1. Η απόφαση 460/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα του νόμου 3838/2010 για την ιθαγένεια είναι άδικη, μισαλλόδοξη και πολιτικά καθοδηγούμενη. Αποτελεί ένα συντηρητικό πισωγύρισμα: μια απόπειρα περιορισμού του «δικαίου του εδάφους» (λήψη της ιθαγένειας λόγω γέννησης και ανατροφής στο έδαφος μιας χώρας) που δειλά θεσμοθέτησε ο νόμος του 2010, και ανομολόγητης επιστροφής στο «δίκαιο του αίματος» (λήψη της ιθαγένειας λόγω καταγωγής). Είναι μια απόφαση μισαλλόδοξη: οι φράσεις που χρησιμοποιούνται από την πλειοψηφία του ΣτΕ για να περιγραφούν τα έθνη-κράτη («… δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα…») απηχούν τυπική σε ακροδεξιές φυλλάδες ορολογία περί του κινδύνου μετατροπής του έθνους σε «πολύ-πολιτισμικό χυλό». Η απόφαση του ΣτΕ μας υπενθυμίζει – αν χρειαζόταν σήμερα οποιαδήποτε παραπάνω υπενθύμιση – ότι ο ρατσισμός στην ελληνική κοινωνία δεν γεννιέται σε κάποιο ακροδεξιό «περιθώριο» κάποιας ναζιστικής συμμορίας, αλλά στο ακραίο «κέντρο» του βαθέος κράτους και των μηχανισμών του. Η απόφαση, τέλος, του ΣτΕ είναι γέννημα πολιτικής σκοπιμότητας: χαλκεύτηκε σε απευθείας συνεργασία με την κυβέρνηση Σαμαρά, της οποίας τις πολιτικές στοχεύσεις εξυπηρετεί. Γελοιοποίησε δε κάθε έννοια ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, με την «διαρροή» της απόφασης από «κυβερνητικούς κύκλους» πριν αυτή εκδοθεί, σε συνδυασμό με τη σκανδαλώδη έκδοση εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία καταργήθηκαν (διά του «παγώματος») διατάξεις ψηφισμένου από την Ελληνική Βουλή νόμου.
2. Με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, δεν θεωρούνται επαρκείς για την απόδοση της ιθαγένειας οι προϋποθέσεις του ν.3838/2010 που ήταν: για τα παιδιά της «δεύτερης γενιάς» (γεννημένα στην Ελλάδα) η νομιμότητα επί πέντε έτη των δύο γονέων τους – και για τα παιδιά της «μιάμισης γενιάς» (που γεννιούνται στην αλλοδαπή, αλλά μεγαλώνουν στην Ελλάδα) η νομιμότητα των δύο γονέων τους σε συνδυασμό με εξαετή επιτυχή φοίτηση σε δημόσιο σχολείο. Το Σύνταγμα δεν καθιερώνει τα κριτήρια της απόδοσης της ιθαγένειας στις διατάξεις του, παρά παραπέμπει σε σχετικό νόμο που εκδίδει η κυβέρνηση και ψηφίζει η Βουλή, όπως κατά βάση συμβαίνει και διεθνώς. Η απόφαση του ΣτΕ υπερέβη τον συνταγματικό έλεγχο της δικαστικής εξουσίας. Η πλειοψηφία του ΣτΕ δεν δίκασε, αλλά νομοθέτησε. Υποκατέστησε την πολιτική διαδικασία σε ένα ζήτημα που αποτελεί το κατεξοχήν διακύβευμα του δημοκρατικού παιγνιδιού, το ποιοί δηλαδή συγκροτούν την δημοκρατική πολιτεία, με μια δικαστική απόφαση. Στις δημοκρατίες, οι λαοί είναι αυτεξούσιοι: αποφασίζουν οι ίδιοι διά των εκλεγμένων οργάνων τους – όταν δεν το κάνουν επαναστατικώ δικαίω – για τον ορισμό του ίδιου τους του εαυτού πέρα από την κηδεμονία της δικαστικής εξουσίας, ειδικά όταν αυτή δεν περιφρουρεί φιλελεύθερες κατακτήσεις, αλλά τις αντιμάχεται.
3. Η απόφαση της Ολομέλειας έκρινε ακόμα αντισυνταγματική τη συμμετοχή των «επί μακρόν διαμενόντων» αλλοδαπών συνανθρώπων μας – άνω των δέκα ετών – στις δημοτικές (και όχι στις βουλευτικές) εκλογές, που καθιέρωνε ο ν.3838/2010, διάταξη που εφαρμόστηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου χρόνου. Η πλειοψηφία του ΣτΕ βασίζει την αντισυνταγματικότητα της συμμετοχής των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές στην ύπαρξη ενός λαού (και όχι δύο, ενός για το Κοινοβούλιο και ενός για τους ΟΤΑ), κυρίαρχου και αρμόδιου να εκλέγει ο ίδιος όλα τα αιρετά όργανα άσκησης κρατικής εξουσίας, από τη Βουλή μέχρι τους δήμους. Η μειοψηφία του ΣτΕ απαντά πειστικά όσον αφορά τις δυνατότητες που παρέσχε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 για την πολιτική συμμετοχή αλλοδαπών σε δημοτικές εκλογές. Ωστόσο, η επίκληση του κινδύνου ενός δισυπόστατου λαού από την πλειοψηφία του ΣτΕ είναι υποκριτική. Ο κίνδυνος «δύο λαών» είναι υπαρκτός, αλλά δεν αφορά τις ανησυχίες της πλειοψηφίας. Αφορά την ολοένα πιο εμφανή διαφοροποίηση ανάμεσα στο εκλογικό σώμα των πόλεων και τους υπαρκτούς ανθρώπους που τις κατοικούν, ανάμεσά τους τους χιλιάδες πλέον μόνιμους κατοίκους που είναι μετανάστες. Αυτή τη διαφοροποίηση επιχείρησε να αμβλύνει η ψήφιση της συμμετοχής των “επί μακρόν διαμενόντων” αλλοδαπών (περίπου 10.000 έφτασαν τελικά να ψηφίσουν) στην εκλογή των δημοτικών συμβουλίων. Η απόφαση της πλειοψηφίας του ΣτΕ είναι στην πραγματικότητα συνέχεια μιας παλιάς συνταγματικής παράδοσης της ελληνικής Δεξιάς: αυτής που διαφοροποιεί τον υπαρκτό «λαό» από ένα αχρονικό «έθνος». Στην ελληνική συνταγματική ιστορία του 20ού αιώνα, αυτή η δισυποστασία λαού και έθνους υπήρξε η κορωνίδα όλων των ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών εκτροπών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το παρασύνταγμα της περιόδου 1952-1967. Είναι αυτή η παράδοση που νεκρανασταίνεται μέσα από την απόφαση της πλειοψηφίας του ΣτΕ, καμία δε σχέση δεν έχει με την προστασία και την ακεραιότητα της λαϊκής κυριαρχίας.
4. Βασικό επιχείρημα στο σκεπτικό της απόφασης αποτελεί η αμφισβήτηση από το Συμβούλιο της Επικρατείας των νομίμως ψηφισμένων διαδικασιών νομιμοποίησης των μεταναστών και των εννόμων αποτελεσμάτων που αυτές επέφεραν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Για τη θεμελίωση αυτού του επιχειρήματος, η πλειοψηφία του ΣτΕ χρησιμοποιεί μάλιστα την αιτιολογική έκθεση του ίδιου του νόμου 3838/2010 που, ακολουθώντας το παράδειγμα όλων ανεξαιρέτως των αιτιολογικών εκθέσεων των νομοθετημάτων νομιμοποίησης, περιγράφει την απόδοση νομιμότητας στους χωρίς χαρτιά μετανάστες ως «αναγκαίο κακό». Η άρνηση αναγνώρισης του πλούτου που συνεπάχθηκε για την ελληνική κοινωνία η εργασία των μεταναστών εργατών και η παραδοχή ενός αντι-μεταναστευτικού «εθνικού αφηγήματος» στην αιτιολογική έκθεση ενός κατ’ όνομα φιλελεύθερου νομοθετήματος αποτέλεσαν έτσι την κερκόπορτα μέσα από την οποία μεθοδεύτηκε η αντι-μεταρρύθμιση του κώδικα της ιθαγένειας διά μέσου της απόφασης του ΣτΕ. Έτσι, φτάσαμε στην κατάσταση να επιχειρηματολογεί το ΣτΕ με όρους Χρυσής Αυγής: «η νόμιμη διαμονή, όπως διαμορφώθηκε με τα νομοθετήματα της περιόδου 1991-2008, αναφέρεται όχι μόνον σε αλλοδαπούς που συγκεντρώνουν τα κριτήρια των πάγιων διατάξεων, δηλαδή τους εισελθόντες νομίμως στη χώρα και εφοδιασμένους με άδεια διαμονής και άδεια εξαρτημένης ή ανεξαρτήτου εργασίας, αλλά και σε όσους εισήλθαν παράνομα στην χώρα και διέμειναν παράνομα επί διάφορα χρονικά διαστήματα, άγνωστα στη Διοίκηση, αποκτήσαντες άδεια διαμονής και εργασίας εκ των υστέρων, βάσει των νομιμοποιήσεων που έλαβαν χώρα κατά διαστήματα και μέχρι την ισχύ του εξεταζόμενου νόμου». Για το Συμβούλιο της Επικρατείας, η νομιμοποίηση ενός μετανάστη επιφέρει λιγότερα έννομα αποτελέσματα από τη νομιμοποίηση ενός αυθαίρετου κτίσματος. Πρόκειται για επικίνδυνη κατεύθυνση που ξεπερνά το ζήτημα των διατάξεων του νόμου για την ιθαγένεια και δίνει σήμα πορείας σε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό για τους μήνες και τα χρόνια που θα έρθουν.
5. Η λήψη της ιθαγένειας δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ίσα δικαιώματα, πόσο μάλλον κοινωνική ισότητα. Η ιθαγένεια αποτελεί απλώς τον νομικό δεσμό ενός ανθρώπου με ένα κράτος, την μετατροπή του σε πολίτη, το δικαίωμά του δηλαδή να αξιώνει δικαιώματα. Αυτή η αστικού δικαίου φύση της ιθαγένειας, μαζί με το γεγονός ότι αυτή βασίζεται πάντοτε σε έναν αποκλεισμό (μία διάκριση κατά αυτών που δεν είναι ιθαγενείς), δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει ούτε για μια στιγμή από το πραγματικό διακύβευμα στην τρέχουσα συγκυρία. Η συζήτηση για την ιθαγένεια αποτελεί κομμάτι της αντιπαράθεσης για την συνολική κατεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας, σε μια περίοδο που οι μνημονιακές πολιτικές της φτώχειας και της εξαθλίωσης ξαναφουσκώνουν τα φαντάσματα της ναζιστικής ακροδεξιάς, του κρατικού αυταρχισμού και της εθνικιστικής περιχαράκωσης. Ακόμα παραπέρα, το υπόβαθρο της συζήτησης για την ιθαγένεια είναι ταξικό. Υποκείμενα του δικαιώματος στην ιθαγένεια με βάση τη νομοθεσία που μας απασχολεί είναι τα παιδιά των μεταναστών εργατών που δούλεψαν και μόχθησαν τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Η εμμονή της ελληνικής κυρίαρχης τάξης να στερήσει από τα παιδιά αυτά την ιθαγένεια δεν είναι απλώς εθνικιστική και ρατσιστική, αλλά βαθιά ταξική: αποτυπώνει το ταξικό μίσος των εργοδοτών της χώρας υποδοχής οι οποίοι “ζήτησαν χέρια αλλά τους ήρθαν άνθρωποι” (για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση οικεία στους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία). Η στέρηση της ιθαγένειας από τα παιδιά των μεταναστών αποτελεί ακόμα κομμάτι του ευρύτερου πολέμου κατά της νεολαίας, που έχουν εξαπολύσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις, με τη διάλυση της εκπαίδευσης, την ανεργία, την καταστολή. Τα 200.000 περίπου παιδιά μεταναστών που μεγαλώνουν στην Ελλάδα είναι υπό διωγμό, όπως και συνολικά η νεολαία στη χώρα μας.
6. Στο δημόσιο διάλογο που ανοίγει ξανά εν όψει της ψήφισης νέου νόμου για την ιθαγένεια, πρωτεύουσα θέση θα πρέπει να έχει όχι μόνο η ιθαγένεια των παιδιών, αλλά η νομιμότητα των γονέων. Η θέση αυτή δεν αποτελεί πλειοδοσία ούτε μαξιμαλισμό. Από τη στιγμή που η κατάθεση τής αίτησης για την ιθαγένεια εξαρτάται από τη νομιμότητα των γονέων, η νομοθέτηση του δικαιώματος στην ιθαγένεια κινδυνεύει να καταστεί αδειανό πουκάμισο, αν δεν επιλυθεί το ζήτημα στην ολότητά του. Αυτό εξάλλου ήταν εξαρχής και το σημαντικότερο πρόβλημα του ν.3838/2010. Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε πολιτικά το γιατί: η κυβέρνηση Παπανδρέου, διά μέσου του τότε Υπουργού Εσωτερικών Ραγκούση, υποχώρησε στις ακροδεξιές απαιτήσεις και ενέταξε στον νόμο την προϋπόθεση νομιμότητας και των δύο γονέων, προκειμένου να κερδίσει τη συναίνεση του ΛΑΟΣ στην επικείμενη ψήφιση του πρώτου Μνημονίου. Οι υποσχέσεις για ρύθμιση των χιλιάδων περιπτώσεων μεταναστών που έχουν εκπέσει της νομιμότητας λόγω μη συγκέντρωσης των αναγκαίων ενσήμων (η τότε εκτίμηση μίλαγε για 130.000 ανθρώπους) έμειναν στον αέρα. Στη σημερινή συζήτηση για την ιθαγένεια, το θέμα της νομιμότητας των γονέων θα πρέπει να ξανανοίξει: είτε ο νόμος θα άρει την προϋπόθεση νομιμότητας των γονέων για την κατάθεση αίτησης για την ιθαγένεια είτε θα πρέπει να ανοίξει νέα διαδικασία νομιμοποίησης των γονέων. Ειδάλλως, το πρόβλημα της ιθαγένειας των παιδιών των μεταναστών θα διαιωνίζεται.
7. Βασική κατεύθυνση της κυβέρνησης στην προσπάθεια πισωγυρίσματος των διατάξεων για την ιθαγένεια αναδεικνύεται η απόδοσή της (οποιεσδήποτε προϋποθέσεις και αν επιλεγούν) στην ενηλικίωση, δηλ. στα 18 έτη, και όχι από την γέννηση ή από την πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος. Οι υποστηρικτές της αλλαγής αυτής υποστηρίζουν ότι έτσι η λήψη της ιθαγένειας θα είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής ένταξης και όχι ο προάγγελός της. Μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση θα θεσμοθετεί και επίσημα “παιδιά δύο ταχυτήτων” για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ουσιαστικά για ολόκληρη την παιδική και εφηβική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση. Αν το ίδιο το κράτος αντιμετωπίζει και επίσημα τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στην Ελλάδα με το καθεστώς νομιμότητας για “εξαιρετικούς λόγους” (όπως προτείνει το Υπουργείο), γίνεται κατανοητός ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα παιδιά αυτά να βιώσουν τον ρατσισμό στην πιο κρίσιμη ηλικία, με ανυπολόγιστα αποτελέσματα για την κοινωνική τους ένταξη. Η μετάθεση της ευθύνης στο εκπαιδευτικό σύστημα (η απόφαση υπονοεί ως προϋπόθεση λήψης της ιθαγένειας την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) θα είναι δυσβάσταχτη τόσο για τους μαθητές (η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών θα κρίνει την ίδια την ιδιότητα τους ως πολιτών) όσο και για τους καθηγητές (η αξιολόγηση των επιδόσεων του μαθητή θα κρίνει την νομιμότητά του και το μέλλον του στη χώρα). Το επιχείρημα ότι με την λήψη της ιθαγένειας στα 18 δίνεται στον δικαιούχο η δυνατότητα της επιλογής είναι υποκριτικό. Από αυτή την άποψη, το δίκαιο του αίματος δεν παρέχει καμία δυνατότητα επιλογής. Αλλά ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ το ελληνικό κράτος για το δικαίωμα επιλογής των παιδιών των Ελλήνων μεταναστών της διασποράς που αποκτούν αυτόματα από τη γέννησή τους την ιθαγένεια, χωρίς φυσικά να ρωτηθούν. Για όσους, τέλος, γνήσια υποστηρίζουν ότι η λήψη της ιθαγένειας από τη γέννηση αποδίδει “με το ζόρι” στα παιδιά των μεταναστών μια υπηκοότητα που δεν έχουν επιλέξει, υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες τους με διαδικασία επιλογής ιθαγένειας από τον ενδιαφερόμενο κατά την ενηλικίωση, χωρίς όμως την απουσία της ασπίδας της ελληνικής ιθαγένειας επί μακρόν (18 έτη) στο μεταξύ.
8. Μια από τις πιο επικίνδυνες προτάσεις που συζητάει η παρούσα κυβέρνηση (σύμφωνα με τις διαρροές στον τύπο) είναι η απόδοση της ιθαγένειας στα παιδιά της “μιάμισης γενιάς” μέσα από τη διαδικασία της πολιτογράφησης, δηλαδή με διαδικασία συνέντευξης, απόδειξης της ελληνομάθειας, κλπ. Πρόκειται για εφιαλτικό σενάριο, αφού τα παιδιά που μεγαλώνουν στην Ελλάδα θα εξισώνονται με όσους επιθυμούν να πολιτογραφηθούν, χωρίς να αναγνωρίζεται η εξ αντικειμένου διαφορά των αντίστοιχων περιπτώσεων. Για κάποιον που μεγάλωσε στην Ελλάδα, η διαδικασία της πολιτογράφησης δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με τεστ εθνικοφροσύνης, προκειμένου να αποδείξει στο κράτος ότι είναι “ελληνόψυχος”. Η κατ’ εξαίρεσιν απόδοση της ιθαγένειας σε όσα παιδιά της “μιάμισης γενιάς” εισέρχονται στα ΑΕΙ είναι απλώς το τυρί στην φάκα. Η απόδοση της ιθαγένειας δεν μπορεί να εξισώνεται με την είσοδο στο Πανεπιστήμιο: ο πανεπιστημιακός τίτλος δεν μπορεί να καθίσταται προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη όσον αφορά τα παιδιά των μεταναστών που μεγαλώνουν στην Ελλάδα, όταν κάτι τέτοιο δεν ισχύει (και ορθά!) για όλα τα υπόλοιπα παιδιά.
9. Τέλος, αν και η απόφαση του ΣτΕ δεν θέτει ζήτημα αναδρομικότητας τής εφαρμογής της, κρίσιμες θα είναι οι ρυθμίσεις των μεταβατικών διατάξεων του νέου νόμου. Οι νοσηροί εγκέφαλοι του ελληνικού Κόμματος του Τσαγιού που κατοικοεδρεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου φλερτάρουν με το σενάριο αναδρομικής ακύρωσης όλων των αποφάσεων ιθαγένειας που εκδόθηκαν με βάση τον ν.3838/2010. Αυτονόητο είναι ότι τυχόν τέτοια απόφαση θα τορπίλιζε τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων που σχεδίασαν το οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό τους μέλλον βάσει της ληφθείσας ιθαγένειας, χωρίς να υπολογίζουν τις δολοπλοκίες της ελληνικής ακροδεξιάς και του βαθέος κράτους της. Η μάχη για να πάρουν ιθαγένεια όλα τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει. Ας τη δώσουμε με τους μαζικότερους δυνατούς όρους και με την πολιτική και ιδεολογική αξία που της αναλογεί.
* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος, μέλος της ΚΕΕΡΦΑ (Κίνηση Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή) και συγγραφέας του βιβλίου “Η πάλη ενάντια στο ρατσισμό σήμερα”.