμένες δυνατότητες εμφανίζονται, ενώ άλλες αποκρύπτονται». Το ίδιο ισχύει και με την έννοια της «θεματικότητας» και θα προσπαθήσω να γράψω για το που νομίζω ότι είναι το πρόβλημα με τη χρήση της έννοιας αυτής και ποια είναι η λύση.
Έστω ότι η πραγματικότητα είναι μια λαχανόπιτα. Ωραία θα ήταν αλλά δεν είναι. Λαχανόπιτα με φύλλο παρακαλώ! Έχει σημασία για να λειτουργήσει το παράδειγμα. Αυτή την λαχανόπιτα την έχουμε κόψει σε κομμάτια. Είναι το κάθε κομμάτι μια θεματική; Νομίζω ότι πολλοί σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Ότι η θεματική είναι ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Καθόλου τυχαία, θα το έχετε παρατηρήσει, χρησιμοποιούμε στον προφορικό μας λόγο την εξής (εκνευριστική) έκφραση «σε αυτό το κομμάτι…, γι’ αυτό το κομμάτι έχω να πω …. κτλ κτλ». Μιλάμε για κομμάτια. Η θεματική εμφανίζεται ως κομμάτι της πραγματικότητας.
Που είναι το πρόβλημα με αυτό; Το πρόβλημα είναι ότι η πραγματικότητα δεν αποτελείται από κομμάτια αλλά από σχέσεις. Όταν την αντιμετωπίζεις ως κομμάτια τότε είναι εύκολο κάποιος να ασχολείται με ένα πράγμα και να μιλάει για το όλον με βάση αυτό το ένα πράγμα βρίζοντας όλους τους άλλους ή συνεργαζόμενος και αναγνωρίζοντας την ανάγκη για καταμερισμό εργασίας στην καλύτερη, να μην ενδιαφέρεται για το σύνολο του αγώνα και άρα να καταλήγει να δίνει έναν συντεχνιακό αγώνα, να υπερασπίζεται τα πολύ ειδικά συμφέροντα μιας μερίδας ανθρώπων και να μην τον ενδιαφέρει ο κοινωνικός μετασχηματισμός γενικά. Δεκτό και σεβαστό αρκεί να το λέει.
Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Θα μπορούσε να είναι αλλιώς αν αντιλαμβανόμασταν την «θεματικότητα» ως μέθοδο προσέγγισης της πραγματικότητας στο σύνολό της. Δηλαδή, το «θέμα» να μην είναι κομμάτι της λαχανόπιτας αλλά φύλλο της. Ένα φύλλο που την διαπερνά στο σύνολό της και εμπεριέχεται σε κάθε στιγμή, έκφανση (κομμάτι αν θέλετε) της πραγματικότητας. Μερικά παραδείγματα.
1. Πετυχημένο παράδειγμα: έμφυλο
Ο φεμινισμός, έτσι όπως τον έχω αντιληφθεί βέβαια, δεν έρχεται να πει ότι σε μια πτυχή της πραγματικότητας οι άντρες εξουσιάζουν και εκμεταλλεύονται τις γυναίκες και άρα ας ανοίξουμε έναν θεματικό αγώνα για να το αντιμετωπίσουμε. Αυτό που υποστηρίζουν κάποιοι δηλαδή όταν μιλάνε για προτεραιότητες και δευτερεύοντα ζητήματα. Ο φεμινισμός ξεκινάει όντως από μια συγκεκριμένη εμπειρία της πραγματικότητας, την γυναικεία εμπειρία και αναδεικνύει την καταπίεση, την εκμετάλλευση και την κακοποίηση που υφίσταντο, ενοποιεί θεωρητικά και πολιτικά αυτή την εμπειρία και εισάγει νέους όρους για να περιγράψει αυτό το σύστημα σχέσεων. Τονίζω το «σύστημα σχέσεων». Του δίνει για παράδειγμα το όνομα «Πατριαρχία» ή για να αναδείξει μια άλλη πτυχή αυτού του συστήματος εκμετάλλευσης χρησιμοποιεί την έννοια της «κουλτούρας του βιασμού». Δεν λέει όμως ότι αυτό το σύστημα σχέσεων, αυτή η εμπειρία της πραγματικότητας είναι ένα κομμάτι της και με αυτό θα ασχολούμαστε ειδικά και κατά περίπτωση. Λέει το εξής γαμάτο: ότι η πατριαρχία διαμεσολαβεί όλη την κοινωνική εμπειρία και όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Αν δούμε έτσι τον φεμινισμό, ως μέθοδο, ως φύλλο που διατρέχει όλη την πίτα, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αντιλαμβανόμαστε κάθε τι – και να δρούμε και με βάση αυτό – ως διαμεσολαβημένο από την έμφυλη σχέση εξουσίας κι εκμετάλλευσης.
Ξεκινάει από μια ειδική εμπειρία – την γυναικεία – κάνει ορατή την έμφυλη εξουσία/εκμετάλλευση και καταλήγει σε μια γενική μέθοδο για να δούμε και γι’ αυτό να αλλάξουμε την πραγματικότητα. Και αυτό όχι μόνο επειδή για την γυναίκα η πατριαρχία διαμεσολαβεί εμφανώς όλες τις κοινωνικές της σχέσεις και την εντελώς καθημερινή της εμπειρία από την γέννηση ως τον θάνατο και από το λεωφορείο ως το σπίτι αλλά επειδή η πατριαρχία διαμεσολαβεί όλες τις κοινωνικές σχέσεις γενικά για όλους. Η Γυναίκα ως καταπιεσμένη από την πατριαρχική πραγματικότητα μας δίνει την μέθοδο για να την αλλάξουμε προς το καλύτερο, προς την ισότητα και την ελευθερία. Και για τους άντρες, για τα παιδιά, για όλη την πραγματικότητα. Ενώ ο Άντρας μας δίνει αιώνες τώρα την μέθοδο για να αναπαράγουμε την πατριαρχική πραγματικότητα. Και αυτός ξέρει ότι η πατριαρχία διαμεσολαβεί όλες τις κοινωνικές σχέσεις.
2. Αποτυχημένο παράδειγμα: μεταναστευτικό
Όταν αναφερόμαστε στο μεταναστευτικό, ακόμα κι όταν είμαστε συνεπείς στην αντικαπιταλιστική μας μέθοδο και το αναλύουμε ως ένα ταξικό ζήτημα, νομίζω ότι το κάνουμε με τον εξής τρόπο. Αρχίζουμε να μιλάμε για «μεταναστευτικό» όταν υπήκοοι κρατών μετακινούνται αναγκαστικά σε άλλα κράτη.
Αυτή η αφετηρία έχει διάφορα προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι ενώ κάνει το ίδιο με τον φεμινισμό – ξεκινάει από μια μερική εμπειρία – δεν παράγει εν τέλει μια γενική μέθοδο για να δούμε την πραγματικότητα. Δεν μετακινούνται όλοι οι άνθρωποι σε άλλα κράτη και άρα το «μεταναστευτικό» θέμα είναι κάτι που αφορά όσους εμπλέκονται με αυτή τη μετακίνηση. Αυτό το πρόβλημα ξεπερνιέται όμως πιο συχνά από τα άλλα, οπότε δεν θα αφιερώσω περισσότερο χώρο.
Το δεύτερο είναι πως κατασκευάζει την εικόνα ενός παθητικού ανθρώπου που μετακινείται σαν έρμαιο της κατάστασης. Είναι αλήθεια προφανώς πως υπάρχει ο καταναγκασμός στον οποίο αναφερόμαστε. Η αιτία της μετανάστευσης είναι η φτώχεια, η ανέχεια, ο πόλεμος και όλα τα κακά του κόσμου. Παρ΄ όλα αυτά η ίδια η ιστορία της μεταναστευτικής εμπειρίας μας δείχνει ότι η μετανάστευση δεν προκαλείται μόνον με έναν αρνητικό καταναγκαστικό τρόπο. Υπάρχει και μια θετική, καταφατική πλευρά. Οι μετανάστες (αν εξαιρέσουμε κάποιες πολύ ακραίες συνθήκες πχ. βομβαρδίστηκε η πόλη σου με πυραύλους) κινητοποιούνται για να ζήσουν καλύτερα, μετακινούνται προς τα κάπου όπου υπάρχει μια υπόσχεση για μια καλύτερη ζωή. Δεν μετακινούνται έτσι άβουλα σαν έρμαια κάποιων ροών. Υπάρχει ένα κίνητρο για μια καλύτερη ζωή. Γνωρίζω με βεβαιότητα από την ελλαδική εμπειρία ότι στις εποχές της μαζικής μετανάστευσης (δεκαετίες ’50 και ’60) μπορεί η φτώχεια και το επίπεδο ζωής να ήταν περίπου ίδιο με το 1890 αλλά τότε οι άνθρωποι δεν φεύγανε για άλλες χώρες. Βασικός λόγος για να φύγουν ήταν επειδή ακούσανε ότι κάπου άλλου είναι καλύτερα (για πολλούς λόγους). Υπάρχει λοιπόν το στοιχείο της υπόσχεσης για μια καλύτερη ζωή, για μια γη της επαγγελίας που είναι σημαντικό και που χάνεται με αυτή την προσέγγιση.
Το τρίτο πρόβλημα είναι πως λαμβάνουμε ως δεδομένη την ύπαρξη του έθνους, του υπηκόου πληθυσμού στην περιφέρεια ενός κράτους ως κάτι ομοιογενές στο οποίο ο μετανάστης είναι ξένος. Ξεχνάμε, δηλαδή, την ταξική ανάλυση και αναγνωρίζουμε την ιδιότητα του ξένου σε κάποιον που δεν ανήκει στο έθνος.
Το μεταναστευτικό ως μέθοδος
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε με βάση αυτά τα σημεία κριτικής είναι τα εξής. Με βάση το πρώτο σημείο, να αντιληφθούμε το μεταναστευτικό ως γενική μέθοδο με την οποία βλέπουμε να ξετυλίγεται η καπιταλιστική πραγματικότητα. Να δούμε πως αυτή η συγκεκριμένη νεωτερική μετανάστευση είναι άρρηκτα συσχετισμένη με τον καπιταλισμό. Ξένος είναι κάποιος εξαρχής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πριν μπει στο χώρο εργασίας (που είναι μόνο για τους έχοντες εργασία), μέσα στο χώρο της εργασίας, στο προϊόν που παράγει και στην σφαίρα της κατανάλωσης/κοινωνικής αναπαραγωγής όπου βρίσκεται ξένος με τους συνανθρώπους του, στην πόλη που ζει που του είναι ξένη, οι ρυθμοί της, οι γείτονες, οι συνάδελφοι κτλ. Η εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων χτίζεται με την συμβίωση και ο καπιταλισμός συστηματικά οργανώνει την κοινωνική ζωή ως μη-συμβίωση. Άρα την μη – εμπιστοσύνη και την ξενότητα.
Με βάση το δεύτερο σημείο να βλέπουμε τα ενεργά κίνητρα του μετανάστη. Ο μετανάστης είναι ένας άνθρωπος με βούληση που επιδιώκει κάτι συγκεκριμένο. Δεν είναι άμοιρος και άβουλος. Αγωνιά και αγωνίζεται, παρεμβαίνει και προσπαθεί με έναν τρόπο που εκκινά μεν από την κάθε φορά ανάγκη (ανάλογα με το ιστορικό επίπεδο αναγκών της κάθε κοινωνίας) αλλά επαναορίζει ο ίδιος με την κίνησή του τις ανάγκες. Για παράδειγμα, σε αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό που θέλει τους εργάτες απλά να επιβιώνουν, ο μετανάστης έχει άλλες επιδιώξεις.
Και με βάση το τρίτο να ξεπεράσουμε την παγίδα του έθνους και να δούμε την μετανάστευση, την ξενότητα ως εγγενές στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης. Το λέει και το σύνθημα: «στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι».
Με όλα αυτά μαζί, το μεταναστευτικό μπορεί να γίνει μια μέθοδος όπου η όλη εμπειρία μας και ιστορία γίνεται κατανοητή με έναν νέο τρόπο. Μερικά παραδείγματα. Η ιστορία της ανάπτυξης του ελληνικού κεφαλαίου και κράτους θα μπορεί να νοηθεί ως ιστορία της μετανάστευσης. Ενώ συνήθως φέρνουμε κοντά τις έννοιες «ελληνικό κεφάλαιο» και «μετανάστευση» όταν μιλάμε για την δεκαετία του ’90 και αρχές του ’00, μπορούμε να διαβάσουμε όλη την ιστορία του 20ου αιώνα ως μια ιστορία μετανάστευσης. Αυτό που ονομάζουμε εσωτερική μετανάστευση (και από την Μικρά Ασία). Οι δεκαετίες του ’20 και του ’30 και οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν τέτοιες. Έτσι, οι εμπειρίες των ανθρώπων μπορούν να ξεπεράσουν το φάντασμα του έθνους, να ενοποιηθούν χωρίς να ταυτιστούν και να μπορούν από κοινού να κατανοήσουν την μεταναστευτική καπιταλιστική πραγματικότητα ως ενιαία και αδιαίρετη. Το σύνθημα που αναφέρω πιο πάνω να γίνει πραγματικό. Ο κόσμος των καπιταλιστών να είναι όντως κάτι ξένο προς εμάς.
Υπάρχει ο κίνδυνος, θα πει κάποιος, να ομογενοποιήσουμε τα βιώματα και τις εμπειρίες και να φτιάξουμε μια σούπα που δε θα αναγνωρίζει την ένταση του βιώματος του μετανάστη από άλλα κράτη. Νομίζω πως όπως με το μάθημα του φεμινισμού μπορούμε να εγγυηθούμε για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου μόνο όταν κρατάμε σταθερά ψηλά το πραγματικό γυναικείο βίωμα, το ίδιο μπορεί να γίνει και σε αυτή την περίπτωση.
3. Κι άλλο αποτυχημένο παράδειγμα: αντισπισισμός
Η αντισπισιστική κριτική πάσχει από τα ίδια προβλήματα. Δεν την οικειοποιούμαστε ως μια μέθοδο αλλά ως ένα μέρος της πραγματικότητας με το οποίο κάποιος μπορεί να επιλέξει να ασχοληθεί και κάποιος μπορεί να επιλέξει να το χλευάσει ως ένα θέμα το οποίο δεν είναι προτεραιότητα σήμερα – οι ίδιες βλακείες που λέγαμε και για τον φεμινισμό.
Επειδή έχω κάποιες σημειώσεις για ένα κείμενο για τον αντισπισισμό ειδικά και επειδή δεν έχω άλλο χρόνο δε θα το αναπτύξω άλλο εδώ και θα σταματήσω να γράφω. Θα τα γράψω στο άλλο κείμενο.
4. Το πιο αποτυχημένο παράδειγμα απ’ όλα: εργατισμός
Γι’ αυτό κι αν δεν έχω χρόνο να γράψω αλλά έχω κάνει κάποιες ταπεινές προσπάθειες σε άλλα κείμενα να αναφερθώ, έστω και πλαγίως, σε αυτή τη μάστιγα. Κείμενα για την ταξική ανάλυση (1, 2, 3).