Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αποστροφή - μακροπρόθεσμα - της ομιλίας της κ. Μέι (και σίγουρα η πλέον πολιτική) ήταν στην αρχή της ομιλίας της, όταν θέλησε να ερμηνεύσει τις αιτίες της νίκης του Brexit στο δημοψήφισμα. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε κάποιους λόγους που έχουν να κάνουν ειδικά με την ιστορική εξέλιξη της χώρας: «πολλοί στη Βρετανία πάντα πίστευαν ότι η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εις βάρος της διεθνούς μας θέσης», «οι πολιτικές μας παραδόσεις είναι διαφορετικές: δεν έχουμε γραπτό σύνταγμα, η κοινοβουλευτική κυριαρχία είναι η βάση του συνταγματικού μας συστήματος». Άλλοι λόγοι ωστόσο μπορούν να αναχθούν σε μια ιδεολογική απόρριψη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση προς και από την Ε.Ε. αυτή θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι το 2020, οπότε τελειώνουν οι αγροτικές επιδοτήσεις και τα διάφορα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα. Σε σχέση με την Ελλάδα, η υποτίμηση της λίρας αναμένεται να πλήξει τον τουρισμό και τις εξαγωγές. Οι Έλληνες φοιτητές θα κληθούν να καταβάλουν αυξημένα δίδακτρα, ενώ η εγκατάσταση και η εύρεση εργασίας για όσους σκοπεύουν να μεταναστεύσουν στη Μεγάλη Βρετανία καθίσταται σαφώς δυσκολότερη. Αβεβαιότητα, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, θα αντιμετωπίσουν και οι Έλληνες επιχειρηματίες και εφοπλιστές.
Αν έβλεπε κανείς μόνο τα πρώτα 3/4 της ομιλίας, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι επρόκειτο για μια απολογητική ομιλία. Μια προσπάθεια να εξηγηθεί γιατί φτάσαμε στο Brexit με αναφορές στην ιδιαίτερη κουλτούρα της χώρας και την ιστορική της προδιάθεση να απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Σε ορισμένα σημεία ζήτησε σχεδόν κατανόηση. Δεν ήταν όμως έτσι. Η Tερέζα Μέι χρησιμοποίησε τη διαπραγμάτευση αποχώρησης από τις Βρυξέλλες για να πείσει το εσωτερικό της ακροατήριο ότι έχει σχέδιο για την επόμενη ημέρα.
Η Μέι θέλει να κρατήσει το ελεύθερο εμπόριο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και φτάνει μέχρι τις «κομψές απειλές να καταστήσει το μεγάλο νησί το νέο φορολογικό παράδεισο στις παρυφές της Ευρώπης» σε περίπτωση που οι Ευρωπαϊκές χώρες δεν συνειδητοποιήσουν ότι είναι προς το συμφέρον τους. Tαυτόχρονα θέλει να περιορίσει τη μετανάστευση από την Ευρώπη, να σταματήσει να συνεισφέρει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και να υπογράψει δικές της συμφωνίες με άλλα κράτη. Σίγουρα σε αυτές τις αποφάσεις έχει συμβάλει και η ρητορική του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που ενθαρρύνει το Brexit υποσχόμενος μία άμεση νέα, ξεχωριστή εμπορική συμφωνία με το Λονδίνο.
Θα πάρει πολύ καιρό μέχρι να αποσαφηνιστούν οι λεπτομέρειες του Brexit. Λίγα θα συμβούν πριν τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές. Τα πρώτα στάδια των διαπραγματεύσεων ίσως θα αρκεστούν στο να επικεντρωθούν στην υλικοτεχνική υποστήριξη και στο αντιφατικό ζήτημα της συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Οι συζητήσεις για μια μεταβατική περίοδο ίσως να μην ξεκινήσουν καν αυτή τη χρονιά. Η νέα εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. θα πρέπει πιθανότατα να περιμένει μέχρι το 2019 και μπορεί να πάρει το ελάχιστο πέντε χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί.
Κάθε φορά που ο «λαϊκισμός» του αντιπάλου καθίσταται αντικείμενο επίκλησης, κατ' ουσίαν εκδιπλώνεται υπορρήτως η εξής αφήγηση: η θέση του αντιπάλου είναι «λαϊκιστική» διότι χαϊδεύει αφτιά, βασίζεται σε ψεύδη ή μισές αλήθειες και αποκρύβει τα δεδομένα, δομείται πάνω σε μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό που καθιστά την θέση ή την συμπεριφορά του αντιπάλου «λαϊκιστική» είναι ακριβώς το γεγονός πως αρνείται την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της δικής μου πολιτικής πρότασης--δηλαδή, την «πραγματικότητα». Η πολιτική μου θέση δεν είναι μία από τις πολλές ενδεχόμενες πολιτικές θέσεις, την οποία εγώ προκρίνω έναντι των υπολοίπων, δεν είναι ένα «δέον γενέσθαι» ανάμεσα σε άλλα αντιπροτεινόμενα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη κινδυνεύουν περισσότερο από τις ακραίες και λαϊκιστικές παρατάξεις των άλλων χωρών, που ζητούσαν έξοδο από την Ευρωζώνη αρκετά πριν το βρετανικό δημοψήφισμα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγορές έχουν αρχίσει να επικεντρώνονται στις εκλογές της Γαλλίας και πιθανότατα της Ιταλίας το 2017. Έχοντας «καεί» από τα πολιτικά ρίσκα αυτής της χρονιάς, οι επενδυτές δεν έχουν την πολυτέλεια να τα αγνοήσουν την ερχόμενη χρονιά.
Το ζήτημα που πράγματι τίθεται με τις τρεις πρόσφατες λαϊκές ετυμηγορίες δεν είναι τόσο η αποπομπή των ελίτ από την εξουσία, όσο κυρίως η αλλαγή πλεύσης. Εάν η παγκοσμιοποίηση αποτελεί κάποιον αξεπέραστο ορίζοντα, τα Κράτη Έθνη και τα δημοκρατικά συστήματα δεν ειναι λιγότερο αξεπέραστα, καθότι τα τελευταία αποτελούν τους αναγκαστικούς και απαρακάμπτους πυλώνες, άνευ των οποίων κανένα παγκόσμιο σύστημα δεν εξασφαλίζει την σταθεροποίηση του. Αυτή η στοιχειώδης διαπίστωση δεν αποδυναμώνει τα δημοκρατικά συστήματα, αλλά αντιθέτως τα ενισχύει απέναντι στις επερχόμενες υποχρεώσεις τους.
Οι αναμετρήσεις της περασμένης Κυριακής στην Αυστρία και την Ιταλία μπορεί να θεωρηθούν το ξεκίνημα μιας πολιτικής αναμέτρησης που θα κορυφωθεί στις δύο χώρες το 2018. Μεσολαβούν οι βουλευτικές εκλογές στην Ολλανδία τον Μάρτιο του 2017, οι προεδρικές και οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία τον Απρίλιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2017 και οι βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2017. Έχουμε μπει σε περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων, μέσα από τις οποίες θα προκύψει ένα νέο πολιτικό τοπίο. Προς το παρόν η πολιτική αστάθεια στέκεται εμπόδιο στην κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της Ε.Ε.
Η Ελλάδα έχει περάσει δύσκολα, έχει υποφέρει από κάθε είδους αποτυχία σε κυβερνητικό και στρατηγικό επίπεδο, όμως το πιο σημαντικό εμπόδιο για την αλλαγή είναι ο παλιός τρόπος σκέψης. Το σκάνδαλο των υψηλών ποσοστών ανεργίας, ειδικά στους ταλαντούχους νέους, η μάστιγα του χρέους σε μια μάταιη προσπάθεια να διατηρηθεί ένα αποτυχημένο status quo και η καθημερινή ανησυχία για επιβίωση, είτε σε προσωπικό είτε σε κυβερνητικό επίπεδο, είναι το μεγάλο πρόβλημα. Απαιτούνται συνεπείς δράσεις που θα αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού.
Μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit και την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, με ποιον άλλο τρόπο θα εκδηλωθεί το διεθνές ντόμινο του λαϊκισμού; Την απάντηση θα έχουμε πιθανότατα αυτή την Κυριακή. Στην Ιταλία πραγματοποιείται δημοψήφισμα για την έγκριση της αναθεώρησης του Συντάγματος που προτείνει ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός κ. Ρέντσι. Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και επικρατήσει το «όχι» είναι πολύ πιθανό να παραιτηθεί η κυβέρνηση Ρέντσι και να πάρουν την πρωτοβουλία κινήσεων οι δεξιοί και ακροδεξιοί λαϊκιστές του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας του Βορά.