Θυμόμουνα το όνομα αυτής της μπάντας, θυμόμουν ότι είχα ακούσει κάτι από αυτούς που ήταν της προκοπής αλλά τι και γιατί ιδέα δεν είχα – τόσο πολύ αχταρμάς έχουν γίνει μουσική, είδη, ονόματα και δίσκοι στο μυαλό μου.
Όταν έκατσα λοιπόν να ακούσω το τρίτο τους album δεν ήξερα τι να περιμένω. Και η αρχή δεν με εντυπωσίασε, τολμώ να πω. Ένα πιανάκι με μια δυστοπική μελαγχολία, μια αόριστη μελωδία, κάποια σκόρπια και κάπως νυσταγμένα λόγια από πάνω – κάτι που έχουμε ακούσει μυριάδες φορές και έχει αρχίσει κάπως να με κουράζει. Μόλις όμως ξεκίνησε το δεύτερο κομμάτι, ε, δυνάμωσα την ένταση και έκατσα προσεκτικά να ακούσω την συνέχεια. Δύσκολα μπορώ να κατηγοριοποιήσω τους Liberez και ακόμη πιο δύσκολα να περιγράψω αυτό που κάνουν. Άλλοτε ένα οργανικό ambient, άλλοτε ένα σκληρό industrial noise, άλλοτε κάποιοι tribal υπνωτιστικοί ρυθμοί. Το κάθε κομμάτι είναι αρκετά ξεχωριστό και μοναδιαίο. Ο δίσκος μοιάζει να είναι ένας πειραματισμός, ένα συνονθύλευμά ιδεών που όμως στην πορεία μετατράπηκε σε μια προσεγμένη παραγωγή με καλοδουλεμένα σημεία.
Το ξέρω, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρα αυτά που γράφω, γι’ αυτό θα το πάρω διαφορετικά. Όλος ο δίσκος απαρτίζεται από σπασμένες μελωδίες (που σπάνια διαρκούν πολύ) πάνω σε ράθυμους ρυθμούς, αρκετά εφιαλτικούς και αρκετά υπνωτιστικούς. Θόρυβοι και drones από πνευστά και κιθάρες χτίζουν εδώ και ΄κει κάποια επιθετικά κύματα που έρχονται και παρέχονται πάνω σε αυτή τη θάλασσα των μονολιθικών tribal ρυθμών, που από μόνοι τους βγάζουν κάτι το industrial. Ο ήχος θυμίζει κάτι από Throbbing Gristle και κάτι από Cut Hands, μα ταυτόχρονα υπάρχουν σημεία με πνευστά και έγχορδά που παραπέμπουν σε κάτι πιο ορχηστρικό, δίχως ποτέ να χάνεται αυτή η σκοτεινή και δυστοπική ατμόσφαιρα.
Έγινα πιο σαφής; Αμφιβάλλω. Κατεβάστε λοιπόν το album ή αγοράστε το (τι είπα τώρα, ε;), ακούστε και κρίνεται μόνοι σας – το σίγουρο είναι ότι δεν θα χάσετε.
Όταν έκατσα λοιπόν να ακούσω το τρίτο τους album δεν ήξερα τι να περιμένω. Και η αρχή δεν με εντυπωσίασε, τολμώ να πω. Ένα πιανάκι με μια δυστοπική μελαγχολία, μια αόριστη μελωδία, κάποια σκόρπια και κάπως νυσταγμένα λόγια από πάνω – κάτι που έχουμε ακούσει μυριάδες φορές και έχει αρχίσει κάπως να με κουράζει. Μόλις όμως ξεκίνησε το δεύτερο κομμάτι, ε, δυνάμωσα την ένταση και έκατσα προσεκτικά να ακούσω την συνέχεια. Δύσκολα μπορώ να κατηγοριοποιήσω τους Liberez και ακόμη πιο δύσκολα να περιγράψω αυτό που κάνουν. Άλλοτε ένα οργανικό ambient, άλλοτε ένα σκληρό industrial noise, άλλοτε κάποιοι tribal υπνωτιστικοί ρυθμοί. Το κάθε κομμάτι είναι αρκετά ξεχωριστό και μοναδιαίο. Ο δίσκος μοιάζει να είναι ένας πειραματισμός, ένα συνονθύλευμά ιδεών που όμως στην πορεία μετατράπηκε σε μια προσεγμένη παραγωγή με καλοδουλεμένα σημεία.
Το ξέρω, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρα αυτά που γράφω, γι’ αυτό θα το πάρω διαφορετικά. Όλος ο δίσκος απαρτίζεται από σπασμένες μελωδίες (που σπάνια διαρκούν πολύ) πάνω σε ράθυμους ρυθμούς, αρκετά εφιαλτικούς και αρκετά υπνωτιστικούς. Θόρυβοι και drones από πνευστά και κιθάρες χτίζουν εδώ και ΄κει κάποια επιθετικά κύματα που έρχονται και παρέχονται πάνω σε αυτή τη θάλασσα των μονολιθικών tribal ρυθμών, που από μόνοι τους βγάζουν κάτι το industrial. Ο ήχος θυμίζει κάτι από Throbbing Gristle και κάτι από Cut Hands, μα ταυτόχρονα υπάρχουν σημεία με πνευστά και έγχορδά που παραπέμπουν σε κάτι πιο ορχηστρικό, δίχως ποτέ να χάνεται αυτή η σκοτεινή και δυστοπική ατμόσφαιρα.
Έγινα πιο σαφής; Αμφιβάλλω. Κατεβάστε λοιπόν το album ή αγοράστε το (τι είπα τώρα, ε;), ακούστε και κρίνεται μόνοι σας – το σίγουρο είναι ότι δεν θα χάσετε.
((E A R))
((E Y E))