Η αλήθεια είναι ότι βάση των όσων βλέπουμε στους δέκτες μας και διαβάζουμε στα ΜΜΕ, έχει σίγουρα επέλθει αρκετή πρόοδος σε διάφορα θέματα, και αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι στην πλειοψηφία των θεμάτων η διαπραγμάτευση γίνεται από τους ίδιους τους ηγέτες, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις (τουλάχιστον αυτό αφήνεται να φανεί). Υπάρχουν όμως δυστυχώς και τα θέματα που χωρίς τη συγκατάθεση των «δυνατών παικτών» όπως της Τουρκίας και της Ελλάδας, καθώς και ενός φάσματος πιο δυνατών συμφερόντων, δεν κινείται φύλλο.
Η κινητικότητα που αναπτύχθηκε στο Κυπριακό συνιστά μια φωτεινή αναλαμπή σε ένα όλο και πιο σκοτεινό σκηνικό. Οι θιασώτες των τετελεσμένων που προέβλεπαν ναυάγιο εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Οι δήθεν εθνικές τους ευαισθησίες είναι προσχηματικές και επικίνδυνες. Τα αποτελέσματα των συνομιλιών στο Μοντ Πελεράν και στη Γενεύη κατέδειξαν ότι ο μόνος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι ο τορπιλισμός των κοινών προσπαθειών από επιπόλαιες και απαίδευτες ενέργειες, ιδιαίτερα όταν προέρχονται εκτός του Νησιού.
Στη Γενεύη τις προηγούμενες ημέρες επιτεύχθηκε μια σημαντική νίκη για την τουρκοκυπριακή/τουρκική πλευρά και ταυτόχρονα ήττα για την ελληνοκυπριακή/ελληνική. Μια νίκη/ήττα αντίστοιχα που έπρεπε πάση θυσία να έχει αποφευχθεί από τη δική μας πλευρά: ο Πρόεδρος Αναστασιάδης προσφωνήθηκε όχι ως ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά σαν «η Αυτού Εξοχότης». Σαν αρχηγός της «ελληνοκυπριακής κοινότητας». Το επίσημα και καθολικά αναγνωρισμένο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέστη σαν «ελληνοκυπριακή κοινότητα», παρά το γεγονός ότι η διάσκεψη αυτή έγινε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αναγνωρισμένο μέλος του οποίου αποτελεί η Κυπριακή Δημοκρατία - σε αντίθεση με το ψευδοκράτος.
Την ανελαστικότητά της η τουρκική πλευρά φρόντισε και μετά τη λήξη των συνομιλιών, να καταστήσει απολύτως σαφή, με προκλητικές δηλώσεις του Προέδρου Ερντογάν και παρεμφερείς δηλώσεις του κ. Ακιντζί που ακολούθησαν. Στην πραγματικότητα, αυτό που αναδείχθηκε στις συνομιλίες είναι ότι τα ουσιαστικά προβλήματα συνεχίζουν να «κρύβονται κάτω από το χαλί», για χάρη μιας εξωραϊσμένης εικόνας, δέσμια της οποίας κινδυνεύει να καταστεί η Ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η περίπτωση της Συρίας, πέραν από τραγική με την κυριολεκτική έννοια του όρου, είναι και χαρακτηριστική στο πώς δρουν στο διεθνές σύστημα χώρες οι οποίες αξιώνουν να αναβαθμίσουν, με κάθε μέσο, τη θέση τους στον περιφερειακό καταμερισμό ισχύος. Αναμφίβολα οι αραβικές εξεγέρσεις, πτυχή των οποίων ήταν και η προσπάθεια ανατροπής του Μπασάρ Αλ-Άσαντ (Bashar al-Assad), είχαν και ενδογενή αίτια, απόρροια του καθεστωτικού και αντιδημοκρατικού τρόπου διακυβέρνησης στα συγκεκριμένα κράτη. Παράλληλα όμως, σημαντικό ρόλο για την εκδήλωση των αντικαθεστωτικών κινημάτων στις αραβικές χώρες διαδραμάτισαν και εξωγενείς παράγοντες˙ οι συγκλίσεις συμφερόντων και οι κοινές δράσεις τρίτων δρώντων συνέβαλαν στην επιδείνωση της δυσειδούς κατάστασης στη Συρία.
Οι προτεινόμενες λύσεις είναι κάτι περισσότερο από καταστροφικές: Η Κυπριακή Δημοκρατία θα υποκατασταθεί από ένα κρατίδιο ελεγχόμενο από την Τουρκία (παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, εκ περιτροπής προεδρία, αδυναμία λειτουργίας του κράτους εξαιτίας του όρου της υποχρεωτικής συμφωνίας των τουρκοκυπρίων, δηλαδή της Τουρκίας σε οποιαδήποτε απόφαση). Ταυτόχρονα δε, με τη λήξη του καθεστώτος των εγγυήσεων που θα ισχύει μονομερώς και μόνο για την Ελλάδα, θα αποκοπεί οριστικά ο κυπριακός ελληνισμός από το ελλαδικό κράτος. Και έτσι, οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο θα έχουν πετύχει μια πρωτοφανή αυτοχειρία.
Στην πραγματικότητα η Μεγαλόνησος μετά την κατοχύρωση της Κυπριακής Δημοκρατίας υπήρξε θύμα μιας ανελέητης «σύγκρουσης εθνικισμών». Σύγκρουσης που αντιστρατευόταν την αυθυπαρξία και την ανθεκτικότητά της. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τη δεκαετία του '60 και μετά ήταν φυσικό να πλήξουν καίρια την υπόστασή της με αποκορύφωμα την εισβολή του 1974. Ο τουρκικός επεκτατισμός από τη μια και οι κορώνες περί «δεύτερου ελληνικού κράτους» από την άλλη διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η εκατέρωθεν καλλιέργεια εθνικών φαντασιώσεων στάθηκε τροχοπέδη για την αρμονική συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Κυπριακό, με κάποιες συγκλίσεις στo Μοντ Πελεράν και την αμφιλεγόμενη επιτάχυνση των διαδικασιών που αποφασίστηκε στο δείπνο των δύο ηγετών στις 01.12.2016, επαναφέρουν στο προσκήνιο το Κυπριακό. Σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν και τον υπάρχοντα προγραμματισμό, στις 09.01.2017 ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Ακιντζί θα συναντηθούν στην Γενεύη, στις 11.01.2017 θα δοθούν από τις δύο πλευρές χάρτες επί του εδαφικού και στις 12.01.2017 θα ξεκινήσουν παράλληλα οι συζητήσεις για τις εγγυήσεις και την ασφάλεια, με την επιπρόσθετη συμμετοχή των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας), ενώ πιθανότατα η Ε.Ε. θα παρευρίσκεται ως παρατηρητής.
Οι άγονες συνθήκες που διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες επέτρεψαν στους αποκαλούμενους «απορριπτικούς» να δημιουργήσουν κλίμα φόβου, ανασφάλειας και αβεβαιότητας στην ελληνοκυπριακή και ελλαδική κοινή γνώμη. Εξ ου και το σχέδιο Ανάν ενοχοποιήθηκε. Πρωτίστως, από εκείνους που σε Κύπρο και Ελλάδα ασπάζονται τη θεωρία ότι το σημερινό στάτους είναι καλύτερο από την οποιαδήποτε λύση. Οι θιασώτες της μάλιστα πέτυχαν κάτι σημαντικό: στοχοποίησαν όλους όσοι έχουν τη βούληση και το σθένος να εργαστούν για να αρθεί η διχοτόμηση. Ταυτόχρονα, κατέστησαν το Κυπριακό αντικείμενο σκιαμαχιών για μικροπολιτικά οφέλη στην εσωτερική σκηνή.
Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, προσεκτική ανάλυση γεγονότων, προσεκτική λήψη αποφάσεων και δράση με πρωταρχικό μέλημα την εξυπηρέτηση των δικών της εθνικών συμφερόντων. Οι Ρωσικές σχέσεις και με τις δύο χώρες είναι διαχρονικά καλές, αν εξαιρεθεί η περίοδος κατάρριψης του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους απο την Τουρκία. Παρόλα αυτά, η Ρωσία δεν έχει λάβει ποτέ σκληρή θέση έναντι της Τουρκίας για το θέμα της Κύπρου, με εξαίρεση την περίπτωση του 1964, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ απέστειλε επιστολή στον Ισμέτ Ινονού λόγω της απειλής απόβασης στη Κύπρο. Αλλά γιατί η Ρωσία επιλέγει να τηρεί σιγή ιχθύος για το Κυπριακό;
Η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά χρειάζεται να διαθέτουν κοινές προσεγγίσεις στα μείζονα ζητήματα του Κυπριακού. Το σημαντικότερο είναι να αναζητήσουν ισχυρούς υποστηρικτές των θέσεων και των απόψεών τους εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξεύρεση λύσης για το καίριο θέμα της ασφάλειας δεν θα επιτευχθεί με την αμετακίνητη προσήλωση στις συμφωνίες του 1960. Ούτε με την πλήρη κατάργηση κάθε ρήτρας ασφάλειας. Αντίθετα η Κύπρος, ως πλήρες μέλος της ΕΕ, έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, προσδίδοντάς του ουσιαστικό περιεχόμενο. Έτσι, θα εμπεδωνόταν και το αίσθημα ασφάλειας σε όλους τους πολίτες, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συσχετισμών, στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 15.12.2016, αναμένεται να μην αποφασιστεί η αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας - Ε.Ε., παρά την διαπιστούμενη μη ικανοποίηση από την Τουρκία των κριτηρίων της Κοπεγχάγης (που αποτελούν προϋπόθεση για την ένταξη μιας χώρας στην Ε.Ε.), την πρόσφατη και με συντριπτική πλειοψηφία συμβουλευτική απόφαση της Ευρωβουλής και τον ανελέητο διωγμό δασκάλων, δικαστικών, επιχειρηματιών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, Κούρδων και των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων, πλην του ακροδεξιού MHP.
Διαβάζοντας το βιβλίο: «Το στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» του καθηγητού, πρώην υπουργού εξωτερικών και πρωθυπουργού της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, γίνεται αμέσως κατανοητός, ο τρόπος που προσεγγίζει η κυρίαρχη τουρκική πολιτική ελίτ το κυπριακό ζήτημα. Αφού αναλύει την γεωπολιτική σπουδαιότητα της Μεγαλονήσου καταλήγει στο συμπέρασμα πως η Κύπρος δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να εμπέσει στην κατηγορία των χωρών στις οποίες δύναται να εφαρμοστεί το δόγμα «μηδενικών προβλημάτων», δηλαδή της αποδοχής από τις όμορες χώρες των βασικών στρατηγικών στοχοθεσιών της Άγκυρας, με αντάλλαγμα ειρηνικές διμερείς σχέσεις.
Ναι, φαίνεται πως η Κύπρος και η προοπτική επανένωσής της, μπορεί ν' αποδειχθεί το πρώτο θύμα. Το πρώτο θύμα των «αναθεωρητικών» ιδεοληψιών και των αυτοκρατορικών φαντασιώσεων του Ταγίπ Ερντογάν. Καθώς εκεί που ονειρεύεται τα «σύνορα της καρδιάς του» δεν αποκλείεται να βλέπει ως πρώτη (και εύκολη;) προσέγγιση των επιδιώξεών του το μαρτυρικό νησί. «Δε μπορεί να χρησιμοποιείται σημαία με ενιαία την Κύπρο», είπε πολύ πρόσφατα ο χαρακτηριστικά απρόβλεπτος τούρκος Πρόεδρος. Για να συμπληρώσει με την απειλή πως «έτσι κι αλλιώς θα το καταλάβουν και θα το μάθουν». Πιο ευθεία και πιο θρασεία απειλή δε θα μπορούσε να διατυπωθεί.
Ποια θα πρέπει να είναι όμως τα κριτήρια αξιολόγησης; Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η σημερινή, δυσμενής για τον ελληνισμό, κατάσταση στην Κύπρο είναι αποτέλεσμα ήττας σε πολεμική σύγκρουση και οτιδήποτε χάνεται σε ένα πόλεμο δε μπορεί να επανακτηθεί πλήρως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ασφαλώς η ιδανική (και «δίκαιη») λύση για τον ελληνισμό είναι η επιστροφή μεγάλου μέρους των κατεχομένων εδαφών, η πλήρης απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων των εποίκων και η πλήρης κατάργηση των εγγυήσεων. Και μηδενική τουρκική επιρροή στην Κύπρο. Το να πιστεύεις όμως στον Άγιο Βασίλη μετά την ηλικία των επτά ετών είναι κάπως ανησυχητικό.
Αρκούν όμως μόνο η επιθυμία και η καλή διάθεση; Έχει νόημα μια Χ λύση στο Κυπριακό που θα καταστήσει ευτυχείς διάφορους εξωγενείς παράγοντες, αλλά θα υποτιμήσει την έννοια του δικαίου που πρέπει να κυριαρχεί σε κάθε διεθνή συμφωνία; Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να συνεκτιμηθεί και το κόστος της μη λύσης του κυπριακού. Το κόστος αυτό ισχυρίζονται ότι θα αφορά στη σχέση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφενός και τον διεθνή παράγοντα υπό τις όποιες οργανωμένες μορφές του. Οι θεωρίες αυτές αποτελούν βεβαίως μοχλό πίεσης προς την ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία άλλωστε θα υποστεί πρώτη τις συνέπειες μιας μη δίκαιης λύσης.