Στο διάστημα της διακυβέρνησής της, η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και των παρατρεχάμενών της επιχειρεί να προσδώσει ένα «δημοκρατικό» κι «ανθρώπινο» προσωπείο στην αστυνομία. Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει αυτήν την προσπάθεια με αμείλικτο τρόπο. Κάθε κινητοποίηση αντιμετωπίζεται με χημικά και ξυλοδαρμούς, οι μπάτσοι συνεχίζουν να πυροβολούν στους δρόμους (πχ. σύλληψη των καταδιωκόμενων αγωνιστών Σακκά και Σεϊσίδη το καλοκαίρι 2016), ενώ στα τμήματα και στα κέντρα κράτησης μεταναστών τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες (πχ. η εκπαραθύρωση του Pellumb Marnikollaj στο ΑΤ Πατησίων) αποτελούν καθημερινό καθεστώς.
Κάθε κυβέρνηση αξιοποιεί και αναβαθμίζει την αστυνομική βία προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω στο κοινωνικό σώμα και να επιβάλει νέα μέτρα εκμετάλλευσης και υποταγής.
Κάθε απόπειρα ρήξης με τις συνθήκες καταπίεσης και κάθε έμπρακτη άρνηση στην κρατική κυριαρχία έχει να αντιμετωπίσει την ωμή και ένοπλη κρατική βία, της οποίας η νομιμοποίηση αποτελεί κεκτημένο, δομική προϋπόθεση και αυτοσκοπό της ύπαρξης των εξουσιαστικών θεσμών. Όπου επικρατεί μια κατ’επίφαση ειρήνη, η κρατική τρομοκρατία είναι ήδη εγκατεστημένη, επιβάλλοντας μαζικά τη συναίνεση, μέσα από μια ιστορία συσσωρευμένης βίας. Ο αντικατασταλτικός αγώνας αποτελεί βάση, εκ των ουκ άνευ, για τα εγχειρήματα αντίστασης κι αυτοοργάνωσης.
Στις δεδομένες συνθήκες, όπου κάθε απόπειρα αποδέσμευσης από την κρατική κυριαρχία βάλεται κατευθείαν κι ολοκληρωτικά, ο κοινωνικός αγώνας δεν μπορεί παρά να έχει επιθετικά χαρακτηριστικά. Ο πασιφισμός υπηρετεί τον ισχυρό, ανοίγοντας τον δρόμο στην καταστολή. Οι αγώνες μέσα στα πλαίσια της κρατικής νομιμότητας αφυδατώνονται κι αφομοιώνονται από τον ρεφορμισμό. Ειδικότερα σε σχέση με την καταστολή, η ρεφορμιστική στάση απέναντι της, δηλαδή η διεκδίκηση περιορισμών στην αστυνομική αυθαιρεσία, είναι μια φαινάκη που αποσκοπεί στον αφοπλισμό και τελικά στην εξουδετέρωση της αντίστασης.
Στη γειτονιά των Εξαρχείων, τα ρεφορμιστικά ιδεολογήματα επιστρατεύονται για να προταχθεί η καθαρή υποταγή στις κατασταλτικές συνθήκες. Με το πρόσχημα μιας κερδισμένης με αγώνες ή παραχωρημένης από την κυβέρνηση υποχώρησης κάποιων ειδικών μονάδων, οι φιλοκαθεστωτικοί παράγοντες καταγγέλουν όσους αντιστέκονται ως υπεύθυνους για την «επανάκαμψη» της αστυνομικής βίας και για τις συνέπειές της πάνω στη γειτονιά, με κύριο σημείο αναφοράς τον ακατάπαυστο χημικό βομβαρδισμό.
Είναι τα Εξάρχεια μια «όαση» ελευθερίας από την καταστολή; Τίποτα δεν συνηγορεί σ’αυτό, όσο κι αν κραυγάζουν, απ’ τη μια πλευρά ο Τόσκας, η καθεστωτική αντιπολίτευση και τα media, που ζητάνε περισσότερη αστυνόμευση και απ’ την άλλη πλευρά τα φερέφωνα της κυβέρνησης μέσα στη γειτονιά, που διατείνονται ότι η περίοδος της ωμής καταστολής ανήκει στο παρελθόν. Η πολιορκία των Εξαρχείων από κάθε λογής αστυνομικές δυνάμεις εντείνεται ακατάπαυστα. Μετά τον τελευταίο Δεκέμβρη, η επιχείρηση επιβολής της αστυνομοκρατίας αναβαθμίζεται με καθημερινές διελεύσεις, μπλόκα κι ελέγχους μηχανοκίνητων μονάδων και αλλεπάλληλες επεμβάσεις των ΜΑΤ και άλλων μονάδων καταστολής. Όπως γράφαμε μετά την κινητοποίηση της 29 Ιούνη, οι δυνάμεις καταστολής δεν διστάζουν να πνίγουν τη γειτονιά με χημικά, προκειμένου να εξουθενώσουν τους αντιστεκόμενους και να παραμείνουν στο έδαφός μας, αποδεικνύοντας κάθε φορά ότι η κρατική βία δεν έχει κανένα κοινωνικό έρεισμα και είναι διαρκής. Σε καθημερινό επίπεδο, καμία άλλη περιοχή της πόλης ή του ελλαδικού χώρου δεν βρίσκεται περικυκλωμένη και δεν διατρέχεται από τόσες αστυνομικές δυνάμεις όσες τα Εξάρχεια.
Η συνύπαρξη με τη βία, την καθημερινή εποπτεία και τη διαρκή απειλή της καταστολής, ότι σημαίνει μια αστυνομία, αποτελεί μια κανονικότητα μη αποδεκτή. Η αντίσταση στον διαρκή κίνδυνο μιας ολοκληρωτικής δυστοπίας είναι συνεχής. Όλο αυτό το διάστημα στα Εξάρχεια, συνεχίζονται με επιμονή οι επιθέσεις στις αστυνομικές δυνάμεις που επιχειρούν να εγκατασταθούν μόνιμα μέσα στη γειτονιά. Σταθερό σημείο αναφοράς του αντικατασταλτικού αγώνα έχουν γίνει οι συχνές επιθέσεις στα σημεία που στρατοπεδεύουν τα ΜΑΤ.
Οι τελετουργικές συμπλοκές αποτελούν μια πλούσια διεργασία του εξεγερσιακού αγώνα με ιδιαίτερη σημασία. Κατά βάση αποτελούν μια πραγματική εκδήλωση της μαχητικής αντίστασης. Η δυνατότητα της σύγκρουσης γίνεται βιωματική εμπειρία, διαμορφώνοντας ένα πρωταρχικό κέλυφος για την υλοποίηση του απελευθερωτικού φαντασιακού. Οι στιγμές αυτής της εμπειρίας αποτελούν τόπους συνάντησης και πολιτικής ζύμωσης. Για τους καταπιεσμένους, αυτή η ανοιχτή δυνατότητα αντιπαράθεσης με την καταστολή αποτελεί δημιουργική διέξοδο και εξελικτικό στάδιο, ακόμα κι όταν απουσιάζει μια οργανωμένη στρατηγική. Ταυτόχρονα, η δυνατότητα σύγκρουσης έρχεται στο προσκήνιο και επικοινωνείται πέρα από το χωροχρονικό σημείο εκδήλωσής της. Η στήριξη, η διάδραση και η συμβολή στην εξέλιξη αυτών των συγκρούσεων σε μια συνολική απελευθερωτική προοπτική αποτελούν ευθύνη των οργανωμένων αγωνιστών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημασίας των τελετουργικών συμπλοκών αποτελεί η αντίστοιχη πρακτική στα κατεχόμενα της Παλαιστίνης, η οποία εκδηλώνεται σε εβδομαδιαία βάση και εντάσσεται μέσα στις πάγιες τακτικές όλων των αντιστασιακών οργανώσεων.
Να επισημάνουμε ότι οι πολέμιοι της τελετουργικής σύγκρουσης, που συνήθως καταγγέλουν ένα αόριστο φετιχισμό της βίας, είναι αυτοί που αποσιωπούν τα πολιτικά χαρακτηριστικά και τη δυναμική της. Κι ίσως είναι οι μόνοι που βλέπουν την αντιβία αποσπασματικά, απολίτικα και αντιιστορικά, έξω από οποιαδήποτε κοινωνικοπολιτική αναφορά.
Παρόλη την προπαγάνδα της συγκεκαλυμένης συνθηκολόγησης, οι δομές αυτοοργάνωσης έχουν ριζώσει πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης. Τα Εξάρχεια αποτελούν χώρο αυτοοργάνωσης και πραγμάτωσης ενός κόσμου ενάντια στον κόσμο της κυριαρχίας επειδή παραμένουν εστία εξέγερσης. Και γι’ αυτό η εξουσία με κάθε της πρόσωπο προσπαθεί ν’ απομονώσει αυτή τη γειτονιά.
Από την άλλη, ορισμένοι σήμερα προτάσσουν την «απομόνωση αυτού του μητροπολιτικού φαινομένου». Τι σημαίνει αυτή η «απομόνωση»; Να αποκοπούν από το σώμα της γειτονιάς και του κινήματος όσοι μάχονται έμπρακτα την καταστολή και να εκτεθούν στη βία της. Η χειρότερη συνέπεια αυτής της τακτικής είναι η μετατροπή του συνόλου σε παθητικό αποδέκτη της υφιστάμενης πραγματικότητας, διαλύοντας τις βάσεις αντίστασης. Να εξαφανιστούν τα δρώντα υποκείμενα και να πάρουν τη θέση τους οι επαγγελματίες εναλλακτικοί και οι χομπίστες, πλάι στους παραγοντίσκους, μέσα στα νταραβέρια του ελέγχου και των αγορών, των θεσμών και των μαφιών.
Οι δοσιλογικές οργανώσεις που λένε ότι υπάρχει καταστολή, αλλά όχι στα Εξάρχεια κι ότι πρέπει να αγωνιστούμε απέναντί της, αλλά όχι στα Εξάρχεια, αφορίζουν το θεμελιακό στοιχείο του αντικατασταλτικού αγώνα, τη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, επιδιώκοντας να διαλύσουν τις βάσεις κάθε αντίστασης. Γι’ αυτό και δεν συμπαρατάσσονται σε κανένα μαχητικό αγώνα.
Η αντιεξεγερτική προπαγάνδα αποτελεί απόρροια οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και δεσμών. Ως τέτοια, πρέπει να μην γίνεται αντιληπτή σαν μια άποψη μέσα στο κίνημα, ούτε καν σαν κοινωνικός συντηρητισμός, αφού έρχεται να εξωραΐσει την αντικοινωνική βία των κατασταλτικών μηχανισμών. Πρόκειται για οργανωμένη αρωγή στις κρατικές απόπειρες ερημοποίησης του δημόσιου εδάφους κι ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Το Σάββατο 26 Αυγούστου κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μικρής έκτασης γύρω από το Πολυτεχνείο, μερικά δακρυγόνα που ρίχτηκαν μέσα στην πλατεία Εξαρχείων, έγιναν η αφορμή για να ξεσηκωθεί ένα πλήθος ανθρώπων, επισκεπτών και κατοίκων, ντόπιων και μεταναστών. Επί ώρες ένα οργισμένο σώμα μετακινούταν από σημείο σε σημείο εκεί που στέκονταν οι κρατικοί δολοφόνοι, αντεπιτιθέμενο με τα στοιχειώδη μέσα που είχε στη διάθεσή του. Αυτό το πρόσφατο γεγονός δείχνει τη δυναμική της διαρκούς αντίστασης. Η πραγματικότητα του κοινωνικού αναβρασμού απογυμνώνει ολοκληρωτικά τα ψευδοεπιχειρήματα των δοσίλογων. Η κοινωνική ιστορία θυμάται αυτούς που εξωραΐζουν την καταστολή, σαν ποταπό ανάχωμα μπροστά στο ποτάμι της οργής.
Με το μαχητικό αγώνα υπερασπιζόμαστε τους δημόσιους τόπους
Συνέλευση Ενάντια στην Αστυνομική Κατοχή