«Όταν η αμάθεια κυριαρχεί στην κοινωνία κι η αταξία στα μυαλά των ανθρώπων, οι νόμοι πολλαπλασιάζονται, η νομοθεσία προσδοκάται να τα κάνει όλα, κι ενώ κάθε καινούργιος νόμος είναι ένα νέο στραβοπάτημα, οι άνθρωποι οδηγούνται συνεχώς στο ν’ απαιτούν απ’ αυτόν ό,τι μπορεί να προκύψει μονάχα από τους ίδιους, από την δική τους εκπαίδευση και την δική της ηθική». Δεν είναι επαναστάτης αυτός που τα λέει αυτά ούτε έστω ένας μεταρρυθμιστής. Είναι ο νομικός Dalloy, συγγραφέας της συλλογής του Γαλλικού δικαίου που είναι γνωστή σαν «Ευρετήριο της Νομοθεσίας». Κι όμως, μολονότι αυτές οι γραμμές γράφτηκαν από ‘ναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν ο ίδιος δημιουργός και θαυμαστής του νόμου, εκφράζουν τέλεια την ανώμαλη κατάσταση της κοινωνίας μας.
Στα υπάρχοντα κράτη οι άνθρωποι προσβλέπουν σ’ ένα καινούργιο νόμο σαν φάρμακο για οποιοδήποτε κακό. Αντί ν’ αλλάξουν μόνοι τους ό,τι είναι κακό, οι άνθρωποι αρχίζουν να ζητούν ένα νόμο για να το αλλάξει. [1] Αν ο δρόμος μεταξύ δύο χωριών είναι απροσπέλαστος, ο χωριάτης λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος για τους επαρχιακούς δρόμους». Αν ένας φύλακας πάρκου εκμεταλλεύεται την έλλειψη πνεύματος σ’ ένα από κείνους, οι οποίοι τον ακολουθούν με δουλικό σεβασμό και τον προσβάλλει, ο προσβλημένος, λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος που να επιβάλλει περισσότερη ευγένεια στους φύλακες πάρκων». Αν υπάρχει στασιμότητα στη γεωργία ή στο εμπόριο, ο γεωργός, ο κτηνοτρόφος, ή ο σιτέμπορος, υποστηρίζει: «χρειαζόμαστε προστατευτική νομοθεσία». Μέχρι τον τελευταίο εμποράκο, δεν υπάρχει κανείς που να μη ζητά ένα νόμο για να προστατέψει το επάγγελμά του. Αν ο εργοδότης κατεβάζει τους μισθούς ή αυξάνει τις ώρες εργασίας, ο εκκολαπτόμενος πολιτικός διακηρύσσει: «Πρέπει να υπάρξει ένας νόμος για να βάλει τάξη σ’ όλα αυτά». Κοντολογίς, ένας νόμος παντού και για το παν! Νόμος για τις μόδες, νόμος για τους τρελούς σκύλους, νόμος για την αρετή, νόμος που να βάλει τέλος σ’ όλα τα βίτσια κι όλα τα κακά, τα οποία απορρέουν από την ανθρώπινη παθητικότητα και δειλία.
Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί από μια διαπαιδαγώγηση, η οποία από τη νηπιακή ηλικία ζητά να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της εξέγερσης, και ν’ αναπτύξει εκείνο της υποταγής στην εξουσία. Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί απ’ αυτή την ύπαρξη υπό τον ζυγό του νόμου, ο οποίος κανονίζει κάθε γεγονός στη ζωή μας – την γέννησή μας, την εκπαίδευσή μας, την ανάπτυξή μας, την αγάπη μας, την φιλία μας – ώστε, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πραγμάτων, θα χάσουμε κάθε πρωτοβουλία, κάθε συνήθεια να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Η κοινωνία μας δεν φαίνεται πια ικανή να καταλάβει ότι είναι δυνατό να ζήσουμε κατ’ άλλο τρόπο, και όχι μόνο υπό το κράτος του νόμου, που τον επεξεργάζεται μία αντιπροσωπευτική κυβέρνηση και τον διαχειρίζεται μια χούφτα κυβερνητών. Ακόμα κι’ όταν έφτασε ως το σημείο να χειραφετηθεί από την δουλεία, η πρώτη της φροντίδα ήταν να την αποκαταστήσει άμεσα. Το «Έτος Ι της Ελευθερίας» δεν διήρκεσε ποτέ περισσότερο από μία μέρα, γιατί μόλις το διακήρυξαν οι άνθρωποι έβαλαν τους εαυτούς τους, την άλλη κιόλας μέρα, υπό τον ζυγό του νόμου και της εξουσίας.
Πράγματι, για μερικές χιλιάδες χρόνια, εκείνοι οι οποίοι μάς κυβερνούν δεν έχουν κάνει άλλο από το να διατυμπανίζουν τον «Σεβασμό στο νόμο, την υποταγή στην εξουσία». Αυτή είναι η ηθική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους, και το σχολείο χρησιμεύει μονάχα για να επικυρώσει αυτή την κατάσταση. Έξυπνα επιλεγμένα ψήγματα, νόθας επιστήμης εντυπώνονται στα μυαλά των παιδιών για ν’ αποδείξουν την αναγκαιότητα του νόμου· η υποταγή στο νόμο γίνεται θρησκεία· η ηθική καλοσύνη κι ο νόμος των κυρίαρχων συγχέονται μέσα σε μία και την αυτή θεότητα. Ο ιστορικός ήρωας της σχολικής αίθουσας είναι ο άνδρας που υπακούει στο νόμο, και τον υπερασπίζει ενάντια στους επαναστάτες.
Αργότερα, όταν μπαίνουμε στην δημόσια ζωή, η κοινωνία και η λογοτεχνία που μας γαλβανίζουν μέρα με την μέρα κι ώρα με την ώρα όπως η σταλαγματιά τρυπάει την πέτρα, συνεχίζουν να μάς εντυπώνουν την ίδια προκατάληψη. Τα βιβλία ιστορίας, πολιτικής επιστήμης, κοινωνικής επιστήμης, είναι παραγεμισμένα μ’ αυτό τον σεβασμό για το νόμο. Ακόμη κι οι φυσικές επιστήμες έχουν τεθεί στην υπηρεσία αυτού του σκοπού με την εισαγωγή τεχνητών τρόπων έκφρασης, δανεισμένων από την θεολογία και την αυθαίρετη εξουσία, μέσα στη γνώση που είναι καθαρά αποτέλεσμα παρατήρησης. Έτσι η νοημοσύνη μας συσκοτίζεται επιδέξια, και πάντα με σκοπό να διατηρηθεί ο σεβασμός μας για το νόμο. Η ίδια εργασία γίνεται από τις εφημερίδες. Δεν έχουν ούτε ένα άρθρο, το οποίο να μην κηρύσσει τον σεβασμό στο νόμο, ακόμη κι όταν η Τρίτη σελίδα αποδείχνει κάθε μέρα την ηλιθιότητα του νόμου, και δείχνει πώς σύρεται μέσα από κάθε ποικιλία λάσπης και βρωμιάς από κείνους που ’ναι επιφορτισμένοι με την διαχείρισή του. Η υποτακτικότητα μπροστά στο νόμο έχει γίνει αρετή κι αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ έστω κι ένας επαναστάτης που να μην άρχισε στη νεότητά του σαν αμύντορας του νόμου ενάντια σ’ ό,τι γενικά αποκαλούνται «καταχρήσεις», μολονότι αυτές οι τελευταίες είναι αναπόφευκτες συνέπειες του νόμου.
Η τέχνη ευθυγραμμίζεται με την ψευτο-επιστήμη. Ο ήρωας του γλύπτη, του ζωγράφου, του μουσικού, καλύπτει το Νόμο υπό την ασπίδα του, και με φλογίζοντα μάτια και φουσκωμένα ρουθούνια στέκεται πάντα έτοιμος να συντρίψει εκείνον, ο οποίος θα σήκωνε χέρι ενάντιά του. Ναοί ανυψώνονται σ’ αυτόν· οι επαναστάτες οι ίδιοι διστάζουν να θίξουν τους υψηλούς ιερείς που ‘χουν αφιερωθεί στην υπηρεσία του, κι όταν η επανάσταση πρόκειται να σαρώσει κάποιον αρχαίο θεσμό, είναι ακόμα με το νόμο που προσπαθεί να επικυρώσει αυτή την πράξη.
Η συγκεχυμένη μάζα κανόνων συμπεριφοράς που αποκαλείται δίκαιο, και που μας έχει κληροδοτηθεί από την δουλεία, την δουλοπαροικία, τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία, έχει πάρει τη θέση εκείνων των πέτρινων τεράτων, μπροστά στα οποία συνηθιζόταν να θυσιάζονται ανθρώπινα θύματα, και τα οποία δουλοπρεπείς άγριοι δεν τολμούσαν έστω και ν’ αγγίξουν μήπως και καούν από τους κεραυνούς του ουρανού.
Αυτή η νέα λατρεία καθιερώθηκε με τη ιδιαίτερη επιτυχία από την άνοδο στην εξουσία της μεσαίας τάξης – από την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Υπό το παλαιό καθεστώς, οι άνθρωποι μιλούσαν λίγο για νόμους· εκτός, πραγματικά, αν επρόκειτο, μαζί με τον Μοντεσκιέ, τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο, να τους αντιπαραβάλλουν στη βασιλική αυθαιρεσία. Η υποταγή στη θέληση του βασιλιά και της ακολουθίας του ήταν υποχρεωτική επί ποινή απαγχονισμού ή φυλάκισης. Αλλά στη διάρκεια των επαναστάσεων και μετά απ’ αυτές όταν οι νομικοί ανέβηκαν στην εξουσία, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν την αρχή, στην οποία οφειλόταν η άνοδός τους! Η μεσαία τάξη την αποδέχτηκε αμέσως σαν ανάχωμα για να τιθασεύσει τον λαϊκό χείμαρρο. Ο κλήρος έσπευσε να την κυρώσει, για να σώσει το σκάφος του από ναυάγιο ανάμεσα στους παραβάτες. Τελικά ο λαός την αποδέχτηκε σαν μία βελτίωση σε σχέση με την αυθαίρετη εξουσία και βία του παρελθόντος.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να μεταφερθούμε με την φαντασία στον 18ο αιώνα. Οι καρδιές μας πρέπει να ‘χουν πονέσει από την ιστορία των θηριωδιών που διαπράχτηκαν από τους παντοδύναμους ευγενείς του καιρού εκείνου πάνω στους άντρες και τις γυναίκες του λαού, προτού καταλάβουμε ποιά πρέπει να ‘ταν η μαγική επίδραση πάνω στο μυαλό του χωρικού της φράσης: «Ισότητα ενώπιον του νόμου, υποταγή στο νόμο χωρίς διάκριση καταγωγής και περιουσίας». Αυτός που ως τότε είχε αντιμετωπιστεί χειρότερα κι από ζώο, αυτός που ποτέ δεν είχε δικαιώματα, αυτός που ποτέ δεν είχε βρει δικαιοσύνη ενάντια στις αποτρόπαιες πράξεις των ευγενών, εκτός αν έπαιρνε εκδίκηση σκοτώνοντας τον ευγενή και αντιμετωπίζοντας μετά την κρεμάλα – βρήκε τον εαυτό του ν’ αναγνωρίζεται απ’ αυτό το αξίωμα, τουλάχιστο στην θεωρία, τουλάχιστο αναφορικά με τα προσωπικά του δικαιώματα σαν ίσος με τον κύριό του. Ο,τιδήποτε και να ‘ταν αυτός ο νόμος, υποσχόταν νε μεταχειριστεί τον κύριο και τον χωρικό όμοια· διακήρυσσε την ισότητα πλούσιου και φτωχού ενώπιον του δικαστή. Η υπόσχεση ήταν ψέμα, και σήμερα το ξέρουμε· αλλά σ’ εκείνη την περίοδο ήταν μια πρόοδος, φόρος τιμής στην αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που όταν οι σωτήρες της απειλούμενης μεσαίας τάξης (οι Ροβεσπιέρροι και οι Δαντόν) υιοθέτησαν τα γραπτά του Ρουσσώ και του Βολταίρου, και διακήρυξαν τον «σεβασμό για το νόμο, ίδιο για κάθε άνθρωπο», ο λαός αποδέχτηκε τον συμβιβασμό· γιατί ο επαναστατικός του πυρετός είχε ήδη αναλωθεί στην πάλη μ’ έναν εχθρό, που γινόταν μέρα με τη μέρα απειλητικότερος· έκλιναν τον αυχένα κάτω από τον ζυγό του νόμου για να σώσουν τους εαυτούς τους από την αυθαίρετη εξουσία των φεουδαρχών.
Η μεσαία τάξη συνέχισε από τότε να εκμεταλλεύεται αυτό το αξίωμα, το οποίο μαζί με μια άλλη αρχή, εκείνη της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, συνοψίζει την όλη φιλοσοφία της αστικής εποχής, του δέκατου ένατου αιώνα. Κήρυξε αυτή την θεωρία στα σχολεία, την προπαγάνδισε στα γραπτά της, διέπλασε την τέχνη και την επιστήμη της για τον ίδιο σκοπό, σκόρπισε τις πεποιθήσεις της σε κάθε τρύπα και γωνιά – σαν την ευσεβή Αγγλίδα που ρίχνει φυλλάδια κάτω από την πόρτα – και το ‘χει κάνει αυτό με τόση επιτυχία, ώστε σήμερα βλέπουμε την κατάληξη στο αποκρουστικό γεγονός ότι άνθρωποι που λαχταρούν την ελευθερία επιχειρούν να την αποκτήσουν παρακαλώντας τους κυρίους τους να έχουν την καλοσύνη να τους προστατεύσουν τροποποιώντας τους νόμους, τους οποίους αυτοί οι κύριοι οι ίδιοι δημιουργήσει!
Αλλ’ οι καιροί και οι διαθέσεις, αλλάζουν. Υπάρχουν παντού επαναστατημένοι που δεν θέλουν πια να υπακούουν στο νόμο χωρίς να ξέρουν από πού προέρχεται, ποιές είναι οι χρήσεις του, και από πού πηγάζει η υποχρέωση της υπακοής του και ο σεβασμός με τον οποίο συνοδεύεται. Οι επαναστατημένοι των ημερών μας κριτικάρουν τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας, τα οποία έως τώρα θεωρούνταν ιερά, και πρώτα απ’ όλα αυτό το φετίχ, το νόμο.
Οι άνθρωποι που έχουν κριτική αντίληψη αναλύουν τις πηγές του νόμου, και βρίσκουν εκεί είτε ένα θεό, προϊόν των φόβων του αγρίου, και ηλίθιο, τιποτένιο και κακεντρεχή όπως οι ιερείς που εγγυώνται την υπερφυσική καταγωγή του, ή άλλως, αιματοχυσία, κατάκτηση δια πυρός και σιδήρου. Μελετούν τα χαρακτηριστικά του νόμου, κι αντί για συνεχή πρόοδο που ν’ αντιστοιχεί σ’ εκείνη της ανθρώπινης φυλής, βρίσκουν πως το διακριτικό του γνώρισμα είναι η ακινησία, μια τάση ν’ αποκρυσταλλώσει ό,τι θα ‘πρεπε να τροποποιείται καιν’ αναπτύσσεται μέρα με τη μέρα. Ρωτούν πώς ο νόμος έχει διατηρηθεί, και στην υπηρεσία του βλέπουν τις θηριωδίες του Βυζαντινισμού, τις ωμότητες της ιεράς Εξέτασης, τα βασανιστήρια του μεσαίωνα, ζωντανή σάρκα ξεσχισμένη από το μαστίγιο του δήμιου, αλυσίδες, ρόπαλα, πελέκεις, τα σκοτεινά κελιά των φυλακών, αγωνία, κατάρες και δάκρυα. Στις μέρες μας βλέπουν, όπως πρώτα, τον πέλεκυ, το σχοινί, το ντουφέκι, τη φυλακή· από τη μια μεριά τον αποκτηνωμένο φυλακισμένο, που έχει υποβιβαστεί στην κατάσταση ενός εγκλωβισμένου θηρίου με την εξευτέλιση όλης της ηθικής υπόστασής του· κι από την άλλη τον δικαστή, στερημένο από κάθε συναίσθημα που τιμά πράγματι την ανθρώπινη φύση, να ζει σαν μισότρελος ερημίτης σ’ έναν κόσμο νομικών μυθοπλασιών, να γλεντάει με την επιβολή φυλάκισης και θανάτου, χωρίς έστω να υποψιάζεται μέσα στην ψυχρή κακοήθεια της τρέλας του, την άβυσσο του ξεπεσμού όπου έχει πέσει μπροστά στα μάτια εκείνων, τους οποίους καταδικάζει.
Βλέπουν μια φυλή νομοθετών να νομοθετούν χωρίς να ξέρουν που αναφέρονται οι νόμοι τους· σήμερα να ψηφίζουν ένα νόμο για την υγειονομία των πόλεων, χωρίς καν την αμυδρότερη ιδέα υγιεινής, αύριο να φτιάχνουν κανονισμούς για τον εξοπλισμό στρατευμάτων χωρίς να ξέρουν τίποτα από όπλα· να φτιάχνουν νόμους για την διδασκαλία και την εκπαίδευση χωρίς ποτέ να ‘χουν δώσει ένα μάθημα οποιουδήποτε είδους, ή έστω και μια έντιμη διαπαιδαγώγηση στα παιδιά τους· να νομοθετούν εκεί κι ως έτυχε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά χωρίς να ξεχνούν ποτέ να προβλέπουν ποινές για τους κουρελιάρηδες, τη φυλακή και τα κάτεργα, κι ας είναι οι δυστυχείς αυτοί χίλιες φορές λιγότερο ανήθικοι από τους ίδιους τους νομοθέτες.
Τέλος, τα κριτικά πνεύματα βλέπουν τον δεσμοφύλακα να χάνει κάθε ανθρώπινο αίσθημα, τον αστυνομικό να εκπαιδεύεται σαν κυνηγόσκυλο, τον καταδότη της αστυνομίας να σιχαίνεται τον εαυτό του· το «κάρφωμα» να μεταμορφώνεται σε αρετή· τη διαφθορά ν’ ανυψώνεται σε σύστημα· όλα τα ελαττώματα, όλες τις κακές ιδιότητες της ανθρωπότητας να ενθαρρύνονται και να καλλιεργούνται για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος του νόμου.
Αυτά τα βλέπουμε, και, γι’ αυτό, αντί να επαναλάβουμε μάταια την παλιά φόρμουλα, «Σεβασμός στο νόμο», λέμε, «περιφρονήστε το νόμο κι όλα τα επακόλουθά του!». Στη θέση της δειλής φράσης, «Υπακούστε στο νόμο», η κραυγή μας είναι «Εξεγερθείτε ενάντια σε όλους τους νόμους!».
Συγκρίνετε μόνο τα κακά που γίνονται στ’ όνομα κάθε νόμου με τα καλά που μπόρεσε να κάνει, ζυγίστε προσεκτικά τα καλά και τα κακά, και θα βρείτε αν έχουμε δίκιο.
Σχετικά μιλώντας, ο νόμος είναι προϊόν των σύγχρονων καιρών. Για αιώνες κι αιώνες η ανθρωπότητα ζούσε χωρίς οποιοδήποτε γραπτό δίκαιο, έστω κι εκείνο που ‘ναι χαραγμένο σε σύμβολα πάνω στις πέτρες της εισόδου ενός ναού. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ανθρώπινες σχέσεις ρυθμίζονταν απλώς από έθιμα, συνήθειες και πρακτικές, που καθιερώνονταν με τη συνεχή επανάληψη, κι αποκτιούνταν από κάθε πρόσωπο στην παιδική ηλικία, ακριβώς όπως μάθαινε πώς να εξασφαλίζει την τροφή του με το κυνήγι, την κτηνοτροφία, ή τη γεωργία.
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες πέρασαν απ’ αυτή την πρωτόγονη φάση κι ως σήμερα [2] ένα μεγάλο ποσοστό της ανθρωπότητας δεν έχει γραπτό δίκαιο. Κάθε φυλή έχει τους τρόπους της και τα έθιμά της· εθιμικό δίκαιο, όπως λένε οι νομικοί. Έχει κοινωνικές συνήθειες, και τούτο αρκεί για να διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του χωριού, των μελών της φυλής ή της κοινότητας. Ακόμη κι ανάμεσά μας – στα «πολιτισμένα» έθνη – όταν αφήνουμε τις μεγάλες πόλεις και πάμε στην ύπαιθρο, βλέπουμε ότι εκεί οι αμοιβαίες σχέσεις των κατοίκων ρυθμίζονται σύμφωνα μ’ αρχαία και γενικά αποδεκτά έθιμα, κι όχι σύμφωνα με το γραπτό δίκαιο των νομοθετών. Οι χωρικοί της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, κι ακόμη ενός μεγάλου μέρους της Γαλλίας και της Αγγλίας, δεν έχουν καμία ιδέα του γραπτού δικαίου. Μπαίνει στη ζωή τους μόνο για να ρυθμίσει τις σχέσεις τους με το κράτος. Ως προς τις σχέσεις μεταξύ τους, μολονότι είναι μερικές φορές πολύ περίπλοκες, ρυθμίζονται απλώς σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο. Πρωτύτερα, έτσι είχαν τα πράγματα με την ανθρωπότητα εν γένει.
Δύο διαφορετικά ρεύματα εθίμων αποκαλύπτονται από την ανάλυση των ηθών των πρωτόγονων ανθρώπων.
Καθώς ο άνθρωπος δεν ζει σ’ απομονωμένη κατάσταση, αναπτύσσονται μέσα του συνήθειες και συναισθήματα, τα οποία είναι χρήσιμα για τη διατήρηση της κοινωνίας και τη διεύρυνση της φυλής. Χωρίς κοινωνικά συναισθήματα και ήθη, η ζωή από κοινού θα ‘ταν απόλυτα αδύνατη. Δεν είναι ο νόμος που τα ‘χει εγκαθιδρύσει· προηγούνται από κάθε νόμο. Ούτε η θρησκεία τα έχει επιβάλλει· προηγούνται απ’ όλες τις θρησκείες. Ανευρίσκονται ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα που ζουν σε κοινωνία. Αναπτύσσονται αυθόρμητα από την ίδια τη φύση πραγμάτων, όπως εκείνες οι συνήθειες στα ζώα, τις οποίες οι άνθρωποι αποκαλούν ένστικτα. Ξεπηδούν από ένα προτσές εξέλιξης, το οποίο είναι χρήσιμο και, πραγματικά, για να διατηρήσει την κοινωνία ενωμένη στην πάλη που εξαναγκάζεται να κάνει για να διατηρήσει την ύπαρξή τους. Οι άγριοι καταλήγουν να μην τρώνε πια ο ένας τον άλλο, γιατί βρίσκουν ότι μακροχρόνια είναι περισσότερο πλεονεκτικό ν’ αφιερωθούν σε κάποιο είδος καλλιέργειας παρά ν’ απολαμβάνουν την ευχαρίστηση του να τρώνε τη σάρκα ενός γερασμένου συγγενή μια φορά τον χρόνο. Πολλοί ταξιδιώτες έχουν απεικονίσει τους τρόπους ζωής απόλυτα ανεξάρτητων φυλών, όπου οι νόμοι κι οι αρχηγοί είναι άγνωστοι [3] αλλά όπου τα μέλη της φυλής έχουν πάψει να χτυπάνε ο ένας τον άλλο σε κάθε διαμάχη, γιατί η συνήθεια να ζουν σε κοινωνία έχει καταλήξει στην ανάπτυξη ορισμένων συναισθημάτων αδελφοσύνης και κοινότητας συμφερόντων, και προτιμούν ν’ απευθύνονται σ’ ένα τρίτο πρόσωπο για τον διακανονισμό των διαφορών. Η φιλοξενία τω πρωτόγονων λαών, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, η αίσθηση της αμοιβαίας υποχρέωσης, η συμπάθεια προς τον αδύνατο, το θάρρος, που επεκτείνεται ακόμα και στην αυτοθυσία για χάρη των άλλων, πρώτα των παιδιών και των φίλων, και αργότερα των μελών της ίδιας της κοινότητας – όλες αυτές οι ιδιότητες αναπτύσσονται στον άνθρωπο πριν από κάθε νόμο, ανεξάρτητα από κάθε θρησκεία, όπως στην περίπτωση των κοινωνικών ζώων. Τέτοια συναισθήματα και πρακτικές είναι τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της κοινωνικής ζωής. Χωρίς να ‘ναι όπως λένε οι παπάδες κι οι μεταφυσικοί έμφυτες στον άνθρωπο, αυτές οι ιδιότητες είναι το αποτέλεσμα της ζωής από κοινού.
Αλλά δίπλα – δίπλα μ’ αυτά τα έθιμα, απαραίτητα στην ζωή των κοινωνιών και την διατήρηση της φυλής, άλλες επιθυμίες, άλλα πάθη κι επομένως άλλες συνήθειες κι έθιμα, εξελίσσονται στην ανθρώπινη συνένωση. Η επιθυμία να κυριαρχήσει κανείς πάνω σ’ άλλους, να επιβάλλει την θέλησή του πάνω τους, η επιθυμία να καταλάβουν τα προϊόντα της εργασίας μιας γειτονικής φυλής· η επιθυμία να περιβληθεί κανείς μ’ ανέσεις χωρίς να παράγει τίποτα, ενώ οι σκλάβοι προμηθεύουν τον κύριό τους, με τα μέσα απόκτησης κάθε είδους ηδονής και πολυτέλειας – αυτές οι εγωιστικές, προσωπικές επιθυμίες δημιουργούν ένα άλλο ρεύμα συνηθειών κι εθίμων. Ο ιερέας κι ο πολεμιστής – ο τσαρλατάνος που κερδοσκοπεί πάνω στην δεισιδαιμονία κι αφού απελευθερωθεί ο ίδιος από το φόβο του δαίμονα τον καλλιεργεί σε άλλους, κι ο παλληκαράς, που θέλει την εισβολή και τη λήστευση των γειτόνων του για να γυρίσει με λάφυρα κι ακολουθούμενος από σκλάβους. Αυτοί οι δύο, χέρι με χέρι, έχουν πετύχει να επιβάλουν πάνω στην πρωτόγονη κοινωνία έθιμα πλεονεκτικά και για τους δυο τους, που τείνουν να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους στις μάζες. Επωφελούμενοι από την παθητικότητα, τους φόβους, την αδράνεια του πλήθους, και χάρη στη συνεχή επανάληψη των ίδιων πράξεων, έχουν εγκαθιδρύσει μόνιμα έθιμα, τα οποία έχουν γίνει μια στέρεη βάση για την κυριαρχία τους.
Γι’ αυτό το σκοπό, θα ‘καναν χρήση, κατά πρώτο λόγο, εκείνης της τάσης να ακολουθεί κανείς την πεπατημένη, που’ χει τόσο πολύ αναπτυχθεί στην ανθρωπότητα. Στα παιδιά κι όλους τους άγριους παίρνει εκπληκτικές διαστάσεις και μπορεί επίσης να παρατηρηθεί στα ζώα. Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως δεισιδαίμονας, φοβάται πάντα να εισαγάγει οποιοδήποτε είδος αλλαγής στις υπάρχουσες συνθήκες· γενικά σέβεται ό,τι είναι παλιό. «Οι πατέρες μας έκαναν αυτό κι αυτό· τα πήγαιναν αρκετά καλά· κάνετε το ίδιο», λένε οι παλιοί στους νέους κάθε φορά που οι τελευταίοι θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Το άγνωστο τους φοβίζει, προτιμούν να προσκολλούνται στο παρελθόν, ακόμη κι όταν αυτό το παρελθόν αντιπροσωπεύει φτώχεια, καταπίεση και σκλαβιά.
Μπορεί ακόμη να λεχθεί ότι όσο πιο εξαθλιωμένος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο φοβάται κάθε είδος αλλαγής, μήπως και τον κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένο. Κάποια ακτίνα ελπίδας, μερικά ψίχουλα άνεσης, πρέπει να διαπεράσουν την σκοτεινή κατοικία του προτού αρχίσει να επιθυμεί καλύτερα πράγματα, να κριτικάρει τους παλιούς τρόπους ζωής, και να προετοιμαστεί να τους βάλει σε κίνδυνο χάριν μιας αλλαγής. Όσο δεν είναι εμποτισμένος από ελπίδα, όσο δεν είναι απελευθερωμένος από την κηδεμονία εκείνων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την δεισιδαιμονία και τους φόβους του, προτιμά να παραμείνει στην προγενέστερη κατάστασή του. Όταν οι νέοι επιθυμούν κάποια αλλαγή, οι παλιοί εγείρουν κραυγή πανικού ενάντια στους νεωτεριστές. Μερικοί άγριοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά μάλλον παρά να παραβούν τα έθιμα της χώρας τους, γιατί τους έχουν πει ότι η ελάχιστη παραβίαση της κατεστημένης ρουτίνας θα ‘φερνε κακοτυχία και συμφορά σ’ ολόκληρη την φυλή. Ακόμη και σήμερα, πόσοι πολιτικοί, οικονομολόγοι και δήθεν επαναστάτες δεν δρουν με τον ίδιο τρόπο και προσκολλούνται σ’ ένα εξαφανιζόμενο παρελθόν! Πόσοι δεν έχουν σαν μοναδική φροντίδα τους ν’ αναζητούν τα προηγούμενα! Πόσοι διάπυροι νεωτεριστές δεν είναι παρά απλοί αντιγραφείς επαναστάσεων του παρελθόντος!
Το πνεύμα της ρουτίνας, γεννημένο μέσα στην δεισιδαιμονία, την παθητικότητα και την δειλία, υπήρξε σε όλους τους καιρούς ο στυλοβάτης της καταπίεσης. Στις πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιερείς και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Διαιώνισαν έθιμα χρήσιμα μόνο στους εαυτούς τους και πέτυχαν να τα επιβάλουν πάνω σ’ ολόκληρη τη φυλή. Όσο αυτή η συντηρητική διάθεση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διασφαλίσει τον αρχηγό στην καταπάτησή του της ατομικής ελευθερίας, όσο οι μόνες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ήταν έργο της φύσης, και δεν αυξάνονταν εκατό φορές από τη συγκέντρωση της ισχύος και του πλούτου, δεν υπήρχε ανάγκη για νόμο και για τους φοβερούς μηχανισμούς των δικαστηρίων και των ολοένα αυξανόμενων ποινών που επιβάλλουν.
Αλλά καθώς η κοινωνία διαιρούνταν όλο και πιο πολύ σε δύο εχθρικές τάξεις, που η μία ζητούσε να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της κι άλλη αγωνιζόταν να ξεφύγει, η πάλη άρχισε· τώρα ο κατακτητής βιαζόταν να διασφαλίσει τα’ αποτελέσματα των πράξεών του σε διαρκή μορφή, και προσπάθησε να τα τοποθετήσει πέρα από κάθε αμφιβολία, να τα κάνει ιερά και σεβαστά με κάθε μέσο. Ο νόμος έκανε την εμφάνισή του από υπό τις ευλογίες του ιερέα και το ρόπαλο του πολεμιστή τέθηκε στην υπηρεσία του. Το έργο του ήταν να κάνει αμετακίνητα τα έθιμα προς όφελος της κυρίαρχης μειοψηφίας. Η στρατιωτική ισχύς ανέλαβε να εξασφαλίσει την υπακοή. Αυτή η νέα λειτουργία ήταν μια καινούργια εγγύηση για την εξουσία του πολεμιστή· τώρα δεν είχε μόνο την ωμή βία στην υπηρεσία του· ήταν ο αμύντορας του νόμου.
Αν ο νόμος, όμως, δεν παρουσίαζε παρά μόνο μια συλλογή προσταγών χρήσιμων στους κυβερνήτες, θα ‘βρισκε κάποια δυσκολία στην εξασφάλιση αποδοχής κι υπακοής. Έτσι, οι νομοθέτες ανέμιξαν σ’ ένα κώδικα τα δύο ρεύματα εθίμων, τα οποία μάλιστα αναφέραμε: τα’ αξιώματα που αντιπροσωπεύουν αρχές ηθικής και κοινωνικής ένωσης και δημιουργήθηκαν σαν αποτέλεσμα της ζωής από κοινού, και τις εντολές που θέλουν να εξασφαλίσουν μια εξωτερική εδραίωση στην ανισότητα. Έθιμα απόλυτα αναγκαία για την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας, βρίσκονται στον κώδικα, έξυπνα ανακατεμένα με ήθη που επιβλήθηκαν από την κυβερνώσα κάστα, και αξιώνουν και τα δύο ίσο σεβασμό από το πλήθος. «Να μην σκοτώσεις», λέει ο κώδικας, και σπεύδει να προσθέσει: «Και πλήρωνε δεκάτες στον ιερέα». «Να μην κλέψεις», λέει ο κώδικας, και αμέσως κατόπιν: «Αυτός που αρνείται να πληρώσει φόρους, να του κόψουν το χέρι».
Αυτός ήταν ο νόμος· κι έχει ως σήμερα διατηρήσει τον διπλό χαρακτήρα του. Η καταγωγή του είναι η επιθυμία της κρατούσας τάξης να δώσει διάρκεια σ’ έθιμα που επιβλήθηκαν από την ίδια προς όφελός της. Το χαρακτηριστικό του είναι η επιδέξια ανάμιξη εθίμων χρήσιμων στην κοινωνία, εθίμων που δεν έχουν ανάγκη νόμου για να εξασφαλίσουν σεβασμό, με άλλα έθιμα, χρήσιμα μόνο στους κυβερνώντες, επιζήμια στην μάζα του λαού, και διατηρούμενα μόνο από τον φόβο της τιμωρίας.
Όπως και το ατομικό κεφάλαιο, το οποίο γεννήθηκε από την δολιότητα και την βία, κι αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της εξουσίας, ο νόμος δεν έχει κανένα δικαίωμα στον σεβασμό των ανθρώπων. Γεννημένος από την βία και την δεισιδαιμονία, και εγκαθιδρυμένος προς το συμφέρον του προνομιούχου παράσιτου, του ιερέα και του πλούσιου εκμεταλλευτή, πρέπει να καταστραφεί παντελώς την ημέρα που ο λαός θα θελήσει να σπάσει τις αλυσίδες του.
Θα πειστούμε καλύτερα γι’ αυτό όταν, αργότερα, θ’ αναλύσουμε την μεταγενέστερη ανάπτυξη των νόμων υπό την αιγίδα της θρησκείας, της εξουσίας και του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού συστήματος.
Είδαμε πώς ο νόμος γεννήθηκε μέσα στην καθιερωμένη πρακτική και το έθιμο, και πώς από την αρχή παρουσίαζε μια επιδέξια ανάμιξη των κοινωνικών συνηθειών, αναγκαίων για την διατήρηση της ανθρώπινης φυλής, μ’ άλλα έθιμα, που επιβλήθηκαν από κείνους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την λαϊκή δεισιδαιμονία καθώς και το δικαίωμα του ισχυρότερου προς όφελός τους. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του νόμου έχει καθορίσει την κατοπινότερη εξέλιξή του στην διάρκεια της πολιτικής οργάνωσης. Ενώ στην πορεία των αιώνων ο πυρήνας του κοινωνικού εθίμου εμπεριέχεται στο νόμο υποβλήθηκε σε ασήμαντες και βαθμιαίες τροποποιήσεις, το άλλο τμήμα αναπτύχθηκε ευρέως σε κατευθύνσεις που υπεδείκνυαν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και προς βλάβη των καταπιεζόμενων τάξεων.
Από καιρό σε καιρό αυτές οι κυρίαρχες τάξεις έχουν επιτρέψει να τους αποσπασθεί ένας νόμος, ο οποίος παρουσίαζε, ή φαινόταν να παρουσιάζει, κάποια εγγύηση για τους απόκληρους. Αλλά τότε οι τέτοιοι νόμοι απλώς ανακαλούσαν ένα προηγούμενο νόμο, καμωμένο προς όφελος της κυβερνώσας κάστας. «Οι καλύτεροι νόμοι, λέει ο Buckle, «ήταν εκείνοι οι οποίοι ανακαλούσαν τους προηγούμενους». Αλλά τί τρομερές προσπάθειες χρειάστηκαν, πόσοι ποταμοί αίματος χύθηκαν, κάθε φορά που υπήρξε ζήτημα ανάκλησης κάποιου απ’ αυτούς τους θεμελιώδεις νόμους που χρησιμεύουν για να κρατούν τον λαό στα δεσμά. Προτού μπορέσει να καταργήσει τα τελευταία ίχνη δουλοπαροικίας και φεουδαρχικών δικαιωμάτων, και να διαλύσει τη δύναμη της βασιλικής αυλής, η Γαλλία αναγκάστηκε να περάσει μεσ’ από τέσσερα χρόνια επανάστασης και είκοσι χρόνια πολέμου. Δεκαετίες πάλης χρειάζονται για ν’ ανακληθούν και οι λιγότερο σημαντικοί από τους άδικους νόμους, που μας κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν, κι ακόμη τότε σπανίως εξαφανίζονται, εκτός από περιόδους επανάστασης.
Η ιστορία της γένεσης του κεφαλαίου έχει ήδη εκτεθεί από τους σοσιαλιστές πολλές φορές. Έχουν περιγράψει πώς γεννήθηκε από τον πόλεμο και την καταλήστευση, τη δουλεία και την καθυπόταξη, τη σύγχρονη απάτη κι εκμετάλλευση. Έχουν δείξει πώς τρέφεται από το αίμα του εργάτη, και πώς λίγο – λίγο κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο. Η ίδια ιστορία, αναφορικά με την γένεση και την ανάπτυξη του νόμου, δεν έχει ακόμα εκτεθεί. Όπως συνήθως, η λαϊκή ευφυΐα έχει κλέψει την πρωτοβουλία από τους ανθρώπους των βιβλίων. Έχει ήδη συνθέσει την φιλοσοφία αυτής της ιστορίας, κι είναι απασχολημένη με την αποτύπωση των ουσιωδών οροσήμων της.
Ο νόμος, στην ιδιότητά του σαν εγγυητή των αποτελεσμάτων της λήστευσης, της δουλείας και της εκμετάλλευσης, έχει ακολουθήσει τις ίδιες φάσεις ανάπτυξης με το κεφάλαιο. Δίδυμοι αδελφός κι αδελφή, έχουν προχωρήσει χέρι – χέρι, συντηρώντας ο ένας τον άλλο με την ταλαιπωρία της ανθρωπότητας. Σε κάθε χώρα της Ευρώπης, η ιστορία τους είναι κατά προσέγγιση η ίδια. Διέφερε μόνο στην λεπτομέρεια· τα κύρια γεγονότα είναι τα ίδια· και αν ρίξουμε μια ματιά στην ανάπτυξη του νόμου στη Γαλλία ή τη Γερμανία, ξέρουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τις φάσεις ανάπτυξής του στα περισσότερα από τα Ευρωπαϊκά έθνη.
Αρχικά, ο νόμος ήταν ένα εθνικό σύμφωνο ή συμβόλαιο. Είναι αλήθεια ότι αυτό το συμβόλαιο δεν ήταν πάντα ελευθέρα αποδεκτό. Ακόμη και στις πρώτες μέρες οι πλούσιοι κι ισχυροί επέβαλλαν την θέλησή τους πάνω στους υπόλοιπους. Αλλά πάντως αντιμετώπιζαν ένα εμπόδιο στις καταπατήσεις τους από την μάζα του λαού, που συχνά τους έκανε να αισθάνονται με την σειρά τους την δύναμή του.
Αλλά καθώς η εκκλησία από την μια μεριά κι οι ευγενείς από την άλλη πέτυχαν να υποδουλώσουν τον λαό, το δικαίωμα της δημιουργίας νόμων ξέφυγε από τα χέρια του έθνους και πέρασε σ’ εκείνα των προνομιούχων τάξεων. Ενισχυμένη από τον πλούτο που συσσωρεύτηκε στα σεντούκια της, η εκκλησία επεξέτεινε την εξουσία της. Εισέδυσε όλο και περισσότερο στην ιδιωτική ζωή, κι υπό το πρόσχημα της σωτηρίας των ψυχών, έβαλε χέρι στην εργασία των δουλοπάροικών της, μάζεψε φόρους από κάθε τάξη, και πλούτισε στο μέτρο που αυξανόταν ο αριθμός των παρανομιών, γιατί το προϊόν κάθε προστίμου διοχετευόταν στα θησαυροφυλάκιά της. Οι νόμοι δεν είχαν πια οποιαδήποτε σύνδεση με το συμφέρον του έθνους. «Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτοί προέρχονταν από ένα συμβούλιο θρησκόληπτων φανατικών, παρά από νομοθέτες» παρατηρεί ένας ιστορικός του Γαλλικού δικαίου.
Ταυτόχρονα καθώς ο φεουδάρχης επεξέτεινε παρόμοια την εξουσία του πάνω στους εργαζόμενους της υπαίθρου και στους τεχνίτες των πόλεων, έγινε κι αυτός, επίσης, νομοθέτης και δικαστής. Τα λίγα κατάλοιπα εθνικού δικαίου που χρονολογούνται από τον δέκατο αιώνα είναι απλώς συμφωνίες που ρυθμίζουν την υπηρεσία, τη νόμιμη εργασία, [4] και τους φόρους που οφείλονταν από τους δουλοπάροικους και τους υποτελείς στον κύριό τους. Οι νομοθέτες εκείνης της περιόδου ήταν μια δράκα ληστών, οργανωμένων για την καταλήστευση του λαού, που γινόταν κάθε μέρα και πιο ειρηνικός καθώς επιδιδόταν σε γεωργικές ασχολίες. Αυτοί οι άρπαγες εκμεταλλεύτηκαν τα συναισθήματα για δικαιοσύνη που ‘ναι έμφυτα στο λαό, πόζαραν σαν διαχειριστές εκείνης της δικαιοσύνης, έκαναν μια πηγή εισοδήματος για τους εαυτούς τους από τις θεμελιώδεις αρχές της και κατασκεύασαν νόμους για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους.
Αργότερα, αυτοί οι νόμοι, που συλλέχτηκαν και ταξινομήθηκαν από δικαστές, σχημάτισαν τη βάση των σύγχρονων κωδίκων. Και πρόκειται εμείς να συζητήσουμε για σεβασμό αυτών των κωδίκων, της κληροδοσίας του φεουδάρχη και του Ιερέα;
Η πρώτη επανάσταση, η εξέγερση των πόλεων υπήρξε επιτυχής στην κατάργηση μόνο ενός τμήματος αυτών των νόμων· οι χάρτες δικαιωμάτων των απελευθερωμένων πόλεων είναι, ως επί το πλείστον, ένας απλός συμβιβασμός μεταξύ της φεουδαρχικής και επισκοπικής νομοθεσίας, και των νέων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια την ελεύθερη περιοχή. Κι όμως, πόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των νόμων και των νόμων που ‘χουμε τώρα! Η πόλη δεν αναλάμβανε να φυλακίσει και να εκτελέσει πολίτες για Κρατικούς λόγους· αρκούνταν να εκδιώξουν καθένα που συνωμοτούσε με τους εχθρούς της πόλης, και να κατεδαφίσουν το σπίτι του. Περιορίζονταν στην επιβολή προστίμων για τα καλούμενα «εγκλήματα και παραβάσεις», και στους δήμους του δωδέκατου αιώνα μπορεί ακόμα να βρεθεί η δίκαιη αρχή που σήμερα έχει ξεχαστεί, η οποία θεωρεί ολόκληρη την κοινότητα υπεύθυνη για την κακή συμπεριφορά καθενός από τα μέλη της. Οι κοινωνίες εκείνου του καιρού έβλεπαν το έγκλημα σαν ατύχημα ή κακοτυχία· μια αντίληψη συνηθισμένη ανάμεσα στους ρώσους χωρικούς σήμερα. Γι’ αυτό δεν παραδέχονταν την αρχή της προσωπικής εκδίκησης όπως κηρύσσεται από την βίβλο, αλλά θεωρούσαν ότι η ευθύνη για κάθε παρανομία αντανακλούνταν σ’ όλη την κοινωνία. Χρειάστηκε όλη η επίδραση της βυζαντινής εκκλησίας, η οποία εισήγαγε στη Δύση τις εξευγενισμένες ωμότητες του Ανατολικού δεσποτισμού, για να εισαγάγει στα ήθη των Γαλατών και των Γερμανών την ποινή του θανάτου και τα φοβερά μαρτύρια που ύστερα επιβάλλονταν σ’ όσους θεωρούνταν εγκληματίες. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, χρειάστηκε όλη η επίδραση του Ρωμαϊκού κώδικα, του προϊόντος της διαφθοράς της αυτοκρατορικής Ρώμης, για να εισαγάγει τις έννοιες της απόλυτης ιδιοκτησίας στην γη, η οποία ανέτρεψε τα κομμουνιστικά έθιμα των πρωτόγονων ανθρώπων.
Όπως ξέρουμε, οι ελεύθεροι δήμοι δεν κατόρθωσαν να διατηρηθούν. Ρημαγμένοι από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μεταξύ δημοτών και δουλοπάροικων, έγιναν εύκολη λεία της βασιλείας. Και καθώς η βασιλεία αποκτούσε καινούργια ισχύ, το δικαίωμα της νομοθέτησης πέρασε όλο και πιο πολύ στα χέρια μιας κλίκας αυλικών. Έκκληση στο έθνος γινόταν μόνο για να επικυρώσει τους φόρους που απαιτούνταν από τον βασιλιά. Κοινοβούλιο που συγκαλούνταν σε διαστήματα δύο αιώνων, σύμφωνα με την καλή διάθεση ή το καπρίτσιο της αυλής, «Εξαιρετικά Συμβούλια», συνελεύσεις ευγενών, υπουργοί που άκουγαν σπάνια τα «παράπονα των υπηκόων του βασιλιά» – αυτοί ήταν οι νομοθέτες της Γαλλίας. Ακόμη αργότερα, όταν όλη η εξουσία είναι συγκεντρωμένη σ’ ένα μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να πει «Εγώ είμαι το κράτος» τα διατάγματα χαλκεύονται στα «κρυφά πριγκηπικά συμβούλια», σύμφωνα με τις ορέξεις ενός υπουργού, ή ενός ιδιότροπου βασιλιά· και οι υπήκοοι πρέπει να υπακούσουν επί ποινή θανάτου. Όλες οι δικαστικές εγγυήσεις καταργούνται· το έθνος είναι ο δουλοπάροικος της βασιλείας και μιας χούφτας αυλικών. Και σ’ αυτή την περίοδο εκπλήττει το βλέμμα μας η φρικιαστικότητα των ποινών – ο τροχός, ο πάσσαλος, ο εκδαρμός ζωντανών θυμάτων, βασανιστήρια κάθε λογής, επινοημένα από την αρρωστημένη φαντασία καλόγερων και τρελών, που αναζητούσαν ευχαρίστηση στην αγωνία των εκτελούμενων εγκληματιών.
Η μεγάλη Επανάσταση άρχισε την κατεδάφιση αυτού του πλαισίου δικαίου, που μας κληροδοτήθηκε από τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία. Αλλ’ αφού κατεδάφισε μερικά τμήματα του αρχαίου οικοδομήματος, η Επανάσταση έδωσε την εξουσία νομοθέτησης στην μπουρζουαζία, η οποία, με τη σειρά της, άρχισε να ανεγείρει ένα νέο πλαίσιο νόμων αποσκοπούντων να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν την κυριαρχία της μεσαίας τάξης πάνω στις μάζες. Το κοινοβούλιό τους νομοθετεί δεξιά και αριστερά, και βουνά νόμων συσσωρεύονται με φοβερή ταχύτητα. Αλλά τί είναι όλοι αυτοί οι νόμοι κατά βάθος;
Το κύριο τμήμα δεν έχει παρά ένα θέμα – να προστατεύσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, δηλαδή τον πλούτο που αποκτάται με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο σκοπός του είναι να διανοίξει στο κεφάλαιο καινούργια πεδία για εκμετάλλευση και να επικυρώσει τις νέες μορφές που προσλαμβάνει συνεχώς αυτή η εκμετάλλευση, καθώς το κεφάλαιο κατακυριεύει τον ένα μετά τον άλλο τους κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας: σιδηροδρόμους, τηλεγράφους, ηλεκτρικό φως, χημικές βιομηχανίες, την έκφραση της σκέψης του ανθρώπου στην λογοτεχνία και την επιστήμη κλπ. Το αντικείμενο των υπόλοιπων απ’ αυτούς τους νόμους είναι θεμελιωδώς το ίδιο. Υπάρχουν για να διατηρούν τη μηχανή της κυβέρνησης, η οποία χρησιμεύει για να εξασφαλίζει στο κεφάλαιο την εκμετάλλευση και το μονοπώλιο του παραγόμενου πλούτου. Οι δικαστές, η αστυνομία, ο στρατός, η δημόσια εκπαίδευση, το χρηματοδοτικό σύστημα, όλα υπηρετούν ένα θεό – το κεφάλαιο· όλα έχουν ένα μόνο στόχο – να διευκολύνουν την εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή. Αναλύστε όλους τους νόμους που ψηφίζονται και δεν θα βρείτε παρά μόνο αυτό.
Η προστασία του προσώπου, η οποία προβάλλεται σαν η αληθινή αποστολή του νόμου, καταλαμβάνει ένα ανεπαίσθητο χώρο ανάμεσά τους, γιατί, στην υπάρχουσα κοινωνία, οι επιθέσεις κατά του προσώπου που υπαγορεύονται άμεσα από το μίσος και την κτηνωδία τείνουν να εξαφανιστούν. Σήμερα, αν δολοφονείται κάποιος, αυτό γίνεται συνήθως για να τον ληστέψουν. Αλλ’ αν αυτή η κατηγορία εγκλημάτων και παραβάσεων ελαττώνεται συνεχώς, σίγουρα δεν οφείλουμε αυτή την αλλαγή στη νομοθεσία. Οφείλεται στην ανάπτυξη του ανθρωπισμού στις κοινωνίες μας, στις αυξανόμενα κοινωνικές συνήθειες μάλλον, παρά στις εντολές των νόμων μας. Ανακαλέστε αύριο κάθε νόμο που ασχολείται με την προστασία του προσώπου και σταματήστε αύριο όλες τις δίκες για επίθεση, κι ο αριθμός των αποπειρών που υποκινούνται από προσωπική εκδίκηση και από κτηνωδία δεν θ’ αυξανόταν ούτε κατά μία περίπτωση.
Θα μάς φέρουν ίσως την αντίρρηση ότι στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων, έχουν θεσμοθετηθεί πάρα πολλοί φιλελεύθεροι νόμοι. Αλλ’ αν αναλυθούν αυτοί οι νόμοι θ’ ανακαλυφθεί ότι αυτή η φιλελεύθερη νομοθεσία συνίσταται στην ανάκληση των νόμων που μας κληροδοτήθηκαν από την βαρβαρότητα των προηγούμενων αιώνων. Κάθε φιλελεύθερος νόμος, κάθε ριζοσπαστικό πρόγραμμα, μπορεί να συνοψισθεί σ’ αυτές τις λέξεις – κατάργηση των νόμων που ‘γιναν βαρετοί και στην ίδια την μεσαία τάξη, κι επιστροφή κι επέκταση σ’ όλους τους πολίτες ελευθεριών που υπήρχαν στους δήμους του δωδέκατου αιώνα. Η κατάργηση της θανατικής ποινής, η δίκη από ενόρκους για όλα τα «εγκλήματα» (υπήρχε ένα πιο φιλελεύθερο ορκωτό σύστημα στον δωδέκατο αιώνα), η εκλογή των δικαστών, το δικαίωμα να φέρει κανείς δημόσιους αξιωματούχους σε δίκη, η κατάργηση των μόνιμων στρατών, η δωρεάν εκπαίδευση κλπ., κάθε τι που τονίζεται σαν εφεύρεση του σύγχρονου φιλελευθερισμού, δεν είναι παρά επιστροφή στην ελευθερία, η οποία υπήρχε πριν η εκκλησία κι ο βασιλιάς βάλουν χέρι σε κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής.
Έτσι η προστασία της εκμετάλλευσης, άμεσα με νόμους πάνω στην ιδιοκτησία, κι έμμεσα με την διατήρηση του Κράτους, είναι και το πνεύμα και η ουσία των σύγχρονων κωδίκων μας, κι η μοναδική λειτουργία της πολυδάπανης νομοθετικής μηχανής μας. Αλλ’ είναι καιρός που έχουμε πάψει να ικανοποιούμαστε με απλές φράσεις και μάθαμε να εκτιμούμε την πραγματική τους σημασία. Ο νόμος, ο οποίος στην πρώτη εμφάνισή του παρουσιαζόταν σαν σύνοψη των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα για την διατήρηση της κοινωνίας, γίνεται τώρα αντιληπτός σαν τίποτ’ άλλο από ένα όργανο για την διατήρηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας πάνω στις μοχθούσες μάζες από πλούσια παράσιτα. Σήμερα η πολιτιστική αποστολή του είναι τελείως ανύπαρκτη· δεν έχει παρά ένα στόχο: να υποστηρίζει την εκμετάλλευση.
Αυτά μάς λέει η ιστορία ως προς την εξέλιξη του νόμου. Πάνω στη βάση αυτής της ιστορίας καλούμαστε να τον σεβαστούμε; Σίγουρα όχι. Δεν έχει περισσότερο δικαίωμα στο σεβασμό απ’ ότι το κεφάλαιο, ο καρπός της καταλήστευσης. Και το πρώτο καθήκον της επανάστασης θα ‘ναι να βάλει φωτιά σ’ όλους τους υπάρχοντες νόμους και σ’ όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας.
Τα εκατομμύρια των νόμων, τα οποία υπάρχουν για την ρύθμιση της ανθρωπότητας, εμφανίζονται ύστερα από έρευνα να διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: προστασία της ιδιοκτησίας, προστασία των προσώπων, προστασία της κυβέρνησης. Κι αναλύοντας κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες φτάνουμε στο ίδιο λογικό κι αναγκαίο συμπέρασμα: το άχρηστο και το επιβλαβές του νόμου.
Οι σοσιαλιστές ξέρουν τί σημαίνει προστασία της ιδιοκτησίας. Οι νόμοι πάνω στην ιδιοκτησία δεν γίνονται για να εγγυηθούν είτε στο άτομο είτε στην κοινωνία την απόλαυση του προϊόντος της εργασίας τους. Απεναντίας, γίνονται για να ληστέψουν από τον παραγωγό ένα μέρος απ’ αυτό που ‘χει δημιουργήσει, και να εξασφαλίσουν σ’ ορισμένους άλλους ανθρώπους εκείνο το τμήμα του προϊόντος, το οποίο έχουν κλέψει είτε από τον παραγωγό είτε από την κοινωνία σαν όλο. Όταν, για παράδειγμα, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα σπίτι, δεν καθιερώνει το δικαίωμά του σε μια καλύβα που ‘χει κτίσει για τον εαυτό του, ή σ ένα σπίτι που ‘χει οικοδομήσει με την βοήθεια κάποιων φίλων του. Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς δεν θ’ αμφισβητούσε το δικαίωμά του. Απεναντίας, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ένα σπίτι, το οποίο δεν είναι προϊόν της εργασίας του· πρώτ’ απ’ όλα γιατί έχει βάλει άλλους να το κτίσουν για λογαριασμό του χωρίς να τους έχει πληρώσει την πλήρη αξία της εργασίας τους, και κατόπιν γιατί αυτό το σπίτι αντιπροσωπεύει μια κοινωνική αξία, την οποία δεν θα μπορούσε να παραγάγει για τον εαυτό του. Ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ό,τι ανήκει στον καθένα γενικά και σε κανένα συγκεκριμένα. Το ίδιο σπίτι, κτισμένο στο μέσον της Σιβηρίας, δεν θα ‘χε την αξία που κατέχει σε μια μεγάλη πόλη, και, όπως ξέρουμε, αυτή η αξία προέρχεται από τον μόχθο κάπου πενήντα γενεών ανθρώπων που ‘χουν κτίσει την πόλη, την ομόρφυναν, την προμήθευσαν με νερό και φωταέριο, μ’ ωραίους δρόμους, κολλέγια, θέατρα, καταστήματα, σιδηροδρόμους και λεωφόρους που οδηγούν σε κάθε κατεύθυνση. Έτσι, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Ρουέν, ο νόμος αποδίδει άδικα σ’ αυτόν ένα ορισμένο τμήμα της εργασίας της ανθρωπότητας εν γένει. Κι επειδή ακριβώς αυτή η ιδιοποίηση κι όλες οι άλλες μορφές ιδιοκτησίας που φέρουν τον ίδιο χαρακτήρα είναι μια κραυγαλέα αδικία, χρειάζεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων κι ένας ολόκληρος στρατός στρατιωτών, αστυνομικών και δικαστών για να την διατηρήσει ενάντια στο αίσθημα της λογικής και της δικαιοσύνης, που ‘ναι έμφυτα στην ανθρωπότητα.
Οι μισοί από τους νόμους μας – ο αστικός κώδικας σε κάθε χώρα – δεν εξυπηρετεί άλλο σκοπό από το να διατηρήσει αυτή την ιδιοποίηση, αυτό το μονοπώλιο, προς όφελος ορισμένων ατόμων κι ενάντια σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα τρία τέταρτα των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα δικαστήρια δεν είναι παρά φιλονικίες μεταξύ μονοπωλιστών – δύο ληστές που τσακώνονται για την λεία τους. Και πάρα πολλοί από τους ποινικούς μας νόμους έχουν κατά νου τον ίδιο στόχο, κι ο σκοπός τους είναι να κρατήσουν τον εργάτη σε μια υποτακτική θέση απέναντι στον εργοδότη του, κι έτσι να παράσχουν ασφάλεια για την εκμετάλλευση.
Ως προς την εγγύηση του προϊόντος της εργασίας του στον παραγωγό, δεν υπάρχουν νόμοι που έστω να επιχειρούν τέτοιο πράγμα. Είναι τόσο απλό και φυσικό, τόσο πολύ μέρος των τρόπων και των εθίμων της ανθρωπότητας, ώστε ο νόμος δεν το ‘χει σκεφτεί καν. Η ανοικτή ληστεία, με το ξίφος στο χέρι, δεν είναι γνώρισμα της εποχής μας. Ούτε ένας εργαζόμενος πάει ποτέ και φιλονικεί για το προϊόν της εργασίας του μ’ έναν άλλο. Αν έχουν μια διαφορά την διευθετούν προσεπικαλούμενοι ένα τρίτο πρόσωπο, χωρίς να καταφεύγουν στο νόμο. Το μόνο πρόσωπο που απαιτεί από έναν άλλο αυτό που ‘χει παράγει, είναι ο ιδιοκτήτης, που έρχεται και παίρνει την μερίδα του λέοντος. Όσο για την ανθρωπότητα εν γένει, παντού σέβεται το δικαίωμα καθένα σ’ ό,τι έχει δημιουργήσει, χωρίς την παρεμβολή κανενός ειδικού νόμου.
Καθώς όλοι οι νόμοι γύρω από την ιδιοκτησία, οι οποίοι απαρτίζουν παχείς τόμους κωδίκων κι είναι το καύχημα των νομικών μας, δεν έχουν άλλο στόχο από το να προστατεύσουν την άδικη ιδιοποίηση ανθρώπινης εργασίας από ορισμένους μονοπωλιστές, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την ύπαρξή τους, και, την ημέρα της επανάστασης, οι κοινωνικοί επαναστάτες είναι ολοκληρωτικά αποφασισμένοι να βάλουν σ’ αυτούς ένα τέρμα. Πράγματι, είναι τελείως δικαιολογημένο να παραδοθούν στην πυρά όλοι οι νόμοι που αναφέρονται στα λεγόμενα «δικαιώματα ιδιοκτησίας», όλες οι δικαιοπραξίες, όλα τα κατάστιχα, με μια λέξη, όλα όσα συνδέονται μ’ οποιοδήποτε τρόπο μ ένα θεσμό, τον οποίο σύντομα θα βλέπουν σαν στίγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο ταπεινωτικό όσο κι η δουλεία ή η δουλοπαροικία των περασμένων αιώνων.
Οι παρατηρήσεις που μόλις έγιναν πάνω στους νόμους που αφορούν την ιδιοκτησία είναι εξ ίσου εφαρμόσιμες στη δεύτερη κατηγορία νόμων: σ’ εκείνους που αποσκοπούν στη διατήρηση της κυβέρνησης, δηλαδή στο συνταγματικό δίκαιο.
Τούτο πάλι είναι ένα τέλειο οπλοστάσιο νόμων, διαταγμάτων, πράξεων, διαταγών εν συμβουλίω[5] και χίλιων-δυο άλλων, που όλα χρησιμεύουν να προστατεύσουν τις διάφορες μορφές αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, ανατεθειμένες ή υφαρπασμένες, κάτω από τις οποίες σφαδάζει η ανθρωπότητα. Ξέρουμε πολύ καλά – οι αναρχικοί το έχουν πολύ συχνά τονίσει στην διηνεκή κριτική τους των διάφορων μορφών κυβέρνησης, ότι η αποστολή όλων των κυβερνήσεων, μοναρχικών συνταγματικών ή δημοκρατικών, είναι να προστατεύσουν και να διατηρήσουν με τη βία τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων, της αριστοκρατίας, του κλήρου και των εμπόρων. Ένα τρίτο των νόμων μας – και κάθε χώρα έχει μερικές δεκάδες χιλιάδες από δαύτους – οι θεμελιώδεις νόμοι πάνω στους φόρους, τους εσωτερικούς δασμούς, την οργάνωση των υπουργικών τμημάτων και των γραφείων τους, του στρατού, της αστυνομίας, της εκκλησίας κλπ., δεν έχουν άλλο σκοπό εκτός από το να διατηρούν και ν’ αναπτύσσουν την διοικητική μηχανή. Κι αυτή η μηχανή χρησιμεύει σχεδόν ολοκληρωτικά να προστατεύει τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων. Αναλύστε όλους αυτούς τους νόμους, παρατηρείστε τους στην πράξη μέρα με τη μέρα και θα ανακαλύψετε ότι κανένας τους δεν αξίζει να διατηρηθεί.
Γύρω από τέτοιους νόμους δεν μπορούν να υπάρχουν δύο γνώμες. Όχι μόνο οι αναρχικοί, αλλ’ επίσης λίγο – πολύ οι επαναστάτες ριζοσπάστες συμφωνούν ότι η μόνη χρήση των νόμων που αφορούν την οργάνωση της κυβέρνησης είναι να τους ρίξουμε στη φωτιά.
Η τρίτη κατηγορία νόμων παραμένει να εξετασθεί· εκείνη που σχετίζεται με την προστασία του προσώπου και την εξιχνίαση και παρεμπόδιση του «εγκλήματος». Αυτή είναι η πιο σπουδαία γιατί συνδέονται μαζί της πολλές προκαταλήψεις· γιατί, αν το δίκαιο βρίσκει ένα ορισμένο ποσό σεβασμού, αιτία είναι η πεποίθηση ότι αυτό το είδος δικαίου είναι απόλυτα αναντικατάστατο για την διατήρηση της ασφάλειας στις κοινωνίες μας. Αυτοί είναι νόμοι που αναπτύχθηκαν από τον πυρήνα των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα στις ανθρώπινες κοινότητες και τα οποία έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους κυβερνώντες για να καθαγιάσουν τη δική τους κυριαρχία. Η εξουσία των αρχηγών των φυλών, των πλούσιων οικογενειών στις πόλεις και του βασιλιά, εξαρτιόταν από τις δικαστικές τους λειτουργίες, κι ακόμη ως τις μέρες μας, όποτε γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της κυβέρνησης, εκείνο που υπονοείται είναι η λειτουργία της σαν ύπατου δικαστή. «Χωρίς κυβέρνηση, οι άνθρωποι θα κομμάτιαζαν ο ένας τον άλλο», υποστηρίζει ο ρήτορας του χωριού. «Ο απώτατος σκοπός κάθε κυβέρνησης είναι να εξασφαλίζει δώδεκα έντιμους ενόρκους σε κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο», είπε ο Burke.
Λοιπόν, παρ’ όλες τις προκαταλήψεις που υπάρχουν στο παρόν θέμα, είναι καιρός οι αναρχικοί να κηρύξουν θαρραλέα αυτή την κατηγορία νόμων άχρηστη κι επιβλαβή όπως και την προηγούμενη.
Πρώτ’ απ’ όλα, ως προς τα λεγόμενα «εγκλήματα» – προσβολές κατά προσώπων – είναι καλά γνωστό ότι τα δύο τρίτα, και συχνά τα τρία τέταρτα, τέτοιων «εγκλημάτων» υποκινούνται από την επιθυμία να αποκτήσει κανείς την κατοχή του πλούτου κάποιου άλλου. Αυτή η τεράστια κατηγορία των λεγόμενων «εγκλημάτων και παραβάσεων» θα εξαφανιστεί την ημέρα που η ιδιωτική ιδιοκτησία θα πάψει να υπάρχει. «Αλλά», θα λεχθεί, «θα υπάρχουν πάντα κτήνη, τα οποία θα βλάψουν τις ζωές των συμπολιτών τους, τα οποία θα βάλουν τα χέρια τους στο μαχαίρι σε κάθε φιλονικία και θα εκδικηθούν τη μηδαμινότερη προσβολή με φόνο, αν δεν υπάρχουν νόμοι να τους συγκρατήσουν και ποινές να τους αποτρέψουν». Αυτή η επωδός επαναλαμβάνεται κάθε φορά που το δικαίωμα της κοινωνίας να τιμωρεί αμφισβητείται.
Ωστόσο υπάρχει ένα γεγονός σχετικά μ’ αυτό το θέμα, το οποίο σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η δριμύτητα της ποινής δεν ελαττώνει την ποσότητα των εγκλημάτων. Κρεμάστε, κι αν σάς αρέσει κομματιάστε τους δολοφόνους, κι ο αριθμός των φόνων δεν θα μειωθεί ούτε κατά ένα. Από την άλλη μεριά, καταργείστε την ποινή του θανάτου και δεν θα υπάρξει ούτε ένας φόνος παραπάνω· θα υπάρξουν λιγότεροι. Οι στατιστικές το αποδείχνουν. Αλλ’ αν η σοδειά είναι καλή, το ψωμί φτηνό κι ο καιρός αίθριος, ο αριθμός των φόνων αμέσως μειώνεται. Αυτό πάλι αποδείχνεται από την στατιστική. Η ποσότητα των εγκλημάτων αυξάνει και ελαττώνεται πάντοτε κατ’ αναλογία με την τιμή των αγαθών και την κατάσταση του καιρού. Όχι ότι όλοι οι φονιάδες παρακινούνται από την πείνα. Τούτο δεν συμβαίνει. Αλλ’ όταν η σοδειά είναι καλή και τα αγαθά βρίσκονται σε προσιτή τιμή, κι όταν ο ήλιος λάμπει, οι άνθρωποι, πιο ανάλαφροι στη διάθεση και λιγότερο μίζεροι από συνήθως, δεν δίνουν διέξοδο σε σκοτεινά πάθη και δεν καρφώνουν το μαχαίρι στο στήθος του συνανθρώπου τους για ασήμαντες αφορμές.
Επί πλέον, είναι επίσης ένα πολύ γνωστό γεγονός ότι ο φόβος της τιμωρίας δεν έχει ποτέ σταματήσει έστω κι ένα δολοφόνο. Αυτός που σκοτώνει τον γείτονά του από εκδίκηση ή αθλιότητα δεν σκέφτεται πολύ για τις συνέπειες· κι υπήρξαν ελάχιστοι δολοφόνοι που δεν ήταν ακλόνητα πεπεισμένοι ότι θα διέφευγαν την δίωξη.
Χωρίς να μιλήσουμε για μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα λαβαίνει καλύτερη εκπαίδευση, στην οποία η ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του κι η δυνατότητα να τις εξασκήσει, θα του προσφέρει τόσες απολαύσεις, ώστε δεν θα ζητά να τις δηλητηριάσει με τύψεις – ακόμη και στην κοινωνία μας, ακόμη και μ’ εκείνα τα ζοφερά προϊόντα της αθλιότητας που βλέπουμε στα καπηλειά των μεγάλων πόλεων – την ημέρα που δεν θα επιβάλλεται καμιά ποινή στους δολοφόνους, ο αριθμός των φόνων δεν θ’ αυξηθεί ούτε κατά μια περίπτωση. Κι είναι άκρως πιθανό ότι, απεναντίας, θα μειωθεί κατά όλες εκείνες τις περιπτώσεις που οφείλονται σήμερα σε εγκληματίες καθ’ έξιν, οι οποίοι έχουν αποκτηνωθεί στις φυλακές.
Μάς μιλάνε συνεχώς για τα ευεργετήματα που συνεπιφέρει ο νόμος και τα ευεργετικά αποτελέσματα των ποινών, αλλά έχουν ποτέ οι ρήτορες επιχειρήσει να ζυγίσουν τα ευεργετήματα που αποδίδονται στους νόμους και τις ποινές και την εξαχρειωτική επίδραση αυτών των ποινών πάνω στην ανθρωπότητα; Υπολογίστε μόνο τα κακά πάθη που ξύπνησαν στην ανθρωπότητα από τις θηριώδεις ποινές που επιβάλλονταν άλλοτε στους δρόμους! Ο άνθρωπος είναι το σκληρότερο ζώο πάνω στη γη. Αλλά ποιός υποβοήθησε κι ανέπτυξε τα σκληρά ένστικτα που ‘ναι άγνωστα ακόμη κι ανάμεσα στους πιθήκους, αν δεν είναι ο βασιλιάς, ο δικαστής κι οι παπάδες, οπλισμένοι με το νόμο, που ‘καναν την σάρκα κομμάτια, που ‘βραζαν πίσσα για να την χύσουν στις πληγές, που αποσπούσαν μέλη, που συνέτριβαν κόκκαλα, που πριόνιζαν ανθρώπους για να διατηρήσουν την εξουσία τους; Υπολογίστε μονάχα τον χείμαρρο εξαχρείωσης που ξεχύνεται στην ανθρώπινη κοινωνία με το «κάρφωμα», που ενθαρρύνεται από τους δικαστές, που πληρώνεται αδρά από τις κυβερνήσεις, υπό το πρόσχημα ότι βοηθά στην ανακάλυψη του «εγκλήματος». Πηγαίνετε στις φυλακές και μελετείστε τί γίνεται ο άνθρωπος όταν στερείται την ελευθερία του και κλείνεται μ’ άλλα εξαθλιωμένα όντα, βουτηγμένος στην εξαχρείωση και την διαφθορά που αναδύεται κι από τους ίδιους τους τοίχους των υπαρχουσών φυλακών μας. Θυμηθείτε μονάχα ότι όσο περισσότερο αναμορφώνονται οι φυλακές, τόσο πιο αποκρουστικές γίνονται. Τα υποδειγματικά μας σύγχρονα αναμορφωτήρια είναι εκατό φορές πιο φρικτά από τα μπουντρούμια του μεσαίωνα. Τελικά, σκεφτείτε τί διαφθορά, τι εξαχρείωση μυαλού συντηρείται ανάμεσα στους ανθρώπους από την ιδέα της υπακοής, αυτή τούτη την ουσία του νόμου· της τιμωρίας· της εξουσίας που ‘χει το δικαίωμα να τιμωρεί, να κρίνει ανεξάρτητα από την συνείδησή μας και την εκτίμηση των φίλων μας· της αναγκαιότητας για δήμιους, δεσμοφύλακες και πληροφοριοδότες – κοντολογίς, απ’ όλες τις ιδιότητες του νόμου και της εξουσίας. Σκεφτείτε τα όλ’ αυτά και σίγουρα θα συμφωνήσετε μαζί μας, ότι ο νόμος που επιβάλλει ποινές είναι μια βδελυγμία που θα ‘πρεπε να πάψει να υπάρχει.
Λαοί χωρίς πολιτική οργάνωση, κι επομένως λιγότερο εξαχρειωμένοι από εμάς, έχουν καταλάβει τέλεια ότι ο άνθρωπος που αποκαλείται «εγκληματίας» είναι απλώς άτυχος· ότι το φάρμακο δεν είναι να τον μαστιγώσουμε, να τον αλυσοδέσουμε, ή να τον σκοτώσουμε στην αγχόνη ή την φυλακή, αλλά να τον βοηθήσουμε με την πιο αδελφική φροντίδα, με μεταχείριση βασισμένη στην ισότητα, με τα ήθη της ζωής ανάμεσα σ’ έντιμους ανθρώπους. Ελπίζουμε στην επόμενη επανάσταση τούτη η κραυγή θ’ ακουστεί: «Κάψτε τα ικριώματα· γκρεμίστε τις φυλακές· καταργείστε τους δικαστές, τους αστυνόμους και τους πληροφοριοδότες – την πιο βρώμικη ράτσα επί του προσώπου της γης· μεταχειριστείτε σαν αδερφό τον άνθρωπο που ‘χει οδηγηθεί από το πάθος να κάνει κακό στους συνανθρώπους σας· πάνω απ’ όλα, αφαιρέστε από τα χαμερπή προϊόντα της οκνηρίας της μεσαίας τάξης την δυνατότητα να επιδείχνουν τα βίτσια τους με φανταχτερά χρώματα· και να ‘στε βέβαιοι ότι ελάχιστα εγκλήματα θ’ αμαυρώσουν την κοινωνία μας».
Τα κύρια στηρίγματα του εγκλήματος είναι ο παρασιτισμός σε βάρος των άλλων, ο νόμος κι η εξουσία· νόμοι για την ιδιοκτησία, νόμοι για την κυβέρνηση, νόμοι για ποινές και παραβάσεις· και εξουσία, που παίρνει το δικαίωμα να κατασκευάζει αυτούς τους νόμους και να τους εφαρμόζει.
Όχι πια νόμους! Όχι πια δικαστές! Η ελευθερία, η ισότητα και η έμπρακτη ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μόνα αποτελεσματικά εμπόδια που μπορούμε ν’ αντιπαραθέσουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα μερικών από μάς.
1.Σημ. του Μετ. – Σ’ αυτό το σημείο ο Κροπότκιν προδιαισθάνεται κάτι που θα αποτελέσει βασική σύλληψη του αντιεξουσιαστικού κινήματος στην εποχή μας, δηλ. την σύλληψη της εξουσίας σαν «μεσολάβησης».
2.Σημ. του Μετ. – Υπενθυμίζουμε ότι το δοκίμιο αυτό δημοσιεύτηκε το 1886.
3.Σημ. του Μετ. – Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι εδώ ο Κροπότκιν εκφράζει μια υπόθεση μάλλον παρά ένα αναμφισβήτητο ανθρωπολογικό γεγονός. Βλέπε σχετικά το «Σύμπαν της Ιεραρχίας», 1976, κεφ.1, καθώς και το υπό έκδοση «Συμβολές στην κριτική θεωρία», δοκίμιο Ι.
4. Σημ. του Μετ. – «Νόμιμη εργασία» σ’ αντίθεση με την «συμβατική εργασία» είναι η εργασία που οφείλεται απ’ ευθείας βάσει του νόμου κι όχι βάσει της ιδιωτικής βούλησης.
5. Σημ. του Μετ. – «Orders incouncil»· πρόκειται για διαταγές που εκδίδονται κατόπιν της γνώμης μυστικού συμβουλίου.
Σημείωση: Το βιβλίο του Πιοτρ Κροπότκιν «Νόμος και Εξουσία» εκδόθηκε από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» το Φεβρουάριο του 1977 και εκτός από το ομώνυμο δοκίμιο, το οποίο μεταφράστηκε από τον Γιώργο Νταλιάνη, περιέχει και άλλα 6 δοκίμια του Κροπότκιν. Η μετατροπή της πρωτότυπης μετάφρασης στο μονοτονικό σύστημα καθώς και η προσαρμογή της γλώσσας και της ορθογραφίας στα σημερινά πρότυπα έγινα από εμάς, χωρίς αλλαγές στη σύνταξη και χωρίς να υπεισέλθουμε σε έλεγχο της νοηματικής απόδοσης.
πηγή: http://kollectnews.org/2016/01/07/piotr-kropotkin-eksounia-nomos/